Η γερμανική κυβέρνηση επεκτείνει με ταχείς ρυθμούς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως ο άνεμος, ο ήλιος και το βιοαέριο, γεγονός που έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το ζήτημα αυτό έχει προκαλέσει μια αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές της «πράσινης ενέργειας» και τους οικολόγους.
Ο Μάρτιν Κάιζερ, ειδικός της οργάνωσης Γκρινπίς για τα δάση, δείχνει στους δημοσιογράφους του Σπίγκελ τα κούτσουρα που έχουν απομείνει σε ένα λοφίσκο στη βόρεια Εσση, ιδιαίτερα αγαπητό στους πεζοπόρους. «Εδώ υπήρχαν κάποτε μεγάλες οξυές», τους λέει, μιλώντας για μια περιβαλλοντική καταστροφή εξαιτίας της οποίας θα εκλυθούν στην ατμόσφαιρα 1.000 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα. Τα δάση παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος, καθώς μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα παγιδεύονται στο ξύλο – ιδιαίτερα το ξύλο αρχαίων οξυών όπως αυτές. Πριν από δύο χρόνια, η UNESCO προσέθεσε τα «Αρχαία Δάση Οξυάς της Γερμανίας» στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Τα δένδρα στην Εσση δεν τα έκοψε κάποιος ιδιώτης μεγιστάνας, αλλά η εταιρεία Hessen-Forst που ελέγχεται από το κρατίδιο. Εδώ και μερικά χρόνια, το ξύλο θεωρείται μια εξαιρετική πηγή ενέργειας, που είναι φιλική προς το περιβάλλον. Τα μισά από τα ξύλα που κόβονται σήμερα στη Γερμανία οδηγούνται σε εργοστάσια βιομάζας ή σε συστήματα θέρμανσης με σφαίρες ξύλου. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν αυξηθεί οι τιμές του ξύλου και τα κέρδη της βιομηχανίας αυτής.
Θα πίστευε κανείς ότι η οικολογία και η Energiewende, τα σχέδια δηλαδή της Γερμανίας να απαλλαγεί από την πυρηνική ενέργεια και να στραφεί στις ανανεώσιμες πηγές, είναι φυσικοί σύμμαχοι. Στην πραγματικότητα, οι δύο στόχοι έχουν έρθει σε άγρια αντιπαράθεση. «Λόγω της χρησιμοποίησης του ξύλου, τα όρια της βιωσιμότητας έχουν παραβιαστεί επανειλημμένα», λέει ο Κάιζερ, που εδώ και χρόνια είναι επικεφαλής του τμήματος για το κλίμα στα κεντρικά γραφεία της Γκρινπίς, στο Αμβούργο.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα δάση που αποψιλώνονται. Τεράστιες εκτάσεις γης μετατρέπονται σε ωκεανούς παραγωγής καλαμποκιού ή σε εργοστάσια ηλιακής ενέργειας, που σύντομα θα εκτείνονται από τη βόρεια ως τη νότια Γερμανία. Και το κόμμα που εμφανίζεται περισσότερο διχασμένο από αυτή την εξέλιξη είναι οι Πράσινοι, που αντιλαμβάνονται ότι το όνειρό τους – η ουτοπική ιδέα μιας κοινωνίας που λειτουργεί με «καλή» ενέργεια – εξαϋλώνεται. Όπως διαπιστώνουν, η πράσινη ενέργεια έχει τεράστιο κόστος. Κι αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, το περιβάλλον θα πληρώσει ένα μεγάλο τίμημα.
Στους κόλπους της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων, οι πολιτικοί που επικεντρώνονται στην ενεργειακή πολιτική (όπως ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Γιούργκεν Τριτίν) βρίσκονται αντιμέτωποι μ'εκείνους που μεριμνούν περισσότερο για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι δεύτεροι κατηγορούνται μάλιστα συχνά ότι παίζουν το παιχνίδι των λόμπι της πυρηνικής ενέργειας.
Η Μπέρμπελ Χεν, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, προσπαθεί να συμβιβάσει τα δύο στρατόπεδα. Παραδέχεται ότι έχουν γίνει λάθη, όπως η χρησιμοποίηση καλαμποκιού για την παραγωγή ενέργειας, αλλά πιστεύει ότι τα προβλήματα πρέπει να ξεπεραστούν.
Το 2009, το μεγαλύτερο ηλιακό πάρκο της Γερμανίας ξεφύτρωσε ακριβώς στη μέση του Lieberoser Heide, ενός καταφυγίου πουλιών 100 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Βερολίνου. Περισσότερα από 200 απειλούμενα είδη είχαν καταφύγει εκεί από τότε που ενοποιήθηκε η Γερμανία. Αυτό δεν εμπόδισε όμως την αποψίλωση τεραστίων εκτάσεων με πεύκα, ώστε να εγκατασταθούν ηλιακοί συλλέκτες μεγαλύτεροι από ένα γήπεδο ποδοσφαίρου.
Κάτι ανάλογο έγινε στη Βάδη-Βιρτεμβέργη, παρόλο που εδώ και δύο χρόνια το κρατίδιο αυτό διοικείται από έναν Πράσινο. Το 2012, οι Πράσινοι ενέκριναν σχέδιο αύξησης των ανεμογεννητριών από 400 σε 2.500 μέχρι το 2020. Το σχέδιο περιλαμβάνει βέβαια μια διάταξη που επιτρέπει «κατ'εξαίρεση» την εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Αντιδράσεις έχει προκαλέσει και η τοποθέτηση καλωδίων για τη μεταφορά της αιολικής ενέργειας από τον Βορρά προς τον Νότο. Οι οικολόγοι υποστηρίζουν ότι τα καλώδια πρέπει να είναι υπόγεια, αλλά ακόμη κι αυτή η πρόταση έχει προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς πολλοί θεωρούν ότι αυτό θα δημιουργήσει επικίνδυνα μαγνητικά πεδία.
Για την Κάθριν Αμερμαν, επικεφαλής της μονάδας για την ανανεώσιμη ενέργεια στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας της Φύσης, «η επέκταση της ανανεώσιμης ενέργειας πρέπει να γίνει όχι μόνο με τον πιο οικονομικό τρόπο, αλλά και με έναν τρόπο που να είναι φιλικός προς το περιβάλλον».
(Πηγή: Der Spiegel)
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)