Πριν από λίγες ημέρες έγιναν γνωστά τα πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία.
Τα πορίσματα αυτά διατυπώνονται σε ένα μακροσκελές κείμενο που μαζί με την Εισαγωγή του προέδρου της Επιτροπής κ. Αντώνη Λιάκου αριθμεί 130 σελίδες. Η εντύπωση που αποκόμισα από την ανάγνωση αυτού του κειμένου είναι ότι περιέχει ένα μείγμα αναλύσεων και προτάσεων από τις οποίες άλλες είναι καλές και άλλες όχι (φυσικά κατά την κρίση μου). Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στο θέμα της επιμόρφωσης, το κείμενο είναι ανυπόφορα φλύαρο και δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε από συνδικαλιστές που φροντίζουν για τα συμφέροντα του κλάδου τους. Από την έκταση των κειμένων, από την ανάπτυξη των επιχειρημάτων και από το ύφος της συγγραφής προκύπτει ότι οι συγγραφείς είναι πολλοί και διαφορετικού επιπέδου. Για τον λόγο αυτό, καλό θα ήταν να δοθούν στην δημοσιότητα τα πρακτικά των επί μέρους επιτροπών.
Επίσης, καλό θα ήταν το κείμενο αυτό να το δει ένας καλός φιλόλογος διότι υπάρχουν λέξεις που φαίνονται αδόκιμες καθώς και ασυνταξίες. Π.χ. η λέξη «ανοικτότητα» (σελ. 3) υπάρχει μόνο στο λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών (ως ανοιχτότητα) αλλά σε κανένα άλλο. Η λέξη «ανηλικιότητα» (σελ. 4) δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό. Το ρήμα «αποχυμώνεται» (σελ. 21) δεν το βρήκα σε κανένα λεξικό, ίσως διότι δεν υπάρχει στην παθητική φωνή ρήμα «αποχυμώνομαι». Καλόν είναι να ελέγχεται η γλωσσοπλαστική ικανότητα των συγγραφέων, κυρίως σε μη λογοτεχνικά κείμενα.
Όπως ήδη ανέφερα, το κείμενο των πορισμάτων περιέχει ενδιαφέρουσες προτάσεις που πρέπει να μελετηθούν σοβαρά. Ορισμένες, όμως, προτάσεις δεν είναι εύστοχες. Μια τέτοια πρόταση είναι αυτή για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Στο κείμενο διατυπώνεται η ορθή άποψη ότι το ισχύον σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων έχει το χαρακτηριστικό του αδιάβλητου, αλλά ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά δαπανηρό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι κατευθύνει φοιτητές σε σχολές για τις οποίες οι ίδιοι ελάχιστα ενδιαφέρονται. Η αδυναμία αυτή αποδίδεται στην πολλαπλότητα των επιλογών που επιτρέπει το ισχύον σύστημα. Αντ’ αυτού, λοιπόν, προτείνει ένα σύστημα εξαιρετικά γενναιόδωρης επιδότησης με μόρια των υποψηφίων που επιλέγουν ένα ή λίγα Τμήματα.. Η έκθεση υποστηρίζει ότι η πρόταση «βασίζεται στην αρχή του σεβασμού της βούλησης των παιδιών να σπουδάσουν αυτό που θέλουν». Στο σημείο αυτό προκύπτει η απορία: εμποδίζει το ισχύον σύστημα την επιλογή ενός μόνον Τμήματος; Πού χάνεται ο σεβασμός προς την επιθυμία του υποψηφίου; Και γιατί είναι κακό πράγμα η επιλογή ενός ή δύο άλλων χωρίς τιμωρία με λιγότερα μόρια; Ξέρει καλλίτερα το Υπουργείο τι είναι καλό για τον υποψήφιο από τον ίδιο ή από την οικογένειά του;
Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η πρόταση της Επιτροπής θα έχει κάποιο αποτέλεσμα, παραμένει ισχυρό το επιχείρημα ότι η πρόταση νοθεύει με διαχειριστικά κριτήρια τον τρόπο επιλογής που πρέπει να βασίζεται στα προσόντα του υποψηφίου. Αλλά ας δεχθούμε την λογική της Επιτροπής και ας υποθέσουμε ότι όλοι οι υποψήφιοι αντιλαμβανόμενοι το πλεονέκτημα δηλώνουν ένα μόνον Τμήμα. Θα είναι αυτό που επιθυμεί περισσότερο ή αυτό που θεωρεί ευκολότερο να γίνει δεκτός ή εκείνο που είναι κοντά στο σπίτι του; Η πρόταση της Επιτροπής έχει ένα ακόμη πολύ σοβαρό μειονέκτημα. Είναι δυνατόν για ένα τμήμα να υπάρχει υπερβολική ζήτηση και σε ένα άλλο να υπάρχει υπερβολική προσφορά θέσεων. Έτσι, ενώ θα υπάρχουν κενές θέσεις στο ΑΕΙ, θα υπάρχουν ταυτόχρονα και ανικανοποίητοι υποψήφιοι.
Μεταξύ των υπουργών των διαφόρων κυβερνήσεων φαίνεται πως οι υπουργοί Παιδείας είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι πρέπει να ανατρέψουν ό,τι καλό έχουν κάνει οι προηγούμενοι. Για το θέμα της παρούσης συζήτησης δεν χρειάζεται να πρωτοτυπήσουμε διεθνώς. Ας σκεφτεί αυτή η Επιτροπή ή κάποια άλλη, που οπωσδήποτε θα συσταθεί στο άμεσο μέλλον, τι κάνουν άλλες χώρες στις οποίες δεν υπάρχουν αιώνιοι φοιτητές. Τότε θα διαπιστώσει ότι η επιλογή των φοιτητών, μεταξύ των αιτούντων, γίνεται από το ίδιο το πανεπιστήμιο και όχι από το υπουργείο ή τους καθηγητές του Λυκείου.
Μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι η επιλογή από το Τμήμα θα οδηγήσει σε μεθόδους που ευνοούν ορισμένους υποψηφίους , όπως π.χ. τα παιδιά των καθηγητών, τους συγγενείς των πολιτικών κτλ. Όμως η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι υπάρχουν αδιάβλητοι τρόποι επιλογής.
Παρά την μεγάλη έκταση του κειμένου, η Επιτροπή ξέχασε να διατυπώσει άποψη και προτάσεις για το σημαντικό θέμα της αξιολόγησης του προσωπικού και των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων.. Φυσικά, η παράλειψη αυτή θα ήταν κατανοητή αν το κείμενο διαμορφωνόταν από συνδικαλιστές ή αγράμματους καθηγητές, διότι αυτοί αναπτύσσουν πολεμική βιαιότητα όταν ακούν για αξιολόγηση. Το δυσάρεστο, όμως, είναι ότι και ο πρόεδρος της Επιτροπής κ. Αντώνης Λιάκος παρακάμπτει το θέμα διατυπώνοντας τις προσωπικές του αμφιβολίες.
Γράφει ο κ. Λιάκος, εκφράζοντας ίσως την Επιτροπή: «Αριστεία ως προς τι; ….Αξιολόγηση, βεβαίως. Αλλά ως προς ποιους στόχους:» (σελ. 3). Αναρωτιέμαι, υπάρχουν, αλήθεια, ακόμη ερωτηματικά σχετικά με τί είναι αριστεία και αξιολόγηση; Αν ναι, τότε η Επιτροπή αυτή δεν είχε λόγο ύπαρξης.
………………………………………………………………………………………………………………
Ο κ. Θεόδωρος Λιανός είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.