Με αφορμή το ποίημα «Η σκάλα» του Τάσου Λειβαδίτη
«Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε, ίσως, μακριά…»
Έχω ένα φίλο. Τα βράδια βλέπει στον ύπνο του μια σκάλα ξύλινη γυριστή, που ανεβαίνει όλο το δρόμο προς το φως. Το βλέπει σαν εμμονή, ξυπνά ιδρωμένος. Το σκέφτομαι ενώ ανεβαίνω τα δικά μου σκαλιά. Τις ατελειώτες σκάλες της πρωτεύουσας, τα μαρμάρινα σκληρά πλακάκια στη δουλειά, τις κυλιόμενες στο μετρό, τα σκαλοπάτια του σπιτιού μου, κάθε φορά και πιο πολλά. Και έχω μία σκέψη στο μυαλό, πως ανεβαίνω λάθος σκάλα, πως αυτό που θέλω είναι σε έναν άλλο όροφο, σε άλλο κτήριο, ότι ίσως τελικά να είναι σε ένα ισόγειο, σε ένα κήπο. Βλέπω τόσο κόσμο κάθε μέρα σκαρφαλωμένο στα σκαλοπάτια της ζωής του, χαμένο σε λαβυρίνθους-σκάλες σαν στο Όνομα του Ρόδου, με κάθε μια να οδηγεί σε μια βιβλιοθήκη, με σκονισμένα απειλητικά βιβλία, με εξώφυλλο σκληρό που κάθε που το ανοίγεις δηλητηριάζεσαι σαν τους μοναχούς στη ταινία. Και όλα αυτά, ενώ ψάχνεις μια γνώση που δεν θα βρεις ποτέ εκεί, μία γνώση βιβλίο ανοιχτό σε κάποια άγνωστη σκάλα μυστική.
Σήμερα συμπληρώνονται 89 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου έλληνα λογοτέχνη Τάσου Λειβαδίτη. Όχι, δεν πρόκειται για καμιά σημαδιακή ημερομηνία, όσο για μια ζωτική αφορμή να μιλήσει κανείς για το μεγάλο ποιητή. Στο κόσμο του Λειβαδίτη ο πραγματικός μας εαυτός είναι ένας τύπος με καπαρντίνα που διαβαίνει πάντα ξένος και μας προσπερνά. Εμείς είμαστε οι τραγικοί ήρωες, που πάντα τον ψάχνουμε χτυπώντας λάθος πόρτες, καθαρίζοντας λάθος σκάλες, γονατίζοντας σε λάθος αυθεντίες. Μένοντας πάντα έτεροι του εαυτού μας, σκαλοπάτι στα πόδια άλλων, φτιάχνοντας ένα πρωτότυπο υπερμέγεθες οικοδόμημα, μία Βαβέλ που ποτέ δεν γκρεμίστηκε και πάντα οικοδομούταν πάνω στη καθολική ετερότητα.
«…Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι»
Στέκομαι στις κυλιόμενες και τις αφήνω να μου δείχνουν το δρόμο που θα πάρω. Στη άκρη δεν δρασκελίζω να προχωρήσω, θέλω να κάνω όλη τη σειρά πίσω μου να πέσει πάνω μου και να ποδοπατηθεί. Τους κοιτάω λίγες στιγμές πριν, τα μάτια τους κενά, κουβαλούνε μέσα τους το γραφείο, τα δάνεια, το διαζύγιο, το σχολείο, την αρρώστια και σκαλώνω. Ίσως είναι μία αρχή σκέφτομαι. Ίσως αν συνεχίσω να περπατάω να δω τον κόσμο να αλλάζει, να βρίσκει το χαμένο εαυτό του, το μόνο που θα του έχει μείνει, αν χάσει όλα τα άλλα. Ίσως τότε, μέσα από τη κρίση, μέσα από τις τόσες ανηφόρες να φτάσουμε σε μια κορυφή και να αγναντέψουμε ένα ηλιοβασίλεμα. Γιατί πάντα μία σκάλα οδηγεί στον εξώστη και αν την ανεβούμε, ίσως να μην καταδεχτούμε να γυρίσουμε όπου μας οδηγεί -πια κατηφόρα- η σκάλα που μας ανέβασε.