Ο «Ντουντούκας» - iefimerida.gr

Ο «Ντουντούκας»

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

O Ντουντούκας, είναι από εκείνους τους τύπους που τον γνωρίζεις μόνο όταν έχεις ερωτική απογοήτευση. Μια παροδική τύφλωση. Κάτι που σε σπρώχνει στην αγκαλιά του παράδοξου. Δεν μπορώ να τον βάλω ούτε στη λίστα με τα άκυρα, δεν μετράει. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τον γνώρισα πάνω σε έναν δύσκολο χωρισμό, έπρεπε να περάσω γρήγορα στην απέναντι, γιατί η κατάθλα καραδοκούσε. Πάνω λοιπόν στην «ευαλωτοκατάσταση» και στο Lexotanil, εμφανίστηκε μπροστά μου. Στις καλές του μέρες έμοιαζε με το Γκιωνάκη στο πιο ψηλό. Γκιωνάκης με κάτι άλλο άσχημο μαζί. Μια επιστροφή στον παλιό ασπρόμαυρο κινηματογράφο, που όλοι αγαπήσαμε. Τη βραδιά πάντως που τον γνώρισα ο Θεός είχε τις ακεφιές του. Σερνόμουν άσκοπα και ούτε το αλκοόλ δε βοηθούσε. Εντελώς τυχαία, το βλέμμα μου έπεσε πάνω του. Αυτό ήταν, χωρίς να χάσει λεπτό, ήρθε να με κεράσει «ένα απ αυτό που πίνω». Στο ρεπορτόριο είχε διάφορα προκάτ αστεία, απ’ αυτά που γελάς ευγενικά, για να μην τον προσβάλεις. Πάνω στην τρίτη ατάκα μου ξεφούρνισε ότι ήταν σκηνοθέτης και αυτό κάπως δικαιολόγησε το μίζερο παρουσιαστικό του. Γυρνούσε μια ταινία εκείνη την εποχή, αλλά είχε κολλήσει στη χρηματοδότηση. Η επιχορήγηση που είχε πάρει ήταν, είπε, της ντροπής. Το σενάριο ήταν δικό του, μου το διηγήθηκε, βαρετό και προβλέψιμο. Άρχισα να σκέφτομαι πώς διάολο καταφέρνουν και παίρνουν επιχορηγήσεις κάτι τέτοιοι καραγκιόζηδες. Τα είχα βάλει με το υπουργείο πολιτισμού. Έκανα πως τον ακούω, μα έπληττα. Δεν έβαζε ποτέ τελείες. Ένας αταλαντος Προύστ. Όμως το πάθος του για το ταινιάκι που ετοίμαζε, μου θύμισε τη χαμένη όρεξη για ζωή, και έτσι απρόθυμα μετά το πέμπτο τζιν τόνικ, του έδωσα το τηλέφωνο μου, και ας άνηκε στο βασίλειο των κακάσχημων. Η Birkin, δηλαδή, γιατί ενέδωσε στον Gainsbourg; Του άρεσα και δεν μπορώ να τον αδικήσω και για αυτό. Τηλέφωνα, γραπτά μηνύματα, προσκλήσεις για δείπνο, θέατρο, σινεμά. Εγώ το πήγαινα με την όπισθεν, σαν να είχα βάλει στο παρόν χρονοκαθυστέρηση. Ίσα που τσούλαγα. Είχε γίνει ο «Καληνυχτάκιας» μου. Είχα γίνει ο «γαμισάμπλ» πόθος του , που πάνω μου επένδυε φοβικά, όλες τους τις μετοχές.Με τα πολλά, και αφού το αίσθημα ούτε γερανός δεν μπορούσε να το σηκώσει, μου είπε ότι σκεφτόταν να κάνω ένα πέρασμα από την ταινία του. Θα τροποποιούσε το σενάριο και εγώ θα ήμουν το μοιραίο θηλυκό που θα έφερνα τα πάνω κάτω. Ψευτο-κολακεύτηκα. Υποσχέθηκε να κάνει μερικά κοντινά πλάνα κυρίως στους γλουτούς μου που όπως είπε θα έγραφαν τη δική τους κινηματογραφική ιστορία. Έτσι το είπε και οι γλουτοί μου πήραν τα πάνω τους, γιατί κανένας άλλος δεν είχε θελήσει, ή έστω προσπαθήσει να τους κάνει διάσημους. Στο μικρό ξανθό μου κεφάλι ετοίμαζα την τέλεια εκδίκηση. Νόμιζα η ανόητη ότι αν ο πρώην έβλεπε τους γλουτούς μου σε γκρο πλαν, η σκληρή καρδιά του θα έσπαζε σε αμέτρητα κομμάτια. Δεν είναι λίγο να έχεις «le cul» σε μεγάλο κάδρο και να μην μπορείς να τον αγγίξεις. Το μυαλό μου έκανε Δον Κιχωτικές σκέψεις. Είχα πιάσει πάτο και χτύπαγαν τα κόκκινα. Θα την έπαιρνα την εκδίκησή μου καρέ-καρέ και ας έπρεπε και ο σκηνοθέτης να φάει κανένα ψίχουλο. Τέτοιες ματαιοδοξίες τράβαγα. Πάντως με το γκρο πλαν το ψηστήρι είχε αρχίσει. Η Madame, δηλαδή του λόγου μου το είχα δει «θυσία για την τέχνη». Θύμιζα εκείνες τις τριτοκλασσάτες ενζενί που στις Κάνες δείχνουν εκεί στο κόκκινο χαλί τα βυζιά τους, και όλο και κάποιος σκηνοθέτης της κακιάς ώρας τις τσιμπάει.Στα πρώτο κιόλας ραντεβού διαπίστωσα ότι ο δικός μας, ήταν σκηνοθέτης της συμφοράς. Ένα μαμμόθρεφτο, πλουσιόπαιδο ήταν, που όλη του η επανάσταση, ήταν να μην ακολουθήσει την οικογενειακή αλυσίδα εργοστάσιων και να σπουδάσει κινηματογράφο στην Αμερική. Δήλωνε αριστερός, αλλά δεν είχε καμιά πολιτική συνείδηση, ίσως με το «αριστερός» να εννοούσε ότι το σπίτι του βρισκόταν αριστερά του δρόμου. Πώς λέμε, όπως στρίβεις στην πλατεία αριστερά. Δεν γνώριζε τίποτα από κινηματογράφο. Ο Ταρκόφσκι νόμιζε ότι ήταν ο Τσέχοφ. Για τον Κισλόφσκι είπε: ποιος είναι αυτός; Εκείνος με ξέρει; Δεν είχε ακούσει ούτε τον Σαμπρόλ και Ανδαλουσιανός σκύλος θα μπορούσε να ήταν και ο σκύλος του γείτονα. Έμενε σε ένα μικρό ιδιόκτητο πριγκιπάτο, και το Βασιλόπουλο φορούσε κουρέλια από άποψη. Είναι αλητάκος στο παρουσιαστικό, αλλά φλώρος και στη ψυχή και στο DNA. Του άρεσε ο Ταραντίνο, και όλα τα προφανή. Μπα μπλα μπλα.Οι μέρες περνούσαν. Εκείνος χαρούμενος. Εγώ σε καταστολή. Είχε αρχίσει να μου λείπει βασανιστικά ο πρώην και ο ντουντούκας με έκανε με την ασχήμια του να τον θέλω βασανιστικά πολύ. Η αποφράδα νύχτα ήρθε απρόσκλητη, όπως όλες οι αποφράδες νύχτες. Είχαμε πάει για σούσι, και τότε μου ξεφούρνισε ότι ένα από τα εργοστάσια του παππού δεν το είχαν πουλήσει. Του το χάρισαν να παίζει και εκείνος το είχε μετατρέψει σε ένα πολυχώρο για πάρτι, γυρίσματα και διάφορες εκδηλώσεις. Είχε βάλει μέσα και κάτι έργα, αντίγραφα του Κουνς και η Τσιτσιολίνα -όπως είπε- δέσποζε στο χώρο. Είχε φτιάξει και ένα μπαρ, είχε ωραίες μουσικές και μυστικούς φωτισμούς και από όλα. «Κούκλα, δεν πάμε από εκεί να σου δείξω το εργοστάσιο μου;», είπε κλείνοντας το μάτι. «Αν είναι μεγάλο να πάμε», είπα εγώ, γιατί πάντα μου αρέσουν οι επιμορφωτικές εκδρομές. Άλλωστε, ποτέ δεν είχα αισθανθεί κυρία εργοστασιάρχη και είπα μήπως έτσι, μέσα στο ρόλο, το έσωζα το ερωτικό που φαινόταν πλέον σαν αναπόφευκτο κακό. Το εργοστάσιο, πράγματι, μεγάλο. Κλωστοϋφαντουργίας, ή κάτι τέτοιο. Το είχε κάνει κουκλίτσα. Σαν νεοϋορκέζικο λοφτ. Μεγάλα έργα τέχνης και οι μηχανές κλωστοϋφαντουργίας παρέμεναν στη θέση τους, αλλά με κρυφούς φωτισμούς. Ύφαιναν τη νύχτα κάτι άλλο, μυσταγωγικό. Θύμιζα την ηρωίδα της Ογκάουα όταν πήγε να συναντήσει τον υλοποιητή. Έβαλε ποτό και μουσική, είχε και ένα βολικό καναπέ, και αράξαμε. Το σκηνικό δεν το έλεγες και κακό. Θα βγουν σκεφτόμουν μεγαλοαστικά γούστα. Σήμερα η μεσαία τάξη θα πηδήξει το κεφάλαιο. Διασκέδαζα μόνη μου με διάφορες σκέψεις. Κάτι που κάνω συχνά. Έχω πάει σε μέρη εξωτικά, σε μέρη αλλιώτικα, αλλά νύχτα σε εργοστάσιο δεν μου είχε τύχει, μέχρι οικοδομή έχει φτάσει η χάρη μου. Κάποια στιγμή, ο Ντουντούκας μου λέει «θα με συγχωρέσεις λίγο. Πάω μέχρι την τουαλέτα». Σκέφτομαι «λογικό, πολλά τα κρασιά, πολλά τα ποτά, θα πάω και εγώ μια βόλτα αργότερα». Περνάνε πέντε λεπτά, μπορεί και παραπάνω, λέω μήπως το ψιλό χόντρυνε ή, τέλος πάντων, μήπως ο άνθρωπος ήθελε να ξεφορτώσει, πριν ξανά φορτώσει, κάτι πάντως ύποπτο γινόταν σ’ αυτές τις νυχτερινές τουαλέτες. Τα δέκα λεπτά έγιναν περισσότερο. Και ξαφνικά «συσκότιση». Σαν να ’πέσε ο διακόπτης. Σταμάτησε και η μουσική. Μαύρο σκοτάδι. Πίσσα πηχτή. Ακόμα και οι μηχανές με το κρυφό φωτισμό, έμοιαζαν με τρομαχτικά μαύρα εξογκώματα. Αρχίζω να τον φωνάζω, εκείνος δεν απαντάει. Τι κακό αστείο ήταν τούτο! -Ρε Τσολιά πού είσαι; Τι στα κομμάτια γίνεται εδώ; Δεν πληρώσατε τη ΔΕΗ; Μ’ ακούς, γαμώ τη μαύρη τη πίσσα σου. Φοβάμαι και τα ποντίκια. Και τότε, φίλοι μου, συνέβη το ασύλληπτο: Η ανωμαλάρα, είχε ανέβει στο πάνω (ας πούμε ημιώροφο), που έκανε σαν ένα μικρό εσωτερικό μπαλκονάκι και με ένα φακό, αλλά δυνατό φακό, σαν γεννήτρια ή κάτι τέτοιο, άρχισε να με φωτίζει. Στο άλλο χέρι κρατούσε μια ντουντούκα, απ’ αυτές που έχουν και οι γύφτοι και φωνάζουν «Καρπούζιαααα» και άρχισε να με καθοδηγεί: «Κάνε δυο βήματα δεξιά, προς το φως, και βγάλε το στηθόδεσμο. Δυο βήματα δεξιά, και βγάλε το στηθόδεσμο. Ακολούθησε το φως, και βγάλε το στηθόδεσμο. Το στηθόδεσμο». Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω ότι επειδή έλεγε στηθόδεσμο, και όχι σουτιέν, δεν πανικοβλήθηκα εντελώς. Αυτό με κράτησε από τον πανικό. Πόσο τρομαχτικός μπορεί να είσαι λέγοντας «στηθόδεσμο»; Προσπαθούσα να κάνω μόνο έξυπνες σκέψεις, γιατί στον κίνδυνο το μυαλό στροφάρει αλλιώς. Σκεφτόμουν μόνο κατά πού να έπεφτε η έξοδος- κινδύνου και πώς θα έφτανα πιο γρήγορα εκεί. Η ανωμαλάρα όμως ήταν σε μεγάλη έκσταση. Γέλαγε, σαν από ταινία τρόμου. Δυνατά και σχιζοφρενικά. Και απ’ όσο διέκρινα από το δυνατό φακό που το έριχνε και πάνω του, ήταν γυμνός. Άρχισα τα Γαλλικά. «Ρε ανώμαλε, που θα σε δει η ανωμαλία και θα τρομάξει, άναψε τα φώτα το κέρατο σου, θα βγει και κανένα ποντίκι». Εγώ πάλι απόλυτη ξανθιά, από όλο το σκηνικό αυτό που με τρόμαζε περισσότερο ήταν το ποντίκι. Φοβίες όμως είναι αυτές. Πώς να τις εκλογικεύσεις. «Αν θες να σε δούμε ρε Καραγκιόζη άναψε τα φώτα, και έλα κάτω να μας δείξεις πόσο άντρας είσαι». Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν είχα καμιά διάθεση να κατέβει κάτω και κυρίως να μας δείξει πόσο άντρας ήταν. Είχα ξελαρυγγιαστεί και πραγματικά είχα πλήρη συναίσθηση πόσο μεγάλη γελοιότητα ζούσα. Εκείνος το χαβά του. «Ακολούθησε το φως, βγάλε τον στηθόδεσμο» - Ποιον στηθόδεσμο ρε π… , δεν φοράω σουτιέν , που να σε πάρει και να σε σηκώσει. Εκείνος όμως είχε κόλλησε στην φαιδρή ατάκα, με τον στηθόδεσμο, που ακόμα και η ίδια η λαγνεία να την άκουγε, θα έκανε εμετό. «Και να βγάλω το σουτιέν, που δεν φοράω, ποια βήματα να κάνω που δεν βλέπω τη μύτη μου;». Στην προσπάθεια να βρω την έξοδο μέσα στα σκοτάδια, έπεσα πάνω στη μηχανή κλωστοϋφαντουργίας του παππού του και τσακίστηκα. Πού να ’βλέπε ο πρόγονός του που ’χτισε αυτό το εργοστάσιο με καμάρι και τιμές, ότι θα κατέληγε ο εγγονός να τσιτσιδώνεται να παίρνει τις ντουντούκες και να τρομάζει τα κορίτσια του λαού. Ένα μήνα έκανε να φύγει η μελανιά. Ο ντουντούκας συνέχιζε να λέει «ακολούθησε το φως, βγάλε τον στηθόδεσμο». «Για έλα κάτω βρε ψυχάκια», του φώναζα εγώ, «έλα στη θεία να σου δώσω να το φας στηθόδεσμο». Πάλι καλά που δεν έλεγε κάνε δύο βήματα και βγάλε τη βυζοθήκη. Ο κακομοίρης είχε πάρει σοβαρά τον ρόλο του σκηνοθέτη. Ο στηθόδεσμος σε σημειολογική ανάλυση ήταν η επαφή του με το χαμένο χθες, και με εποχές πιο αθώες, που κατά πάσα πιθανότητα δεν έζησε ποτέ. Τον συνέδεε με τη μάνα που λάτρευε και μισούσε, έτσι κύριε Φρόιντ; Ο Ντουντούκας, έβγαζε γούστα με την ντουντούκα του. Τόσα απλά. Εξτασιαζόταν με την ήχο της φωνής του. Αλλά με τούτα και με εκείνα είχε αρχίσει να κατεβαίνει τα σκαλιά. Ήλπιζα να πέσει και να τσακιστεί. Το όλο θέαμα, βέβαια. ήταν κωμικό, αρκεί να μην ήμουν εγώ εκεί, και κάποιος καλή ώρα να το εξιστορούσε. Δεν ήμουν σε βολική θέση. Και αυτό, γιατί δεν ήξερα αν ήταν η αρχή της ανωμαλίας του ή το κρεσέντο και κυρίως δεν ήξερα τι θα επακολουθούσε. Προσπαθούσα να είμαι ψύχραιμη αλλά η καρδιά μου το ξέρε, γιατί ο ντουντούκας ήταν και γομάρι. Πώς να τα βάλω μαζί του; Αχ, τι τραβάμε και εμείς τα μικρά ξανθά ντελικάτα κορίτσια. Με πλησίαζε και η φωνή είχε γίνει λάγνα. Βγάλε τον στηθόδεσμο έλεγε πλέον, δεν ήθελε να κάνω κανένα βήμα. Και τότε τον είδα. Γυμνός ήταν αξιοθρήνητος. Στην οικογένεια καθώς φαίνεται μόνο τα εργοστάσια ήταν μεγάλα, και αυτά είχαν ερημώσει ή πουληθεί. Ο κακομοίρης, ήταν για λύπη. Μόνο με τη ντουντούκα και με μιας εσάνς από τη σιωπή των αμνών νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει ερωτικό εφέ. Από ποια κακόγουστη ταινία το είχε ξεπατικώσει όλο αυτό; «Θέλω να φύγω ‘Ρούλη’», του είπα αποφασιστικά. «Και εγώ και ο στηθόδεσμός που δεν φοράω και όλα πάνω μου θέλουν να φύγουν». Και έτσι όπως κρατούσα τη βότκα εντελώς ενστικτωδώς την άδειασα στο πρόσωπο του. Δεν αντέδρασε, σαν να το περίμενε. Απλά του έκαψε τα μάτια, έδειχνε ότι πονάει, αλλά ήταν ψύχραιμος. Και τότε εκεί, μπροστά μου, άφησε μια σακούλα να πέσει στο έδαφος που την κρατούσε σφιχτά σαν να ’ταν ο πολύτιμος θησαυρός του. Το φως από γεννήτρια φώτιζε σχεδόν όλο τον χώρο. Είχε μια σακούλα, με διάφορα ερωτικά καλούδια και βοηθήματα. Μου είπε : «Δείξε μου τον θυμό σου, εξευτέλισε με. Σε θέλω ευάλωτη και θυμωμένη». Μου έσπρωξε στα πόδια ένα μίνι μαστίγιο, τελείως καρναβάλι όλο αυτό. Μιλώντας πάντα μέσα από τη ντουντούκα είπε: «Χτύπα με, βγάλε τον στηθόδεσμο και το θυμό σου». Η φωνή του ήταν παρακαλετή τώρα, σαν κοριτσάκι. Ξάπλωσε στο έδαφος, κουλουριάστηκε σαν μωρό και με την ντουντούκα πάντα με σκηνοθετεί: «κλώτσα με το τακούνι». Ακόμα και τα κόκαλα του Φρόιντ έτριξαν μέσα στο τάφο. Εσείς κύριε Γιουνγκ τι λέτε για όλα αυτά; Ποιος είχε φέρει άραγε αυτόν τον παχύσαρκο μεγαλοαστό σ’ αυτό το κατάντημα; Ποιο γάλα πικρό ήπιε και βλαστήμησε και τον έκανε αυτόν τον κακομοίρη. Όταν άρχισε πάντως τα σαδομαζοχιστικά του, το ομολογώ ηρέμησα. Τουλάχιστον αισθάνθηκα ότι είχαμε αποφύγει τα χειρότερα. Πήρα τη γεννήτρια και κατευθύνθηκα προς την έξοδο που, ευτυχώς, δεν ήταν πολύ μακριά. Δεν με σταμάτησε. Ο Ντουντούκας έκλαιγε τώρα και έκανε σαν Αρσακειάδα. «Έλα… μην φεύγεις». Μέσα στο παραλήρημα το βυζανιάρικο έλεγε ασύνδετα πράγματα. Θυμήθηκα ένα τραγούδι, νομίζω του Ρέμου, «Έλα, να με τελειώσεις, μόνο εσύ μπορείς». Μόνο τότε οι στίχοι απέκτησαν την πραγματική τους σημασία. Άφησα το φως πίσω από την πόρτα και βγήκα έξω σε κατάσταση σοκ. Πάντα εκ των υστέρων καταρρέω. Εκείνος ακόμα ντουντούκιζε τα δικά του, ούτε που άκουγα πια. Το να φύγω από εκείνη την ερημιά, ήταν μια άλλη τρομαχτική ιστορία, μέσα στην ήδη τρομαχτική ιστορία. Το εργοστάσιο ήταν απλά στη μέση του πουθενά και θύμιζα τη Ζωίτσα τη Λάσκαρη που την είχαν παρατήσει γυμνή στην Πάρνηθα. Έλεγα γλίτωσα από τον έναν ανώμαλο, τώρα θα πέσω στον βιαστή. Τι νύχτα και τούτη. Ευτυχώς ο Θεός ή η καλή τύχη για ακόμα μια φορά με θυμήθηκε. Πέρασε ως δια μαγείας ένα ταξί. «Τι κάνεις τέτοια ώρα βρε κοπέλια εδώ πέρα μονάχη σου; Τρελάθηκες;». Τι να του έλεγα και δαύτου. Γυρνάμε μια ταινία είπα απρόθυμα. Και μετά έπεσε σιωπή. Δεν τον ξανα είδα ποτέ το αρρωστάκι. Δεν μου τηλέφωνησε , δε προσπάθησε να με συναντήσει. Η ιστορία ξεχάστηκε.Χρόνια μετά, μια υπάλληλος σε ένα κατάστημα με εσώρουχα μου τον θύμισε. Ήταν μια κυρία γύρω στα πενήντα και μου είπε: Τι νούμερο να σας δώσω το στηθόδεσμο; Δυο βήματα δεξιά απάντησα, κάτσε κάτω από το φως. Τον Ντούντουκα πάντως τον σκέφτομαι όταν περνάω απο κανένα εγκατελελειμένο εργοστάσιο. Εκεί, στον σαστισμένο ερωτισμό με τη ντουντούκα στο χέρι, να εκλιπαρεί να γίνει ο άντρας που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει. Το έζησα και αυτό.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ