Την ανάγκη να προχωρήσουν το ταχύτερο δυνατό οι διαρθρωτικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα οι ιδιωτικοποιήσεις, επεσήμαναν η Ντόρα Μπακογιάννη και ο επικεφαλής της ομάδας των Φιλελεύθερων Ευρωπαίων Δημοκρατών πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, Γκι Φερχόφσταντ, σε συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα.
Ασκώντας κριτική στις αποφάσεις της 'Ανκελα Μέρκελ και του Νικολά Σαρκοζί, ο Γκι Φερχόφσταντ είπε ότι οι δύο αυτοί ηγέτες τα τελευταία δύο χρόνια δεν αποφάσισαν μέτρα αλλά ημίμετρα που είχαν κόστος 1 τρισ. ευρώ, σε φόρους στους Ευρωπαίους φορολογούμενους και υποστήριξε ότι δεν αρκεί να υπογραφεί η συμφωνία για το PSI και τη νέα δανειακή σύμβαση, αλλά να προχωρήσει ένα πακέτο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ξανατοποθετήσουν την Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης μέχρι το 2020.
Σε ερώτηση αν υπάρχει plan B σε περίπτωση που δεν περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο το νέο μνημόνιο ο Γκι Φερχόφσταντ απάντησε μονολεκτικά «όχι», ενώ συνεχίζοντας την κριτική στη Γαλλία και τη Γερμανία, τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου.
«Δεν υπάρχει πραγματικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα», είπε ο Γκι Φέρχοφσταντ και διαβεβαίωσε ότι η ομάδα των Ευρωπαίων Φιλελεύθερων Δημοκρατών θέλει να ωθήσει τους πολιτικούς στην Ευρώπη προς αυτή την κατεύθυνση.
«Μιλάμε μόνο για περικοπές», είπε από την πλευρά της η πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμμαχίας επισημαίνοντας πως δεν είναι αυτό το ζητούμενο αλλά να εφαρμοστούν στην πράξη διαρθρωτικές αλλαγές, ενώ επέρριψε ευθύνες στην τρόικα που δεν πίεσε προς αυτή την κατεύθυνση.
Και οι δύο υποστήριξαν ότι υπάρχει δυνατότητα ιδιωτικοποιήσεων σε τιμές που δεν είναι εξευτελιστικές, ενώ για την πρόταση των Μέρκελ-Σαρκοζί περί δημιουργίας ταμείου αποπληρωμής τους ελληνικού χρέους απάντησαν ότι πρέπει να δουν πρώτα ακριβώς τη σχετική πρόταση.
Παράλληλα, ο Γκι Φερχόφσταντ επιτέθηκε στη Γερμανία με αφορμή την πρόσφατη πρότασή της για τοποθέτηση ειδικού επιτρόπου προϋπολογισμού στην Αθήνα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι θα μπορούσαν τέτοιοι επίτροποι να τοποθετηθούν στις 14 από τις 17 χώρες της ευρωζώνης καθώς μόνο η Εσθονία, το Λουξεμβούργο και η Φινλανδία πληρούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Επιπλέον, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Γκι Φερχόφσταντ υποστήριξαν ότι μέρος των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να αξιοποιηθεί για παραγωγή νέων επενδύσεων και όχι να χρησιμοποιηθούν 100% για την αποπληρωμή του χρέους.
Εξάλλου, η Ντόρα Μπακογιάννη επιτέθηκε με σκληρή γλώσσα κατά του Αλέξη Τσίπρα και όσων υποστηρίζουν ως λύση το ενδεχόμενο άτακτης χρεοκοπίας.
«Οι πολιτικές δυνάμεις που σήμερα για να κερδίσουν ψήφους, κλείνουν το μάτι στη δραχμή πρέπει να πουν στο λαό ότι σε περίπτωση άτακτης χρεοκοπίας τα έσοδά του δεν θα μειωθούν 20% αλλά 80-85%», ανέφερε και κάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα να απαντήσει πως η χώρα σε μία τέτοια περίπτωση θα έκανε εισαγωγές ενέργειας, πετρελαίου, φαρμακων κλπ.
Από την πλευρά του ο κ. Φερχόφσταντ είπε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η μόλυνση θα μεταδιδόταν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης με πρώτη την Πορτογαλία και θα ήταν η αρχή του τέλους.
Σε ερώτηση αν η Δημοκρατική Συμμαχία θα ψηφίσει τη νέα δανειακή σύμβαση στη Βουλή η κ. Μπακογιάννη είπε ότι θα περιμένει να δει την τελική συμφωνία, υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι μέχρι τώρα το κόμμα της έχει κρατήσει στάση ευθύνης και απέναντι στους πολίτες και απέναντι στη χώρα, ενώ σημείωσε ότι η πραγματική μείωση με την πτώση του κατώτατου μισθού είναι μεγαλύτερη από την περικοπή του 13ου και 14ου μισθού.
Επίσης, για το ενδεχόμενο να γίνουν οι εκλογές το 2013 η κ. Μπακογιάννη υποστήριξε πως αν η κυβέρνηση Παπαδήμου ήταν κυβέρνηση Μόντι και είχε την ειλικρινή υποστήριξη των κομμάτων που μετέχουν σ'αυτή, τότε λογικό θα ήταν να πάει μέχρι το 2013.
«Δεν είναι κυβέρνηση Μόντι. Είναι κυβέρνηση με 50 βουλευτές, εκ των οποίων οι 37-40 είναι του ΠΑΣΟΚ», πρόσθεσε αναφέροντας ότι με την ολοκλήρωση της συμφωνίας δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να μιλήσει ο λαός.
«Δεν είμαι εγώ αυτός που θα πει αν πρέπει να γίνουν εκλογές ή όχι», απάντησε στο ίδιο ερώτημα ο Γκι Φερχοφσταντ και τόνισε: «'ισως έχουν δίκιο όσοι λένε για πολιτική αλλαγή γιατί η κρίση είναι περισσότερο πολιτική, παρά οικονομική. Εννοείται ότι χρειάζονται νέες πολιτικές δυνάμεις και ένα νέο πολιτικό σύστημα».
(ΑΠΕ - ΜΠΕ)