Εάν ο Αίσωπος, κάνοντας ένα φανταστικό ταξίδι στο χρόνο, ξυπνούσε ένα πρωί στην Ελλάδα του σήμερα, θα αισθανόταν σαν κάποιος να είχε εν αγνοία του σκηνοθετήσει μια σύγχρονη απόδοση ενός από τους γνωστότερους μύθους του. Ο μυθοποιός θα αντίκριζε μια χώρα χωρισμένη σε εργατικά μυρμήγκια και τεμπέλικα, υπερφίαλα τζιτζίκια, να αναμετριούνται με τον διαχρονικό κώδικα της ηθικής.
Τα μυρμήγκια, στο δικό μας διδακτικό μύθο, δεν παρασύρθηκαν από τη λάμψη και τη ζεστασιά του ατελείωτου οικονομικού θέρους των τελευταίων χρόνων. Δεν σταμάτησαν τη δουλειά, δεν αλλάξανε συνήθειες και μυαλά, δεν ξεγέλασαν και δεν ξεγελάστηκαν. Δεν πίστεψαν στιγμή πως το καλοκαίρι αυτό μπορούσε να διαρκέσει για πάντα, ούτε ότι αυτά που με κόπο είχαν δουλέψει μπορούσαν ποτέ να φτάσουν για μια ολόκληρη ζωή. Ακόμη και εάν κάποτε, ανομολόγητα, πόθησαν αυτά που τα τζιτζίκια ξετσίπωτα απολάμβαναν, ποτέ δεν αμφισβήτησαν τον απλό, ξεκάθαρο και τίμιο φυσικό νόμο: κάποια στιγμή θα αρχίσουν τα πρωτοβρόχια και μετά θα ακολουθήσει ακόμη ένας κρύος Χειμώνας.
Η απόλαυση δεν άφηνε καιρό στα τζιτζίκια για τέτοιες σκοτούρες. Ότι γυαλίζει είναι τουλάχιστον χρυσός και ο όποιος προβληματισμός απαγορεύεται δια ροπάλου. Το καλοκαίρι είναι η εποχή της απόλυτης ευημερίας. Όσο για το αύριο, καθόλου chic να τα απασχολεί.
Και βέβαια το φθινόπωρο –όπως πάντα- ήρθε και τα φύλλα ξεράθηκαν. Αλλά ακόμη και τότε τα τζιτζίκια πίστευαν πως εκείνα –πονηρά και μαθημένα στα κόλπα- κάπως θα έβρισκαν τον τρόπο. Και τελικά ήρθε ο χειμώνας, πιο κρύος και πιο εχθρικός από ποτέ άλλοτε. Όλοι τρύπωσαν για να προστατευτούν, επειδή σε τέτοιες περιπτώσεις εξαιρέσεις δεν υπάρχουν. Τα μυρμήγκια έχουν κάποιες προμήθειες για να περάσουν, μέχρι να έρθει η Άνοιξη και να αρχίσουν πάλι τη δουλειά. Τα τζιτζίκια έχουν τις αναμνήσεις τους.