Στην πρώτη περίοδο της νέας διακυβέρνησης, πέρασαν έξι μήνες άγονων διαπραγματεύσεων για να καταλήξει τελικά η κυβέρνηση σε συμβιβασμό με τους πιστωτές χειρότερο από αυτόν που θα μπορούσε να πετύχει στο ξεκίνημά της θητείας της, αφού κατά το χρονικό διάστημα της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης, όλοι οι οικονομικοί δείκτες επιδεινώθηκαν και κυρίως η είσπραξη των δημόσιων εσόδων, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει το δημοσιονομικό κενό που κλήθηκε να το καλύψει η χώρα με νέα μέτρα.
Το τρίτο μνημόνιο θα ήταν βέβαια αναπόφευκτο σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η συγκυβέρνηση Συριζα-Ανελ κατέληγε σε συμφωνία στην αρχή της θητείας της, όμως αν είχε συμβιβασθεί εξαρχής οι στόχοι που θα καλούνταν να καλύψει θα ήταν λιγότερο δύσκολοι και τα μέτρα που θα ακολουθούσαν θα ήταν λιγότερο επώδυνα από αυτά που καλείται εδώ και καιρό να πάρει στην δεύτερη περίοδο της θητείας της από τον Σεπτέμβρη του 2015.
Κατάφερε ωστόσο η κυβέρνηση με την πολύμηνη καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση της πρώτης περιόδου, να διαμορφώσει συνθήκες που διευκόλυναν την αποδοχή από το εκλογικό σώμα της μεγάλης υποχώρησής της από τις αρχικές θέσεις της, να σώσει τα προσχήματα και την «αριστερή ψυχή» της και να ξανακερδίσει τις εκλογές, αναβαπτιζόμενη πολιτικά και αντλώντας την πολιτική νομιμοποίηση που χρειάζονταν για να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις ενός νέου μνημονίου και των σκληρών μέτρων που αυτό συνεπάγεται.
Στη συνέχεια, υποτίθεται πως ο αρχικός σχεδιασμός της νέας κυβερνητικής περιόδου ήταν να καταλήξει η συγκυβέρνηση σε συμφωνία με τους δανειστές ως προς τον τρόπο υλοποίησης του νέου μνημονίου και να ολοκληρωθεί η λήψη των απαιτούμενων μέτρων το αργότερο μέσα στον Φλεβάρη που πέρασε, για να δημιουργηθούν από το δεύτερο τρίμηνο του έτους οι προϋποθέσεις για βελτίωση του οικονομικού κλίματος που θα οδηγούσε στην σταδιακή ανάκαμψη από το τρίτο τρίμηνο του 2016, αλλά και για να ανοίξει η συζήτηση για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
Υστερα από την εμπειρία της διαπραγμάτευσης της πρώτης κυβερνητικής περιόδου, το ερώτημα που τίθεται και στην παρούσα φάση με ανοικτό ακόμη το θέμα της συμφωνίας, είναι αν αυτή τη φορά ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας ή εναντίον μας. Αν δηλαδή η καθυστέρηση θα βοηθήσει στο να υποχωρήσουν οι δανειστές και να πετύχουμε καλύτερη συμφωνία ως προς τα μέτρα ή αν θα φτάσουμε πάλι στο «και πέντε» όπως τον Ιούλιο του 2015 και υπό την απειλή της διακοπής της χρηματοδότησης (που για τον προσεχή Ιούνιο θα είναι επιτακτική ανάγκη) οδηγηθούμε ξανά σε ένα δυσμενέστερο συμβιβασμό.
Κάνοντας μία αναδρομή στην διαπραγμάτευση της πρώτης θητείας της κυβέρνησης εύκολα καταλαβαίνουμε ότι και αυτή τη φορά ο χρόνος δουλεύει σε βάρος μας. Αυτό όμως σε ό,τι αφορά το συμφέρον της οικονομίας και της χώρας, γιατί αν κάνουμε την αποτίμηση σε σχέση με τις πολιτικές συνέπειες που καρπώθηκε η συγκυβέρνηση από την καθυστέρηση της προηγούμενης περιόδου, μπορούμε να πούμε ότι εν τέλει ο χρόνος ήταν με το μέρος της, αφού υποχρεώθηκε να συμβιβασθεί υπό καθεστώς κατάρρευσης της χώρας και να καταγραφεί αυτό όχι ως συνειδητή ιδεολογική της επιλογή και υποχώρηση αλλά ως αναγκαστική και υπεύθυνη εθνική στάση προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφή και κατάφερε, παρά τις δυσμενείς συνθήκες να κερδίσει ξανά τις εκλογές.
Ισως λοιπόν η κυβέρνηση να εκτιμούσε εξαρχής και στην παρούσα φάση ότι ο χρόνος δεν είναι θα σε βάρος της και να επεδίωκε να συμβιβασθεί αφού ωριμάσει στην κοινή γνώμη η ανάγκη για τη λήψη των επώδυνων μέτρων και αφού πλησιάσουμε και πάλι κοντά στο σημείο να απειλείται η χώρα με διακοπή της χρηματοδότησης.
Ο προφανής αντίλογος σε αυτό είναι ότι η συγκυβέρνηση είχε αυτή τη φορά την πολιτική νομιμοποίηση για τη λήψη των σκληρών μέτρων μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 και δεν υπήρχε κανένας λόγος να καθυστερεί. Αυτό όμως είναι μια λογική και θεσμική τοποθέτηση που θα χρησίμευε ως αντίλογος στην κριτική των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης ως προς τον επώδυνο χαρακτήρα των μέτρων και δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό αντίκτυπο που έχουν τα σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα στο εκλογικό σώμα.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ψήφισε τα κόμματα της συγκυβέρνησης για να του μειώσουν τη σύνταξη ή να του αυξήσουν και πάλι τη φορολογία ακόμη και αν τα στήριξε στις τελευταίες εκλογές. Οι ανάγκες των πολιτών είναι δεδομένες και οι περικοπές και στερήσεις έξι χρόνων λιτότητας δεν αφήνουν περιθώρια ανοχής ή αντοχής σε κανένα, ανεξάρτητα από την τάξη στην οποία ανήκει. Που σημαίνει πως κανείς δεν πρόκειται να δεχθεί τα νέα μέτρα με κατανόηση ή με στωϊκότητα και ως εκ τούτου το πολιτικό κόστος θα είναι μεγάλο και πιθανόν μη αναστρέψιμο για τα κόμματα της συγκυβέρνησης, αν λάβουμε υπόψη και το τεράστιο κόστος που θα προκύψει και από το μεγάλο ζήτημα του προσφυγικού που είναι σε εξέλιξη και δεν έχει ακόμη κορυφωθεί και του οποίου οι πολιτικές συνέπειες δεν έχουν ακόμη καταγραφεί και αποτιμηθεί πλήρως.
Το αν θα επιτευχθεί εντός του Απριλίου συμφωνία ή αν θα καταλήξουμε και πάλι σε έναν επώδυνο συμβιβασμό την τελευταία στιγμή και με την απειλή μιας νέας διακοπής της χρηματοδότησης, αυτό θα εξαρτηθεί κυρίως από τη στάση των δανειστών, η οποία πιθανότατα αυτή τη φορά θα είναι λιγότερο άκαμπτη, λαμβανομένης υπόψη και της κρισιμότητας του προσφυγικού ζητήματος και του γεγονότος ότι η κυβέρνηση προσχώρησε στην πρόσφατη συμφωνία ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Τουρκία, χωρίς να δημιουργήσει κανένα απολύτως πρόβλημα.
Αν όμως τελικά οι δανειστές δεν υποχωρήσουν και ιδιαίτερα το Δ.Ν.Τ., η συμφωνία πιθανότατα θα καθυστερήσει, αφού η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να κάνει πίσω, ιδιαίτερα ως προς τη μείωση των κύριων συντάξεων και ως προς τη μείωση του ορίου για το αφορολόγητο του εισοδήματος, αλλά και ως προς την επιμονή της για αύξηση των εισφορών των επαγγελματιών και για αύξηση της φορολογίας της μεσαίας τάξης, προκειμένου να τηρήσει τα αριστερά προσχήματα όχι μόνο στους ψηφοφόρους της, αλλά κυρίως στους βουλευτές της, αφού θα πρέπει να περάσει τη συμφωνία πρώτα από την έγκριση τους, για να μην καταρρεύσει κοινοβουλευτικά και μάλιστα αυτή τη φορά υπό συνθήκες που θα καθιστούν δυσχερή (για να μην πούμε απίθανη) μία νέα εκλογική νίκη.
Την προτεραιότητα της κυβέρνησης για τη διάσωση των αριστερών προσχημάτων την καταλαβαίνουμε και από τον τρόπο διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Αποδέχθηκε χωρίς αντιρρήσεις μία δύσκολη αν όχι προβληματική συμφωνία, προκειμένου να κεφαλαιοποιήσει στο θέμα της διαπραγμάτευσης για τα μέτρα και για την επικείμενη αξιολόγηση αλλά και στο μείζον θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, τη βολική στάση της στο προσφυγικό.
Στο συγκεκριμένο θέμα μάλιστα, η υποχώρηση της κυβέρνησης και η αμφίβολη διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας, δεν καταγράφηκε ως ασύμβατη με την ιδεολογική της ταυτότητα και την αριστερή ψυχή της, αλλά αντίθετα δόθηκε η εντύπωση ότι την ενισχύει, αφού εμφανίζεται να προστατεύει της γης τους κυνηγημένους. Στην πορεία βέβαια, έχει αρχίσει ήδη να διαφαίνεται ότι η συμβατή με τη διάσωση της αριστερής ψυχής της συμφωνία, ίσως αντιστρατεύεται τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας, την κοινωνική ειρήνη, την ασφάλεια και τις συνθήκες ομαλότητας κατά την τουριστική περίοδο και ιδιαίτερα στα νησιά μας, που απειλούνται με μία χωρίς προηγούμενο αναταραχή.
Μένει λοιπόν να δούμε αν η διάσωση της αριστερής ψυχής της κυβέρνησης που είναι όπως φαίνεται η προτεραιότητά της και το αναγκαίο στοιχείο για την διατήρησή της στην εξουσία, θα εμποδίσει τελικά τη διάσωση της χώρας.