Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 6 Μαΐου την τελική πρόταση νομοθεσίας για την εμπορία σπόρων φυτογενετικού υλικού (σπόρων και πολλαπλασιαστικού υλικού). Λόγω της έντονης κινητοποίησης πολιτών, φορέων και οργανώσεων από όλη την Ευρώπη, η αρχική πρόταση υπέστη κάποιες βελτιώσεις, οι οποίες κρίνονται θετικές μεν αλλά ανεπαρκείς από τους Ευρωπαίους Πράσινους. Σχολιάζοντας ο Πράσινος ευρωβουλευτής και συμπρόεδρος της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, José Bové, δήλωσε: «Οι προτεινόμενοι νέοι κανόνες της ΕΕ σχετικά με τους σπόρους είναι ένα χαστούκι στο πρόσωπο για όσους έχουν πιέσει για μεγαλύτερη ποικιλομορφία στη γεωργία και την καλλιέργεια των φυτών και δώρο στα χέρια των μεγάλων εταιρειών αγροχημικών» .
Ο Νίκος Χρυσόγελος, ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων, δήλωσε σχετικά «Οι τελικές προτάσεις της Γενικής Επιτροπής Υγείας & Καταναλωτών (DGSANCO), οι οποίες ψηφιστήκαν στη Συνάντηση των Επιτρόπων στις 6 Μαΐου δεν προστατεύουν αλλά, αντίθετα, εξακολουθούν να απειλούν την ποικιλότητα των σπόρων στην Ευρώπη. Χρειάζονται προτάσεις ριζικής αναθεώρησης προς το καλύτερο. Σ΄αυτό θα συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις, ως Ευρωπαίοι Πράσινοι, εν όψει της μελλοντικής συζήτησης και ψηφοφορίας στο Ευρωκοινοβούλιο, σε συνεργασία με τους φορείς και τους ευαισθητοποιημένους πολίτες της Ευρώπης. Για την προστασία του πολύτιμου φυσικού πόρου της αγροτικής βιοποικιλότητας, που έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα της κρίσης».
Ανάλογες ανακοινώσεις εξέδωσαν ήδη οργανώσεις διάσωσης της αγροτικής βιοποικιλότητας και φορείς βελτίωσης και διάδοσης βιολογικών σπόρων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σ΄όλη την Ευρώπη.
Βλ σχετικά και την Ανοικτή επιστολή του Νίκου Χρυσόγελου προς την Ελληνίδα Επίτροπο πριν την ψηφοφορία της 6ης Μαίου
Αναλυτικά οι επιφυλάξεις μας σχετικά με την τελική πρόταση της Επιτροπής
Πιο συγκεκριμένα στην τελική πρόταση της Επιτροπής ορίζεται ότι σε μικρές επιχειρήσεις σποροπαραγωγής (με λιγότερους από 10 εργαζόμενους και ετήσιο κύκλο εργασιών λιγότερο από 2 εκατομμύρια ευρώ) θα επιτρέπεται να ΜΗΝ εγγράφουν στον επίσημο κατάλογο τους σπόρους που διακινούν, προκειμένου να τους διαθέσουν στη λεγόμενη «εξειδικευμένη αγορά» (σε μικρές δηλαδή ποσότητες και μόνο στους τελικούς καταναλωτές). Το δικαίωμα όμως αυτό δεν δίνεται στους ίδιους τους παραγωγούς που αναπαράγουν και χρησιμοποιούν τις παλιές ποικιλίες, ούτε στις οργανώσεις και δίκτυα που δουλεύουν για την προστασία τους.
Επιπλέον, τα προαπαιτούμενα για τη συσκευασία, την επισήμανση και ακόμη και τον τρόπο του μάρκετινγκ σε αυτήν την εξειδικευμένη αγορά παραπέμπονται σε μελλοντικές αποφάσεις της Κομισιόν που θα ληφθούν ΜΕΤΑ την ψήφιση του νομοσχεδίου! Επομένως η κατάσταση παραμένει θολή και η οποιαδήποτε μικρή βελτίωση μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί, εάν πχ τα προαπαιτούμενα θα είναι ανέφικτα όπως σήμερα είναι πρακτικά ανέφικτη η εγγραφή στον κατάλογο. Επίσης, στο νομοσχέδιο προβλέπεται δυνατότητα αλλαγών από την Κομισιόν χωρίς ψηφοφορία στα υπόλοιπα όργανα της ΕΕ, χωρίς δηλαδή τον απαραίτητο δημοκρατικό έλεγχο.
Η τελική πρόταση νομοθεσίας επιμένει στους άχρηστους και αυθαίρετους ιστορικούς, γεωγραφικούς και ποσοτικούς περιορισμούς για τις παλιές και σπάνιες ποικιλίες, αλλά και στην εφαρμογή κριτηρίων διακριτότητας, ομοιομορφίας και σταθερότητας (distinctiveness, uniformity, and stability - DUS), ακυρώνοντας ουσιαστικά το δικαίωμα στις μη ανταγωνιστικές παραδοσιακές τοπικές ποικιλίες να ενταχθούν στους κοινούς καταλόγους ποικιλιών.
(ΑΜΠΕ)