Η θερμοκρασία στη Γη έπεφτε σταδιακά έως το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά ένα αιώνα μετά, το 2000, στο μεταίχμιο του 20ου και του 21ου αιώνα, η επιφάνεια του πλανήτη μας ήταν θερμότερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή κατά τα προηγούμενα 1.400 περίπου χρόνια, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη επιστημονική έρευνα. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που οι επιστήμονες ανακατασκευάζουν τόσο ολοκληρωμένα την κλιματική ιστορία όχι μόνο συνολικά του πλανήτη μας, αλλά συγκριτικά όλων των ηπείρων, δείχνοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές που εμφάνισε το «θερμόμετρο», από περιοχή σε περιοχή.
Η διεθνής μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γεωεπιστημών "Nature Geoscience" και στην οποία συνέβαλαν περίπου 80 ερευνητές από όλο τον κόσμο, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, συντονίστηκε από τον οργανισμό PAGES (Past Global Changes), με έδρα το ελβετικό πανεπιστήμιο της Βέρνης. Πρόκειται για ένα επιστημονικό πρόγραμμα, που από το 1991 προσπαθεί να ρίξει φως στο κλιματικό παρελθόν της Γης, ώστε να διευκολύνει τις προβλέψεις για το μέλλον.
Οι νέες εκτιμήσεις βασίστηκαν σε μια ποικιλία πηγών, όπως δακτυλίους δέντρων, ίχνη γύρης, κοράλλια, ιζήματα λιμνών και θαλασσών, πυρήνες πάγου, σταλαγμίτες, ιστορικά έγγραφα κ.α. από 511 τοποθεσίες σε όλες τις ηπείρους (τα λιγότερα διαθέσιμα κλιματικά ιστορικά δεδομένα υπάρχουν για την Αφρική).
Η έρευνα, που κάλυψε τις δύο τελευταίες χιλιετίες, κατέγραψε μια μακροπρόθεσμη τάση πτώσης της θερμοκρασίας σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Η θερμοκρασία έπεφτε από 0,1 έως 0,3 βαθμούς Κελσίου ανά χιλιετία, ανάλογα με την ήπειρο.
Η υποχώρηση αυτή αποδίδεται σε ένα συνδυασμό κυρίως φυσικών κι όχι ανθρωπογενών παραγόντων, όπως στην αύξηση της ηφαιστειακής δραστηριότητας (τα εκλυόμενα αέρια και οι στάχτες στη στρατόσφαιρα εμποδίζουν την εισροή της ηλιακής ακτινοβολίας), στην περιοδική μείωση της δραστηριότητας του Ήλιου και σε οριακές μετατοπίσεις στον άξονα περιστροφής της Γης, με συνέπεια να πέφτει συνολικά λιγότερο ηλιακό φως στον πλανήτη μας.
Η παρατεταμένη αυτή πτωτική τάση αντιστράφηκε όμως προς το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως λόγω ανθρωπογενών αιτιών (εξάπλωση της βιομηχανικής επανάστασης). Έτσι, στον 20ο αιώνα, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ήταν πλέον κατά 0,4 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη από ό,τι στα προηγούμενα 500 χρόνια (με μόνη εξαίρεση την Ανταρκτική).
Την περίοδο 1971-2000, ο πλανήτης μας ήταν πιο ζεστός από οποτεδήποτε άλλοτε κατά τα τελευταία 1.400 χρόνια. Από την άλλη όμως, η Ευρώπη ήταν κατά πάσα πιθανότητα πιο θερμή κατά τον πρώτο αιώνα μ.Χ. (ιδίως μεταξύ των ετών 21 έως 80 μ.Χ.) από ό,τι στο τέλος του 20ού αιώνα.
Μια ακόμα βασική διαπίστωση είναι ότι μεταξύ των ηπείρων υπήρξαν σημαντικές θερμοκρασιακές διαφορές, με κυριότερη διαπίστωση ότι η άνοδος της θερμοκρασίας στο βόρειο ημισφαίριο κατά τον προηγούμενο αιώνα υπήρξε σχεδόν διπλάσια σε σχέση με το νότιο ημισφαίριο.
«Υπάρχουν πράγματα που είναι κοινά σε όλες τις περιοχές του πλανήτη: η μακροπρόθεσμη πτώση της θερμοκρασίας έως τον 19ο αιώνα, η συνακόλουθη άνοδός της σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής, όπου η κατάσταση είναι λιγότερο ξεκάθαρη, ενώ υπάρχουν και έντονες διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή», δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο κλιματολόγος Χ. Γκους του Καθολικού Πανεπιστημίου στη Λουβέν του Βελγίου.
Δύο περίοδοι ξεχωρίζουν κατά τις δύο τελευταίες χιλιετίες:
- Η «Μεσαιωνική Θερμή Περίοδος» που εμφανίστηκε εμβόλιμα στην μακροπρόθεσμη τάση ψύχρανσης και στο βόρειο ημισφαίριο διήρκεσε περίπου από το 830 έως το 1100. Στο νότιο ημισφαίριο το αντίστοιχο θερμό διάλειμμα εμφανίστηκε με χρονική υστέρηση περίπου τριών αιώνων, μεταξύ των ετών 1160 - 1370.
- Η «Μικρή Εποχή των Παγετώνων», μια πιο απότομη πτώση της θερμοκρασίας, που εμφανίστηκε γύρω στο 1500 στην Ευρώπη και την Ασία, ενώ στο νότιο ημισφαίριο με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών.
Σύμφωνα με τα κλιματικά αρχεία, το 2012 ήταν το 36ο στη σειρά έτος μετά το 1880 που η παγκόσμια θερμοκρασία ήταν πάνω από το μέσο όρο και το ένατο ή δέκατο πιο ζεστό έτος στην ιστορία.
(ΑΜΠΕ)