Οι προσεχείς εκλογές είναι οι πρώτες από τη μεταπολίτευση όπου θα απουσιάζει πλήρως το στοιχείο της ελπίδας και της προσδοκίας. Πλέον, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών γνωρίζει ότι το πλαίσιο σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ασφυκτικό και προκαθορισμένο, με βάση και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το τρίτο μνημόνιο. Όπερ σημαίνει ότι τα κόμματα για πρώτη φορά μετά το 1974 δεν θα μπορούν να πλειοδοτούν σε υποσχέσεις, ούτε να συναγωνίζονται για το ποιος είναι ο φίλος του λαού ή ο περισσότερο πατριώτης. Επί της ουσίας, η μνημονιακή στροφή του Αλ. Τσίπρα έβαλε τέλος στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούσαν εδώ και περίπου πέντε χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα Καμμένου, αλλά και περιθωριακές δυνάμεις και γραφικά πρόσωπα που έστησαν καριέρα πάνω στο «αντιμνημόνιο».
Αυτή, ενδεχομένως, να είναι και η μεγαλύτερη προσφορά του κ. Τσίπρα στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Από μόνο του το γεγονός αυτό αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας, με την έννοια ότι σε αυτές τις εκλογές δεν θα δούμε μια μάχη των δυνάμεων του λαϊκισμού, αλλά αντιθέτως μπορεί να μεταφερθεί η αντιπαράθεση στο πεδίο της αποτελεσματικότητας, της σοβαρότητας, του εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου, εντός των ορίων πάντα που προβλέπονται από το τρίτο μνημόνιο.
Κατά τη γνώμη μου, σε όλα τα παραπάνω στοιχεία ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει βαθμό πολύ κάτω από τη βάση. Παρότι σύντομη η κυβερνητική του θητεία, με εξαίρεση κάποιες αλλαγές σε σχέση με τα δικαιώματα (σύμφωνο συμβίωσης για τους ομοφυλόφιλους, παιδιά μεταναστών), σε όλους τους τομείς απέτυχε. Με αποκορύφωμα την οικονομία, όπου οι δείκτες είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση σε σχέση με το τι παρέλαβε, την παιδεία, όπου είχαμε τις καταστροφικές επιλογές Μπαλτά, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας κ.α
Τα κυβερνητικά πεπραγμένα σε συνδυασμό με τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του κόμματος του κ. Λαφαζάνη, κατά την άποψη του γράφοντος μετατρέπουν τις εκλογές σε ντέρμπι, ιδίως από τη στιγμή που ο κ. Μεϊμαράκης έχει καταφέρει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να ενοποιήσει την ΝΔ και να μεταδώσει ένα κλίμα απόλυτης συσπείρωσης της παράταξης.
Ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει το πώς θα εκφραστούν στην κάλπη οι προοδευτικοί πολίτες, αυτοί δηλαδή που πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος, χωρίς, όμως, να παραγνωρίζουν και την κοινωνική διάσταση των ζητημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Θεωρώ ότι οι πολίτες αυτοί αισθάνονται ανέστιοι. Δεν υπάρχει ένα κόμμα που συνολικά να τους καλύπτει, ούτε ακόμα υπάρχουν οι συγκλίσεις εκείνες που θα καταστήσουν ένα συμμαχικό σχήμα ελκυστική επιλογή.
Δυστυχώς, την κύρια ευθύνη έχει το Ποτάμι, με την έννοια ότι απαντά αρνητικά σε κάθε προσπάθεια ακόμα και διαλόγου, πόσω μάλλον ενοποίησης των προοδευτικών και μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, χαρακτηρίζει ως παλαιό πολιτικό κατεστημένο και προσωπικό οτιδήποτε σχετίζεται με το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του. Ε, λοιπόν, όπως το Ποτάμι στήριξε «οποιαδήποτε συμφωνία φέρει ο Τσίπρας για να σωθεί η χώρα», έτσι και το ΠΑΣΟΚ, με τα λάθη και τις αμαρτίες του, συνέβαλλε όλα τα τελευταία χρόνια ώστε να μην χρεοκοπήσει η χώρα.
Φοβάμαι πως το Ποτάμι δεν διδάσκεται από τα λάθη που έκανε η ΔΗΜΑΡ και συνεχίζει τη γραμμή «εμείς, εμείς οι μόνοι συνεπείς». Έχω δε την αίσθηση πως αγνοεί επιδεικτικά όλους εκείνους τους πολίτες που εμπνέονται από τις ιδέες της Ανανεωτικής Αριστεράς και οι οποίοι ψήφισαν μαζικά τον Ιανουάριο το Ποτάμι για να παίξει καταλυτικό ρόλο στις διεργασίες για την ανασυγκρότηση όλου του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας.
Εν αντιθέσει με το Ποτάμι, πολύ μεγαλύτερη πολιτική ωριμότητα, έστω και υπό το φόβο της πολιτικής επιβίωσης, φέρεται να δείχνουν το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ, το ΚΙΔΗΣΟ. Φρονώ ότι αν καταφέρουν να βρεθούν οι δυνάμεις αυτές κάτω από την ίδια ομπρέλα, σε μια πρακτική τύπου «ΣΥΡΙΖΑ της κεντροαριστεράς» και ταυτοχρόνως να προσεγγίσουν κάποια από τα πρόσωπα που έχουν ταυτιστεί στην πράξη και στο δημόσιο λόγο τους με τις μεταρρυθμίσεις, την αποτελεσματική διακυβέρνηση και τον εκσυγχρονισμό-αναφέρομαι ενδεικτικά στον Αλέκο Παπαδόπουλο, την Άννα Διαμαντοπούλου, τον Τάσο Γιαννίτση, τον Γιώργο Φλωρίδη, τον Γιάννη Ραγκούση, τον Νίκο Μπίστη, τον Ηλία Μόσιαλο, αλλά και δεκάδες νέα στελέχη και επιστήμονες, όπως είναι ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ο Πασχάλης Αγανίδης, ο Γιάννης Μαστρογεωργίου, ο Παναγιώτης Βλάχος, ο Αλέξανδρος Χατζόπουλος, ο Γιάννης Πούπκος κ.α-τότε το σχήμα αυτό μπορεί να κάνει την έκπληξη και να αποτελέσει διέξοδο για χιλιάδες ψηφοφόρους που δεν έχουν τι να ψηφίσουν ή είναι εγκλωβισμένοι σε άλλα κόμματα. Ένα σχήμα δηλαδή σαφέστατα σοσιαλδημοκρατικό, πολιτικά οριοθετημένο, με κοινωνικές αναφορές, που δεν θα πετάει στον κάλαθο τον αχρήστων οτιδήποτε καλό έγινε στη χώρα μετά το 1974, ούτε θα απαξιώνει πρόσωπα και διαδρομές.
Συν τοις άλλοις, αν επιτύχουν σε πρώτη φάση την εκλογική συνάντηση, θα μπορούν μετά τις εκλογές να οδηγηθούν πολύ πιο εύκολα σε ένα ιδρυτικό συνέδριο για την ενοποίηση όλου του χώρου.
Ας ελπίσουμε ότι ο χώρος της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας έστω και την ύστατη ώρα θα δείξει ωριμότητα, υπευθυνότητα και σύνεση. Α, και κοινό νου..