Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς μου συνέβη αυτό. Δεν έχω καμία ανάμνηση από το πρωινό που ξύπνησα και συνειδητοποίησα πως για κάποιους λόγους η ζωή μου εφεξής θα είναι αυστηρά διεκπεραιωτική: θα δουλεύεις, θα κοιμάσαι, θα μιλάς με κάποιους φίλους και όλα τα άλλα (βόλτες, ταξίδια, εκδρομές, ψώνια κ.λπ.) ξέχασέ τα γιατί έχουμε κρίση. Ίσως ο λόγος που δεν το θυμάμαι είναι γιατί στην ουσία ποτέ δεν υπήρξε το ακριβές σημείο μηδέν. Αντίθετα αυτό το μούδιασμα που ζω εγώ και εκατομμύρια άλλοι Έλληνες έγινε σαν hangover, η αίσθηση του να ξυπνάς μετά από ένα τρελό πάρτι. Δεν θυμάσαι πότε ξύπνησες: ξέρεις μόνο ότι αυτό που ζεις και θα ζεις τις επόμενες ώρες είναι φριχτό, και σου σκάνε στο μυαλό ασύνδετες εικόνες από τις κραιπάλες που έκανες το προηγούμενο βράδυ. Και όπως κανένας δε θα λυπηθεί αυτόν που ξυπνά με πονοκέφαλο επειδή έπινε σαν τρελός ένα ολόκληρο βράδυ έτσι και εγώ δεν απαιτώ να με λυπηθούν τώρα που έφτασα στο χείλος του γκρεμού.
Για περισσότερο από τρεις δεκαετίες αυτή η χώρα (και εγώ μαζί) ζούσε σε ένα πάρτι στο οποίο έσκασε μύτη από σπόντα. Είμαστε οι φτωχοί συγγενείς που κέρδισαν αναπάντεχα κάλεσμα στον χορό των πλουσίων του δυτικού κόσμου. Και αντί να απορήσουμε γιατί με τα κουρέλια μας, γίναμε δεκτοί στο grand-ball εμείς φτιασιδωθήκαμε σαν λιμπιστή ντεμπιτάντ για να σύρουμε πρώτοι τον χορό των αστέρων στο πάρτι του ευρώ. Και ενώ τα αστέρια της ευρωζώνης σχημάτιζαν κύκλο, εμείς χορεύαμε καλαματιανό, χωρίς να δίνουμε σημασία σε τίποτα: στα ματσάκια το μαϊντανό που από 50 δραχμές έφτασαν να κάνουν 50 λεπτά, στο ενοίκιο του σπιτιού μας που σχεδόν διπλασιάστηκε, στο επιτόκιο της κάρτας μας που ξεπέρασε το 12%... Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να στροβιλιζόμαστε σαν «βέροι Ευρωπαίοι» στις πίστες, ξοδεύοντας σε γαρύφαλλα τα λεφτά που βγάλαμε σε μια νύχτα από το χρηματιστήριο.
Σε μια χώρα που από τη δεκαετία του 80 και έπειτα η λέξη «λαμόγιο» έχει γίνει πιο δημοφιλής από την εθνική λέξη «μαλάκας» όλοι ξέραμε ότι κάτι παίζει. Στην χώρα που σε μια μεσοαστική γειτονιά της Αθήνας των 4 εκατομμυρίων, ανάθεμα και να υπήρχαν δέκα εργαζόμενοι που η δουλειά τους να αφορούσε παραγωγή έργου ή προϊόντος (από οικοδόμος μέχρι υπάλληλος βιοτεχνίας ή φούρναρης βρε αδελφέ!) όλοι ξέραμε πως τρώμε από λεφτά που δεν έχουμε, δεν τα δημιουργούμε και άρα δεν υπάρχουν.
Η υποκρισία του να πεις ότι δεν έβλεπες τα σημάδια, δε διαφέρει σε τίποτε από την υποκρισία του Γερμανού επί ναζιστικής εποχής που έλεγε «και που να το ξέρω εγώ ότι τα μέταλλα τα αγόραζε η βαριά βιομηχανία όπλων;». Ακόμα κι οι πιο ηλίθιοι στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους το ήξεραν πως όλο αυτό ήταν ψέμα. Ένα όνειρο που κράτησε τόσο καιρό που φτάσαμε να το πιστέψουμε.
Και τώρα που μας πετούν έξω από το πάρτι, κάποιοι απορούν. Δεν υπάρχει καμιά απορία. Το πάρτι το διαλύει πάντα ο διοργανωτής όχι ο καλεσμένος. Τώρα με την ουρά στα σκέλια καλούμαστε να γυρίσουμε πίσω στο φτωχικό τσαρδί μας και να θυμόμαστε αυτά τα μεγαλεία με την ίδια νοσταλγία που τραγουδούσε κάποτε στην Μάντρα του ο Αττίκ.
Και το μόνο που μας μένει είναι να αποδεχτούμε την μοίρα μας και να μαζέψουμε φόρα για να σκάσουμε το στραβό μας το κεφάλι στον τοίχο (ή να τραβάμε τα μαλλιά μας ή να τρελαθούμε...ο καθένας εκφράζει λεκτικά με το δικό του τρόπο την απόγνωση). Γιατί η διεκπεραιωτική ζωή δεν είναι ζωή, είναι παύση. Όμως πριν αρχίσω να τρέχω προς το ντουβάρι πιάνω τον εαυτό μου να κοντοστέκεται σαν να περιμένει. Περιμένω να δω κάποιον από αυτούς που σε αυτό το πάρτι των τριών δεκαετιών έφαγαν με χρυσά κουτάλια και κραιπάλιασαν πολύ περισσότερο από μένα, να σκάσουν πρώτοι στον τοίχο.
Περιμένω αυτό ώστε τα λίγα δευτερόλεπτα πριν σμπαραλιάσω και εγώ το κεφάλι μου στα τούβλα από θυμό, να αισθανθώ έστω και για λίγο, έστω και αργά, την έννοια δικαιοσύνη. Και που ξέρεις; Αν σκάσουν στον τοίχο πρώτα τα σωστά κεφάλια, μπορεί και η δική μου ζωή και των υπολοίπων που απλά λίγο γλέντησαν, αλλά δεν κραιπάλιασαν, να πάψει σταδιακά να είναι διεκπεραιωτική και τότε ίσως την γλιτώσει και το κεφάλι μου γιατί ο θυμός θα φύγει.