«Η κληρονομιά δύο αιώνων συγκρούσεων είναι βαριά. Ο Βόρειος Καύκασος παραμένει ένα σύμβολο της πολιτικής και της ηθικής αποτυχίας της Ρωσίας». Οι γραμμές αυτές γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '80 από τη μεγάλη βρετανή ιστορικό Μέρι Μπένινγκσεν Μπρόξαπ, ειδικό για τον μουσουλμανικό σοβιετικό κόσμο, που πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου στο Λονδίνο.
Η ιστορικός είχε προβλέψει από τότε ότι «οι σημαντικές αυτές στρατηγικές περιοχές, και οι ταραχώδεις λαοί τους, θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική εξέλιξη της Ρωσίας». Η απατηλή ηρεμία στον βόρειο Καύκασο, και ιδιαίτερα στην Τσετσενία, ήταν προοίμιο μελλοντικών καταιγίδων, προέβλεπε το 1988.
Λίγα χρόνια αργότερα, η Μόσχα εξαπέλυε δύο πολέμους, πρώτα επί προεδρίας Γέλτσιν και στη συνέχεια επί προεδρίας Πούτιν, που θα αλλοίωναν βαθιά τη ρωσική κοινωνία. Οι αναλύσεις της Μέρι Μπένινγκσεν ήταν φορτωμένες με όλο το πάθος που αισθανόταν για την τύχη των μικρών ορεινών λαών, οι οποίοι προέβαλαν, από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα, «την πιο μακρά πιο σθεναρή αντίσταση μιας μουσουλμανικής χώρας απέναντι σ' ένα χριστιανό κατακτητή», την τσαρική Ρωσία.
Γιατί αναφερόμαστε σήμερα σε όλα αυτά; Επειδή, όσο η πληροφορία ψηφιοποιείται και γίνεται στιγμιαία, έχει μεγαλύτερη σημασία να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να παρατηρούμε από κάποια απόσταση. Η Ιστορία φωτίζει το παρόν. Η αντίσταση των Καυκασίων, μετά την εξέγερση του σεΐχη Μανσούρ το 1783, κράτησε περισσότερο από εκείνη του Αμπντέλ Καντίρ στην Αλγερία απέναντι στους γάλλους στρατιώτες. Κατά τον 20ό αιώνα, δεν έγινε η αποαποικιοποίηση στον ρωσικό Καύκασο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει στο μέλλον.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ο Πούτιν κατόρθωσε να παρουσιάσει το πολύπλοκο πρόβλημα της Τσετσενίας ως έναν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Οι Τσετσένοι, που μετά την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ ήλπιζαν ότι θα αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, συνετρίβησαν από τον ρωσικό στρατό. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Κι όμως, τίποτα δεν λύθηκε, αφού ο πόλεμος συνεχίζεται σήμερα σε όλο τον βόρειο Καύκασο. Στις περιοχές αυτές διεξάγονται οι φονικότερες συγκρούσεις σε όλη την Ευρώπη. Και η τελευταία καλά θα έκανε να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το ανεξάρτητο κέντρο ερευνών Crisis Group, που εδρεύει στις Βρυξέλλες, έκρουσε πρόσφατα τον κώδωνα του κινδύνου για τον Βόρειο Καύκασο. Στον πόλεμο σκοτώθηκαν 750 άνθρωποι το 2011 και περισσότεροι από 500 το πρώτο οκτάμηνο του 2012. Δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν. Το πρώτο είναι η ριζοσπαστικοποίηση ενός μέρους της μουσουλμανικής νεολαίας, που προσελκύεται από την εξτρεμιστική ιδεολογία ως αντίδραση προς τη βία των δυνάμεων της τάξης. Το άλλο είναι η ενίσχυση των αυτονομιστικών τάσεων, που συνιστούν μια ευθεία πρόκληση προς το μέγεθος του ρωσικού κράτους.
Το ρωσικό καθεστώς εφάρμοσε εδώ και χρόνια τη σκληρή λογική που, σε συνδυασμό με τον οικονομικό μαρασμό αυτών των περιοχών, δημιούργησε ένα χώρο ευνοϊκό προς το εξτρεμιστικό ισλάμ. Οι νέοι «φεύγουν στο δάσος», έκφραση που σημαίνει ότι παίρνουν τον δρόμο για το αντάρτικο.
Στο Νταγκεστάν, οι τοπικές αρχές έκαναν τα τελευταία χρόνια μια προσπάθεια πιο έξυπνου διαλόγου, με στόχο να καλυφθεί το χάσμα ανάμεσα στους Σαλαφιστές και τους αρχηγούς του σουφιτικού παραδοσιακού ισλάμ. Οι προσπάθειες αυτές όμως υπονομεύτηκαν τόσο από τους εξεγερμένους όσο και από τις ρωσικές στρατιωτικές δομές. Η βία του Κράτους και η βία της ένοπλης εξέγερσης αλληλοτροφοδοτούνται. Και η Μόσχα δεν έχει μια στρατηγική για τον τερματισμό της βίας.
Θα μπορούσε άραγε να προτείνει ένα ειρηνευτικό σχέδιο η Ευρώπη; Στον Καύκασο διακυβεύεται και η δική της ασφάλεια και σταθερότητα. Κανείς δεν μιλά όμως για τέτοια πράγματα στις συνόδους κορυφής της ΕΕ με τη Ρωσία.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ-Le Monde)