Ας διαπιστώσουμε αρχικά την κοινοτοπία: δεν υπάρχει λαός που να μην έχει ταμπού. Υπάρχει μια ιστορική στιγμή, ένα γεγονός ή ένα πρόσωπο το οποίο συμβολοποιείται είτε θετικά είτε αρνητικά στην εθνική διήγηση αποκτώντας «μυθικές» διαστάσεις, τόσο που να μην μπορεί να το «αγγίξει» καμία ομάδα. Παρότι θα ανέμενε κανείς τέτοιες στιγμές να είναι στιγμές δόξας και εποποιϊας η μεγάλη πλειοψηφία των εθνών έχει ως ταμπού τις στιγμές της απόλυτης καταστροφής.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η ήττα των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο από τους Οθωμανούς, η Γενοκτονία των Αρμενίων, η Γαλλία του Βισύ και το Ολοκαύτωμα είναι μερικά ενδεικτικά ιστορικά γεγονότα που δείχνουν το μεγάλο αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια «εθνική καταστροφή» στη μνήμη ενός λαού.
Η αίσθηση του τραύματος είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό στοιχείο στην διαδικασία δόμησης ταυτότητας. Ο κοινός κίνδυνος και η καταστροφή δημιουργούν την αίσθηση της κοινής μοίρας και του πεπρωμένου.
Τις ημέρες αυτές δύο τέτοιες ιστορίες έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Στην Ισπανία ένας δικαστής διώκεται γιατί άνοιξε τον φάκελο του Ισπανικού Εμφυλίου και σύμφωνα με τους κατηγόρους του παραβίασε τον νόμο περί γενικής αμνηστίας. Από την άλλη πλευρά των Πυρηναίων, η Γενοκτονία των Αρμενίων έχει φέρει τη Γαλλία και την Τουρκία στα όρια τους ανοίγοντας ένα ευρύτερο ζήτημα; Είναι ωφέλιμο να αγγίζουμε θέματα ταμπού;
Στο φαινομενικά απλό ερώτημα η Ιστορία μπορεί να έχει σαφή και καταφατική απάντηση ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο και για την Πολιτική. Σίγουρα στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων η υπόμνηση μιας σύρραξης, μιας καταστροφής υπονομεύει την όποια προσπάθεια για συνεργασία. Όμως στην πολιτική και την πραγματική ζωή οφείλεις να βλέπεις κατάματα τον εαυτό σου και να πορεύεσαι με τα τραύματά σου. Όσο κάνεις πως δεν τα βλέπεις τόσο θα τα βρίσκεις μπροστά σου.
Το τραύμα οδηγεί συνήθως στη θυματοποίηση. Είναι πολύ ωραίο να είσαι θύμα για ένα βασικό λόγο: δεν αναλαμβάνεις ποτέ την ευθύνη των πράξεών σου. Για όλα φταίνε οι μασόνοι, οι Εβραίοι, οι τράπεζες, τα συμφέροντα. Ποτέ εσύ. Φταίνε πάντα κάποιοι που σε επιβουλεύονται οπότε αναζητάς εχθρούς. Αυτός είναι και ο λόγος που οι θεωρίες συνομωσίας ερεθίζουν το φαντασιακό μας.
Η λαϊκή παροιμία «σφάξε με αγά μου να αγιάσω» αποτυπώνει πλήρως την παραίτηση, την άφεση στη μοίρα χωρίς τη μηδαμινή προσπάθεια. Η αγιοσύνη θα έρθει χωρίς κόπο απλά με την κίνηση του άλλου, του ισχυρού. Eίναι η ίδια νεύρωση που είχαν οι Καθολικοί με το Άγιο Δισκοπότηρο το Μεσαίωνα. Μια θέωση χωρίς αγώνα την οποία θα φέρει το μέσο και όχι η ατομική, η προσωπική προσπάθεια.
Ο Ελληνισμός τους τελευταίους δύο αιώνες βιώνει την πλήρη αφασία. Εγκλωβισμένος σε ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι της «πεφωτισμένης και προοδευτικής» Δύσης, χωρίς συναίσθηση πολιτιστικής ταυτότητας σέρνεται κυριολεκτικά στη διεθνή σκηνή σαν έρμαιο. Πιθηκίζει, αντέγραψε εκλεκτικά διάφορα συστήματα για να καλύψει το έλλειμμα που αισθάνεται και φαντασιώνεται την Ελλάδα του Περικλή και του Μεγαλέξανδρου χωρίς ποτέ να φαντάζεται και να οραματίζεται τη δικιά μας Ελλάδα, την Ελλάδα των παιδιών μας. Πώς θέλουμε να είναι; Με τι πρόσωπο θα βγούμε στον κόσμο;
Όπως κάθε φορά αποφεύγουμε δια της πλαγίας να αντιμετωπίσουμε κατάματα τα προβλήματα, να χαράξουμε στρατηγική και έχουμε επιδωθεί σε ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών ψάχνοντας δοσίλογους και πράκτορες, βρίζοντας τους Γερμανούς και όποιον άλλο φταίει για την κακιά μας μοίρα. Θα περιμένουμε τον αγά ή θα αναλάβουμε την ευθύνη μας ως συλλογικότητα με συγκεκριμένες προτάσεις και σχέδιο;