Παρά τις υποσχέσεις για ανοίγματα, η τουρκική κυβέρνηση πολλαπλασιάζει τις συλλήψεις Κούρδων και κλιμακώνει την καταστολή. Κι όλα αυτά, γιατί φοβάται μια «κουρδική άνοιξη».
Στην Κωνσταντινούπολη γίνεται συνήθως Τρίτη. Στη νοτιοανατολική Τουρκία, που κατοικείται κυρίως από Κούρδους, η ημέρα που προτιμάται είναι η Πέμπτη. Οι συλλήψεις αφορούν κυρίως τοπικούς αξιωματούχους, στελέχη νεολαιίστικων ή γυναικείων οργανώσεων, ηγετικά στελέχη επαγγελματικών ενώσεων. Ολοι κατηγορούνται ότι είναι μέλη της KCK (Ενωση κοινοτήτων του Κουρδιστάν), την οποία οι τουρκικές αρχές κατηγορούν ότι είναι η «αστική πτέρυγα» του ΡΚΚ.
Το «κουρδικό άνοιγμα» που είχε υποσχεθεί πριν από δύο χρόνια ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει έτσι να ανήκει στο παρελθόν, γράφει ο Μαρκ Σεμό στη Λιμπερασιόν. Κι αυτό, παρόλο που υπάρχουν πλέον κανάλια τα οποία μεταδίδουν εκπομπές στην κουρδική γλώσσα ή πινακίδες στη νοτιοανατολική Τουρκία με τα ονόματα των χωριών στα τουρκικά και τα κουρδικά.
«Η εξουσία δείχνει το πραγματικό εθνικιστικό και κατασταλτικό της πρόσωπο και θέλει να συντρίψει όλες τις δομές του κουρδικού κινήματος που θεωρεί απειλητικές για την ηγεμονία της», λέει η Σεμπαχάτ Τουντσέλ, βουλευτής του BDP, του κυριότερου κουρδικού κόμματος της Τουρκίας.
Οι αστυνομικές επιχειρήσεις δεν αποτελούν πλέον καν μεγάλη είδηση στην Τουρκία, εκτός από τις περιπτώσεις που στρέφονται εναντίον διανοουμένων. Τον περασμένο Οκτώβριο, για παράδειγμα, υπήρξαν αντιδράσεις για τη φυλάκιση της συνταγματολόγου Μπούσρα Ερσανλί και του εκδότη Ρατζίπ Ζαρακολού. «Είναι μια εκστρατεία για τον εκφοβισμό των διανοουμένων, ώστε οι Κούρδοι να χάσουν τη στήριξή τους», δήλωσε από τη φυλακή ο τελευταίος, που ήταν και ο πρώτος στην Τουρκία που εξέδωσε πριν από 15 χρόνια βιβλία για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Και οι δύο κατηγορούνται ότι έλαβαν μέρος στα πανεπιστήμια του BDP και αναφέρθηκαν σε μια βίαιες κινητοποιήσεις όπως εκείνες που σημειώθηκαν στην Τύνιδα ή το Κάιρο.
Σήμερα κρατούνται στις τουρκικές φυλακές 6.400 άτομα στο πλαίσιο του αντιτρομοκρατικού νόμου που έχει δεχθεί αυστηρή κριτική από τις οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πρόκειται για έναν αριθμό αδιανόητο για μια δημοκρατική χώρα. Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος της Λιμπερασιόν, ο νόμος αυτός θεωρεί μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης οποιονδήποτε εκφράζει απόψεις που εντάσσονται στη στρατηγική της. Είναι ασφαλώς ένας πολύ ευρύς ορισμός που επιτρέπει την κάθε ερμηνεία και την κάθε κατάχρηση.
Η μεγάλη πλειοψηφία των κρατουμένων συνδέεται με την κουρδική υπόθεση και την KCK. Ανάμεσά τους είναι 70 δημοσιογράφοι, 67 δικηγόροι, αλλά και απλοί διαδηλωτές, δεκάδες δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι. Σε ορισμένες επαρχές, όπως στο Σιρνάκ, σχεδόν όλοι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι βρίσκονται στη φυλακή. «Δεν βρέθηκε ούτε ένα όπλο, ούτε καν ένα μαχαίρι, και δεν τους αποδίδεται καν κάποια κατηγορία για βίαιη πράξη», τονίζει ο Χασίπ Καπλάν, πρώην δικηγόρος και σήμερα βουλευτής του BDP. «Οι φάκελλοι του κατηγορητηρίου είναι άδειοι και οι κατηγορίες καθαρά πολιτικές».
Οι έρευνες για την KCK ξεκίνησαν μετά τις δημοτικές εκλογές του 2009, όταν το BDP θριάμβευσε στις περισσότερες πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Δύο χρόνια αργότερα, το 70% (κατ'άλλους 90%) των κατοίκων των κουρδικών περιοχών ανταποκρίθηκαν στην έκκληση του κόμματος να μποϊκοτάρουν το δημοψήφισμα για το Σύνταγμα. Ανήσυχο, το κυβερνών κόμμα ξεκίνησε υπόγειες διαπραγματεύσεις με το ΡΚΚ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διακόπηκαν το περασμένο καλοκαίρι, όταν δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες από συναντήσεις απεσταλμένων της οργάνωσης και του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών Χακάν Φιντάν, που βρίσκεται κοντά στον Ερντογάν. Η κοινή γνώμη έμεινε άναυδη και η κυβέρνηση ήρθε σε δύσκολη θέση. Η δημοσιοποίηση αυτών των φωτογραφιών φαίνεται ότι ήταν έργο της ισχυρής ισλαμικής αδελφότητας του Φετουλάχ Γκιουλέν, που έχει στενές σχέσεις με το κυβερνών κόμμα. Από τότε, η κυβέρνηση είναι αδιάλλακτη. «Δεν υπάρχει κουρδικό ζήτημα, μονάχα ένα ζήτημα με τους Κούρδους», λέει με κάθε ευκαιρία ο πρωθυπουργός.
Στα νοτιοανατολικά, υπάρχει τώρα κίνδυνος να επαναληφθούν οι συγκρούσεις, με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα. Φοβούμενοι ότι θα συλληφθούν, όλο και περισσότεροι νέοι φεύγουν για τα βουνά. «Βλέπω την οργή να φουντώνει», λέει η Σεμπαχάτ Τουντσέλ. «Αν ο κόσμος, και κυρίως οι νέοι, δεν έχουν πια ελπίδα, η κατάσταση θα γίνει ανεξέλεγκτη».
(ΑΠΕ - ΜΠΕ)