Η 92χρονη Κατίνα από τη Μικρά Ασία δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή. Πριν πεθάνει, όμως, άφησε ως παρακαταθήκη στα δισέγγονά της και μέσω της σελίδας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, την ιστορία της ζωής της – τουτέστιν την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Με μια ανόθευτη και άκρως συγκινητική αφήγηση, εξιστορεί τα πάθη τα Μικρασιατών. Από τους διωγμούς των Τούρκων, έως τη δύσκολη προσαρμογή στην Ελλάδα, τον ρατσισμό που βίωσαν, αλλά και τον διπλό ξεριζωμό.
Αυτά είπε η 92χρονη γυναίκα:
Γεννήθηκα το 1918. Φύγαμε το 1921, ξημέρωμα του νέου έτους. Ήμουν τριών χρονών.
Φύγαμε κρυφά, δύο η ώρα τα ξημερώματα, μ'ένα πουλαράκι, που είχε αγοράσει ο θείος. Το πουλάρι το μικρό τι μπορεί να φορτωθεί; Δεν υπήρχαν ζώα γιατί τα είχε επιτάξει ο στρατός. Φορτώσαμε λοιπόν ορισμένα ρούχα και ξεκινήσαμε με τα πόδια να πάμε στην Προύσα. Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα απέχει η πατρίδα μας, το Θηβάσιο. Θηβάσιο λέγεται στα ελληνικά, Σογιούντ στα τούρκικα που σημαίνει «ιτιά», γιατί είχε πολλά νερά και πολλές ιτιές.
Τη νύχτα την περάσαμε σ'ένα άλλο χωριό, ήταν κι ο ελληνικός στρατός εκεί. Το πρωί ο στρατός μαγείρεψε πιλάφι και μοίρασε και στον κόσμο. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που φύγαμε, ήταν κι άλλοι. Φοβήθηκε ο κόσμος, κι όποιος είχε τη δυνατότητα να φύγει, έφευγε. Βάζει η μητέρα στο στόμα το φαΐ και λέει «αδερφή, γίναμε πρόσφυγες!». Το φαΐ ήταν μαγειρεμένο με ελαιόλαδο. Αυτές μαγειρεύανε με βούτυρο, το ελαιόλαδο το είχαν μόνο για σαλάτα! «Ποπό αδερφή μου γίναμε πρόσφυγες από τώρα!»
Την άλλη μέρα φτάσαμε στην Προύσα. Πήγαμε και μείναμε σ' ένα τζαμί, μαζί με άλλους πατριώτες μας. Πού να πηγαίναμε! Μετά από κάμποσες μέρες βρήκαμε σπίτι. Σιγά-σιγά η μητέρα μου και η θεία μου 'καναν νοικοκυριό εκεί. Αγοράσανε ξανά ρουχισμό, στρώματα, παπλώματα, ό,τι χρειαζόντουσαν.
Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του '22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου;
Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθήσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ' το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το' δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφός μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιεί.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές.
Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα... Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς.
Κάποια φορά, η μητέρα με το Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;
Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ' ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη... Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!
Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν!
Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα 'λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!
* Η παραπάνω ιστορία είναι απομαγνητοφώνηση αποσπασμάτων της διήγησης της Κατίνας Εμφιετζή-Μητσάκου ή αλλιώς της «θείας Κατίνας», όπως τη φωνάζαμε όλοι. Στην πραγματικότητα, η θεία Κατίνα δεν ήταν «θεία» αλλά «προγιαγιά», γιατί ήταν πρώτη εξαδέρφη του προπάππου μου Σωτήρη Τσεσμετζή. Η θεία Κατίνα έφυγε από τη Μικρά Ασία σε ηλικία τριών ετών μαζί με τη μητέρα της Αναστασία, το αδερφό της Ζαχαρία και την οικογένεια των θείων της Χρήστου και Ελένης Τσεσμετζή, γονιών του προπάππου μου. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό, επειδή ως τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ' αυτόν, λιποτάκτησε και τον συλλάβανε. Συνεπώς, όλα αυτά που διηγείται είναι ό,τι άκουγε από τις αφηγήσεις της μητέρας της.
Η αφήγηση μαγνητοφωνήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2010. Στις 13 Ιανουαρίου, λίγες μέρες μετά, η θεία Κατίνα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, μετά από ατύχημα και τραυματισμό στο κεφάλι. Μέχρι τα τελευταία της είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος.