Στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος έχει βρεθεί και πάλι, με αφορμή την επίσκεψη της Αμάλ Αλαμουντίν στη χώρα μας, το θέμα του ελληνικού αιτήματος προς τη Βρετανία για την επιστροφή στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα ή, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται, των «Ελγινείων Μαρμάρων».
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Τι εννοούμε όταν λέμε «Ελγίνεια»: Ως Ελγίνεια Μάρμαρα είναι γνωστή μία συλλογή γλυπτών που προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών, τα οποία μεταφέρθηκαν στη Βρετανία το 1806 από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803. Σήμερα, σε Αθήνα και Λονδίνο βρίσκονται διαμελισμένα πολλά τμήματα, συχνά από το ίδιο γλυπτό.
Η εν λόγω συλλογή περιλαμβάνει μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων (από τις 28 σωζόμενες μορφές των αετωμάτων οι 19 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 9 στην Αθήνα), των μετοπών που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπίθων και των Κενταύρων (από τις 64 σωζόμενες μετόπες οι 48 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 16 στο Λονδίνο), αλλά και της Ζωφόρου του Παρθενώνα που κοσμούσε το ανώτερο τμήμα των τοίχων του σηκού του ναού σε όλο τους το μήκος. Από τους 97 σωζόμενους λίθους της Ζωφόρου του Παρθενώνα οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 41 στην Αθήνα. Ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/2 απ' ό,τι απομένει από τη γλυπτική διακόσμηση του Παρθενώνα που διασώθηκε: 75 μέτρα από τα αρχικά 160 μέτρα, 15 από τις 92 μετόπες, 17 τμηματικές φιγούρες από τα αετώματα, όπως επίσης και άλλα τμήματα της αρχιτεκτονικής.
Τα αποκτήματα του Έλγιν περιλαμβάνουν ακόμη αντικείμενα από άλλα κτίρια της αθηναϊκής Ακρόπολης: το Ερέχθειο, που μεταβλήθηκε σε ερείπιο κατά τον ελληνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-33), τα Προπύλαια και τον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ο λόρδος Έλγιν πήρε περίπου τα μισά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα και από τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν εκμαγεία σε γύψο.
Το χρονικό της κλοπής
Το ξεκίνημα του 19ου αιώνα υπήρξε οδυνηρό για τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών, εξαιτίας της αρχαιοθηρίας, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του εν λόγω αιώνα. Κύριος αυτουργός υπήρξε ο λόρδος Έλγιν, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως πρεσβευτής της Αγγλίας στην Οθωμανική Πύλη (1799-1803).
Το 1799 ο λόρδος Έλγιν διορίστηκε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη, στην Κωνσταντινούπολη, και εκμεταλλευόμενος την οθωμανική ηγεμονία στην ελληνική επικράτεια κατάφερε να πάρει φιρμάνι από τον Οθωμανό σουλτάνο για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα, με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια, και στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους.
Το φιρμάνι
Το φιρμάνι, που είχε υπογραφεί από τον Καϊμακάν Πασά και απευθυνόταν στον Βοεβόδα και τον Καδή των Αθηνών, παρείχε την άδεια στα μέλη του συνεργείου να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων, όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα, να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτίρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών. Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία, ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά» (qualque pezzi di pietra con inscrizioni e figure).
Το φιρμάνι, όπως αυτό εκδόθηκε στα τουρκικά, δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα, παρά τις έρευνες ειδικών στα τουρκικά αρχεία. Μια μετάφρασή του στα ιταλικά, την οποία είχε κάνει ο διερμηνέας της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Πισανί, βρέθηκε στο αρχείο του Φ. Χάντ, ιερέα της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο που προΐσταστο αυτής ο Έλγιν. Από αυτό το ιταλικό κείμενο έγινε η μετάφραση του φιρμανιού στα αγγλικά, την οποία έδωσε ο Χαντ στην Ειδική Εξεταστική Επιτροπή που είχε συστήσει η αγγλική Βουλή για την αγορά των «Ελγινείων», όταν ο ίδιος κλήθηκε ως μάρτυρας.
Η βεβήλωση της Ακρόπολης από τα συνεργεία του Ελγιν
Από το 1801 έως το 1804 τα συνεργεία του Έλγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο, αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος (περίπου το ήμισυ) από τον σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα κιονόκρανο και ένα σπόνδυλο από κίονα.
Το ταξίδι των Γλυπτών μέχρι την Αγγλία και το ναυάγιο
Η μεταφορά με πλοία αυτών των ανεκτίμητης αξίας αρχαιοτήτων στην Αγγλία αντιμετώπισε δυσκολίες, αφού γινόταν από λιμάνι σε λιμάνι. Ένα πλοίο βούλιαξε και τα Γλυπτά, ύστερα από παρατεταμένη έκθεση στην υγρασία των διάφορων λιμανιών, έφτασαν τελικά στη Βρετανία. Μάλιστα, ο Έλγιν προκειμένου να ανελκύσει τα Μάρμαρα από τον βυθό της θάλασσας ξόδεψε ένα τεράστιο μέρος από την περιουσία του, και έτσι, σε συνδυασμό με το υπέρογκο κόστος της θαλάσσιας μεταφοράς των Γλυπτών από την Αθήνα, έφτασε να τη χάσει σχεδόν ολόκληρη.
Ως αποτέλεσμα, φύλαξε τα Μάρμαρα σε διάφορες αποθήκες, γεμάτες υγρασία, καθώς του ήταν αδύνατο πλέον οικονομικά να τα στεγάσει σε δικό του χώρο.
Πώς πωλήθηκαν στη βρετανική κυβέρνηση
Έτσι, ύστερα από την υποθήκευση της συλλογής του από το βρετανικό κράτος, αναγκάστηκε να πουλήσει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία και τα μετέφερε το 1816 στο Βρετανικό Μουσείο.
Πριν από αυτήν την τελική συναλλαγή είχε ανατεθεί σε ειδική Εξεταστική Επιτροπή να μελετήσει τα στοιχεία της υπόθεσης και τα πορίσματά της τέθηκαν υπόψη του βρετανικού Κοινοβουλίου.
Κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συνεδρίας που έλαβε χώρα, ακούστηκαν πολλές φωνές που εξέφρασαν σκεπτικισμό και απόρριψη για τις ενέργειες του Έλγιν. Ακόμα και σκέψεις για την επιστροφή των Μαρμάρων διατυπώθηκαν τότε για πρώτη φορά. Ισχυρές ενστάσεις ακούστηκαν και εκτός Κοινοβουλίου, με θερμότερο υποστηρικτή τους τον Λόρδο Βύρωνα.
Το ιστορικό της διεκδίκησης
Τα Γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Το 1936 τοποθετήθηκαν στην έκθεση Duveen, που δημιουργήθηκε γι' αυτόν τον σκοπό. Από το 1983, με πρωτοβουλία της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η Ελλάδα καταβάλλει προσπάθειες να φέρει τα Ελγίνεια πίσω στην Αθήνα.
Η προσπάθεια των ελληνικών αρχών για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο καταγωγής και κατασκευής τους υποστηρίζεται ενεργά από διεθνή, ομότιτλη επιτροπή. Η αναγκαιότητα της επιστροφής τους στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την επίσημη θέση της εκπροσώπου της UNESCO, με βάση την αρχή της διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Κατά καιρούς έχουν δει τη δημοσιότητα διάφορες προτάσεις από έγκριτους, ουδέτερους παρατηρητές, με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στη διαφωνία Ελλάδας και Βρετανικού Μουσείου επί του ζητήματος της επιστροφής των κλεμμένων Γλυπτών.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Βρετανικό Μουσείο τον Απρίλιο του 2007 αναφέρεται ότι δεν προτίθεται να παραχωρήσει την κυριότητα των Γλυπτών του Παρθενώνα σε ελληνικό μουσείο. Νεότερη ανακοίνωση του Βρετανικού Μουσείου (2009) ανέφερε πως, με την ευκαιρία των εγκαινίων του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, θα ήταν διατεθειμένο να δανείσει τα Ελγίνεια, αρκεί η ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους στο Βρετανικό Μουσείο. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση.