Οι μεγάλης κλίμακας πωλήσεις της δημόσιας περιουσίας από την ελληνική κυβέρνηση είναι ένα από τα τελευταία οχυρά στα οποία προσπαθούν να κρατηθούν αυτοί που χαράζουν την Ευρωπαϊκή πολιτική, καθώς το έπος του ελληνικού χρέους απειλεί να επιβραδύνει την ευρωπαϊκή οικονομία. Ωστόσο, τα όποια οφέλη προσφέρουν οι ιδιωτικοποιήσεις ενδέχεται να αποδειχθούν απλά ένας αντικατοπτρισμός.
Η ιδιωτικοποίηση μπορεί να βοηθήσει όταν το πρόβλημα είναι η έλλειψη ρευστότητας. Εάν, όμως, το πρόβλημα είναι η αδυναμία αποπληρωμής του χρέους, η ιδιωτικοποίηση κάνει τα πράγματα χειρότερα, ειδικά εάν πρέπει να γίνει σε εξευτελιστικές τιμές.
Η κυβέρνηση της Ελλάδας έχει επίσημα υποσχεθεί να μαζέψει € 50 δισεκατομμύρια (κοντά στο 20% του ΑΕΠ) έως το 2015 μέσω της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, με τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις (€ 30 δισ.) να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του δεύτερου πακέτου διάσωσης. Είναι εξαιρετικά απίθανο ότι το σύνολο του ποσού θα πραγματοποιηθεί. Παρόλα αυτά το πραγματικό ερώτημα είναι αν η ιδιωτικοποίηση είναι κατ 'αρχήν ένας χρήσιμος τρόπος για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Η σύντομη απάντηση είναι όχι.
Ότι η ιδιωτικοποίηση δεν μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα χρέους πρέπει να είναι εκ θεμελίου σαφές. Με την πώληση περιουσιακών στοιχείων η κυβέρνηση μπορεί να λαμβάνει κεφάλαια για να μειώσει το φόρτο εξυπηρέτησης του χρέους, αλλά παράλληλα χάνει και τα μελλοντικά έσοδα. A priori θα πρέπει τα έξοδα και τα διαφυγόντα έσοδα να είναι ίσα ώστε η ιδιωτικοποίηση να γίνει χωρίς να δημιουργεί καθαρό κέρδος ή ζημία. Ωστόσο, οι μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις για τη μείωση ενός βραχυπρόθεσμου χρέους (με την καταβολή των ομολόγων που λήγουν στο ακέραιο της αξίας τους) θα αυξήσει ουσιαστικά το ασφάλιστρο κινδύνου στα ... μακροπρόθεσμα χρέη.
Όταν η κυβέρνηση πωλεί περιουσιακά στοιχεία τα οποία διαφορετικά θα ήταν στη διάθεση των πιστωτών σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων της, τότε η αξία του δημόσιου χρέους πρέπει σίγουρα να μειωθεί. Αυτό διότι, στην περίπτωση μη χρεοκοπίας το καλό για τους πιστωτές είναι ήδη ορισμένο (από την ονομαστική αξία των ομολόγων), ενώ στην περίπτωση της χρεοκοπίας το κακό επιδεινώνεται αφού πλέον η χώρα στερείται περιουσιακών στοιχείων για εκποίηση.
Η ιδιωτικοποίηση υποτιμά έτσι την αξία των υφιστάμενων απαιτήσεων των μακροχρόνιων πιστωτών.
Επιπλέον, πρέπει να εξετάσουμε σε ποια τιμή ελληνικά περιουσιακά στοιχεία θα μπορέσουν να πωληθούν δεδομένου ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Προς το παρόν η αγορά έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό προεξοφλήσει αρνητικά την υπόσχεση της κυβέρνησης να αποπληρώσει το σύνολο των χρεών της. Η τιμή στην οποία τελικά τα περιουσιακά στοιχεία θα μπορέσουν να πωληθούν, θα αντανακλά τουλάχιστον την ίδια έκπτωση με αυτήν που έχει επιβληθεί στην τιμή των υφιστάμενων κρατικών ομολόγων. Δηλαδή, κοντά στο 50% της ονομαστικής αξίας.
Επιπλέον, όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεοκοπίας είναι πιθανό να μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει ρυθμιστικά και νομοθετικά μέτρα για να ανακτήσει μέρος των εσόδων από τα περιουσιακά στοιχεία που έχει ήδη πωλήσει. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εφαρμόσει ρυθμίσεις στις τιμές για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, πχ λιμενικών και αερολιμενικών τελών, κλπ. ... Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν πιο λογικό οι ιδιωτικοποιήσεις να προχωρήσουν αφού το υπερβολικό χρέος έχει αντιμετωπιστεί με μια (κατά προτίμηση μέσω της αγοράς) αναδιάρθρωση.
Το να σκεπτόμαστε την Ελλάδα ως μια εταιρεία η οποία είναι τεχνικά αδύνατον να αποπληρώσει τα χρέη της (δηλαδή ότι δεν μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς της εγκαίρως, χωρίς επίσημη βοήθεια) είναι μια χρήσιμη άσκηση. Εάν αυτή η εταιρεία πωλεί ορισμένα από τα στοιχεία του ενεργητικού της για να ικανοποιήσει κάποιους προνομιακούς πιστωτές που συνδέονται στενά με την ανώτερη διοίκηση φέρνει με αυτόν τον τρόπο τους άλλους πιστωτές, ιδίως τους κατόχους μακροχρόνιων ομολόγων, σε χειρότερη κατάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που τα συμβόλαια ομολόγων ρητά απαγορεύουν αυτές τις επιλογές.
Δεν εύκολη λύση όταν μια χώρα έχει πρόβλημα φερεγγυότητας. Οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων έχουν ως αποτέλεσμα απλά και μόνο την ανακατανομή των αξιώσεων μεταξύ των διαφόρων ομάδων πιστωτών. Οποιαδήποτε προσπάθεια των πιστωτών του θεσμικού τομέα (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ) να μειώσουν την δική τους έκθεση στον κίνδυνο τελικά αυξάνει την έκθεση των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα στον ίδιο κίνδυνο. Συνεπώς, η πρόσβαση στην αγορά γίνεται ακόμα πιο δύσκολη.
Οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης υποστηρίζουν, βέβαια, ότι η ιδιωτικοποίηση θα τονώσει την ανάπτυξη, επειδή οι ιδιώτες επενδυτές θα μπορούσαν να θέσουν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σε μια πιο παραγωγική χρήση. Αλλά τα περισσότερα από τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν προγραφεί για τον πρώτο γύρο ιδιωτικοποιήσεων αφορούν φυσικά μονοπώλια. Η μεταφορά τους σε ιδιωτικά χέρια συνεπώς θα αυξήσει τα μονοπωλιακά κέρδη, αλλά όχι την ανάπτυξη. Ακόμη και αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν κάποιος μπορούσε να θεωρήσει ότι τα ιδιωτικά μονοπώλια θα είναι πολύ πιο παραγωγικά και ανταγωνιστικά, συνεχίζει να είναι εξαιρετικά απίθανο να έρθει με αυτόν τον τρόπο ανάπτυξη σε σημαντική κλίμακα. Πολύ απλά γιατί το υπάρχον απόθεμα κεφαλαίου στην Ελλάδα (χωρίς γη) είναι αξίας περίπου € 600 δισ. ευρώ, ενώ το πλήρες πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων είναι ύψους 50 δις € ν, επομένως, δεν επηρεάζει ούτε καν το 10% του εθνικού αποθέματος κεφαλαίου.
Είναι ενδιαφέρον ότι στην περίπτωση αντίστοιχων προγραμμάτων πολύ μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεων στην Αργεντινή, που υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο των διαφόρων προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων, δεν μπόρεσαν τελικά να εμποδίσουν την χρεοκοπία, διότι η κυβέρνηση είχε χάσει τα έσοδα από τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είχε πωληθεί προηγουμένως.
Τελικά είναι πιθανό να δούμε τα ασφάλιστρα κινδύνου έναντι ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο τέλος να αυξάνονται, καθώς η κυβέρνηση ιδιωτικοποιεί τα πιο ρευστά περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει. Αυτά τα οποία είναι και εκείνα που αποφέρουν σταθερά έσοδα υπό κανονικές συνθήκες. Εν τέλει οι ιδιωτικοποιήσεις μπορεί να αποδειχθεί ότι θα αποτελέσουν μεγαλύτερο εμπόδιο στην επιστροφή στις αγορές από ότι άλλες πολιτικές διαχείρισης του δημοσίου χρέους.
Πηγή: Daniel Gros (Director of the Centre for European Policy Studies, Brussels)