Πώς να εξηγηθεί η επιμονή των ευρωπαϊκών ελίτ να διατηρούν μια πολιτική λιτότητας που επιδεινώνει την κρίση και βαθαίνει την ύφεση; Τι υπάρχει πίσω από τον επίμονο ισχυρισμό τους ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική από αυτή που κόβει τα φτερά των χωρών οι οποίες πετούν όλο και πιο χαμηλά; Πού θέλουν να φτάσουν;
Από μια κοινωνικοοικονομική σκοπιά, υπάρχουν λόγοι να υποψιάζεται κανείς ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ θέλουν να εκμεταλλευτούν την κρίση για να ράψουν ένα νέο νομικό κοστούμι στα μέτρα του νέου καπιταλισμού. Όπως γράφει ο Χοσέπ Ραμονέδα στο σημερινό φύλλο της Ελ Παϊς, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που προωθεί η κυβέρνηση Ραχόι στην Ισπανία κινείται σε αυτή τη γραμμή: ενίσχυση των προνομίων όσων έχουν μεγαλύτερες εξουσίες (των επιχειρηματιών) και εξουδετέρωση των πολιτών μέσω της αποπολιτικοποίησής τους. Για τον λόγο αυτό, έχει σημασία να παρουσιάζεται η κυρίαρχη πολιτική ως μοναδική, απέναντι στην οποία δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Ο στόχος δεν είναι να επιτευχθούν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, αλλά να οικοδομηθεί μια νέα κοινωνία με λιγότερους ελέγχους, χαμηλότερους μισθούς, λιγότερα δικαιώματα για τους πολίτες, ένα κράτος αποδυναμωμένο και τις περισσότερες υπηρεσίες ιδιωτικοποιημένες.
Αυτή η ερμηνεία θεωρεί δεδομένο ότι οι κυβερνώντες έχουν μια ιδέα στρατηγική και σαφή για την αντιμετώπιση της κρίσης. Υπάρχει όμως και μια άλλη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία οι κυβερνώντες δεν διαθέτουν έναν οδικό χάρτη, ένα πρόγραμμα, και προχωρούν αυτοσχεδιάζοντας. Τον ρυθμό τον δίνει φυσικά η Γερμανία. Οσο η πολιτική της λιτότητας τιμωρούσε τους υπόλοιπους και ωφελούσε τη Γερμανία, που κέρδιζε έδαφος διαθέτοντας ρευστό σε συνθήκες πολύ καλύτερες από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αυτή η στρατηγική είχε νόημα: εξυπηρετούσε τα γερμανικά συμφέροντα. Όταν όμως το αποτέλεσμα είναι η ύφεση, και η Γερμανία βρίσκεται υποχρεωμένη να πληρώνει για να καλύπτονται οι ζημιές των εταίρων της, η πολιτική της λιτότητας αρχίζει να γίνεται ακατανόητη. Ερχονται έτσι στο προσκήνιο τα παλιά ιστορικά δαιμόνια. Η πρωσική ιδέα της εξουσίας. Η θέληση της γερμανικής ηγεμονίας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: είναι άραγε οι ευρωπαϊκές ελίτ για άλλη μια φορά χαμένες, χωρίς να βλέπουν τις απειλές για το μέλλον, ή μια μέρα θα καταλάβουμε ότι ένα μέρος τους ήταν συνένοχο στην πορεία προς την καταστροφή; Ο Νικολά Σαρκοζί μόλις εγκαινίασε μια προεκλογική εκστρατεία σε λαϊκίστικους τόνους. Η ανάλυσή του είναι απλή: καθώς ένα κύμα λαϊκισμού διατρέχει την Ευρώπη, μόνο με την ενσωμάτωση της άκρας Δεξιάς μπορεί να κερδίσει τις εκλογές. Η στρατηγική αυτή έχει την αξία ότι διακρίνει το πρόβλημα, είναι όμως ανεύθυνη ως προς το ότι το «νομιμοποιεί». Οικοδομείται έτσι η αδιαφορία, σαν να μην έχει καμιά σημασία η απόσταση ανάμεσα στη δημοκρατική και την ξενόφοβη Δεξιά. Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της Ιστορίας, έλεγε ο Γκράμσι.
Αυτό μας οδηγεί σε μια άλλη πιθανή ερμηνεία. Γίνεται πολλή κουβέντα αυτόν τον καιρό για τη μετριότητα των ηγετικών τάξεων. Όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, η μελαγχολία ευνοεί τα πρόσωπα του χθες και τιμωρεί τα πρόσωπα του σήμερα. Ισως όμως αυτή η αίσθηση της μετριότητας να αντανακλά το αυξανόμενο ρήγμα ανάμεσα στην κοινωνία και τις ηγετικές τάξεις, που εκφράζεται με τη δυσφήμηση της πολιτικής. Η ιστορία διδάσκει ότι αυτός είναι ο πρώτος δείκτης της παρακμής και σηματοδοτεί το τέλος των διαδικασιών της ιστορικής κυριαρχίας. Να είναι αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη; Οι ελίτ δεν το βλέπουν, δεν θέλουν να το δουν ή είναι ανίκανες να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους;
Αυτή η κρίση, για την Ευρώπη, δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και πολιτική, πολιτιστική και ηθική, καταλήγει ο Ραμονέδα. Και αυτή είναι η συζήτηση που πρέπει να ανοίξει ανάμεσα στην κακοφωνία των ηγετών και τη σιωπή των πολιτών, που κάθε τόσο διακόπτεται από ένα κύμα διαμαρτυρίας. Χωρίς τη συζήτηση αυτή, η δημοκρατία διατρέχει κίνδυνο: ή θα μας επιβληθεί ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο ή εισερχόμαστε ανυπεράσπιστοι σε μια παρακμή που απειλεί να μειώσει τον ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο.
(ΑΠΕ -ΜΠΕ)