Στις λωρίδες γης που περιβάλλονται από χώμα, πέτρες και χαλάσματα, τα παιδιά παίζουν κοιτώντας τον ουρανό. Παίζουν με χέρια φαγωμένα από αγκάθια, με την ψευδαίσθηση ότι ο ορίζοντας είναι μακρύς, και με τον βαθύ, ενδόμυχο φόβο της απειλής. Παρ' όλα αυτά, παίζουν. Μπορεί να μην έχουν παιδότοπους, μπορεί να μην έχουν πρόσβαση σε καταστήματα παιχνιδιών, αλλά καταφέρνουν να γεννήσουν κόσμους δικούς τους μέσα απ' το τίποτα. Το μίσος δεν τα έχει δηλητηριάσει ακόμη. Ζουν το μίσος από την μέρα της γέννησής τους και κάποτε αυτό το μίσος θα τα μετατρέψει σε ανθρώπινες μολότοφ ενάντια στον δυνάστη, προς το παρόν όμως ονειρεύονται ότι ο ορίζοντας είναι μακρύς και μεταμορφώνουν τα χαλάσματα σε ουράνια τόξα.
Μακριά από τους καταυλισμούς των Παλαιστινίων σε κείνο το διάδρομο που μοιάζει με νησίδα καταραμένων, στα νότια, άλλα παιδιά κουβαλάνε όπλα από τα δεκάξι τους. Πρόκειται για Ισραηλινά παιδιά, που δεν μπορούν καν να κουμαντάρουν τις στρατιωτικές χοντρές αρβύλες τους. Και περπατάνε σέρνοντάς τες στο χώμα, μαζί με τα βαριά τουφέκια που κρέμονται από τα λεπτά, αδύναμα χέρια τους. Τα έβλεπα στην έρημο του Νέγκεβ, στον Ιουδαϊκό άξονα πάνω στον οποίο βάδισε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια κάποιος αιρετικός επαναστάτης που αργότερα αποκλήθηκε Γιος του Θεού επειδή μίλησε για πράγματα που οι κοινοί θνητοί δεν μπορούν να συλλάβουν. Τα έβλεπα να περιπολούν τους δρόμους γύρω από τις στρατιωτικές τους βάσεις, με βλέμμα άδειο, κουρασμένο, λες και μέσα τους είχε χιονίσει χρόνια. Ήταν δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, μα είχαν επιστρατευθεί στον αγώνα ενάντια στον αιώνιο εχθρό και το μίσος είχε ήδη αρχίσει να επιδρά στα ζαχαρένια πρόσωπά τους. Ήταν στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Κάποια από αυτά θα έχουν κάνει τα δικά τους παιδιά τώρα, μα αυτό δεν θα τα εμποδίζει να σκοτώνουν παιδιά άλλων πατέρων.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι όλοι εδώ γεννιούνται κάτω από τον ουρανό του μίσους», μου έλεγε ο Άμος Οζ στο Τελ Αβίβ. «Μαθαίνεις να μισείς από μικρός. Μαθαίνεις να τα βλέπεις όλα από την δική σου μεριά. Όχι από την πλευρά του άλλου». Ένας άλλος συγγραφέας, ο Έντγκαρ Κέρετ, από τη νεότερη γενιά αυτός και πολύ-πολύ διαφορετικός στις αντιλήψεις γύρω από την αιώνια διαμάχη, μου έλεγε ότι, ναι, το μίσος μπορεί να είναι μια ισχυρή συνθήκη, αλλά πάντα έχεις την δύναμη της επιλογής. «Οι εποχές έχουν αλλάξει», μου είχε πει, αφήνοντας να πλανηθεί μια αδιόρατη αιχμή για τις απόψεις γηραιότερων σαν τον Οζ, «δεν ζούμε πια στα 1980, στα 1960 και σίγουρα πάντως δεν ζούμε στην δεκαετία του σαράντα. Πρέπει να κοιτάμε μπροστά. Κουράστηκα από το ίδιο μου το κράτος, από την φιλολογία του Ολοκαυτώματος που διέπει κάθε κύτταρο του εαυτού μας. Είμαι Ισραηλινός, ζω στο σήμερα και οι καλύτεροι μου φίλοι είναι Παλαιστίνιοι». Ο Κέρετ φαινόταν απρόσβλητος από το μίσος. Έμοιαζε σαν να μην είχε ζήσει ποτέ στον τόπο του.
Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις τις ισορροπίες που στοιχειοθετούν την πολυκύμαντη συνύπαρξη Εβραίων-Παλαιστινίων, τους λόγους που το μίσος εξακολουθεί να σκιάζει τόσο έντονα την καθημερινότητα, τον ρόλο και την ισχύ της Ιστορίας σε μια πραγματικότητα που υποτίθεται ότι ζει στον εικοστό πρώτο αιώνα. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις όσα ταξίδια κι αν κάνεις εκεί, διότι το όλο σκηνικό μοιάζει με έργο του Πίντερ, τα χαμόγελα μπορεί να είναι και γκριμάτσες πόνου, μια εκδήλωση χαράς μπορεί να είναι ξέσπασμα θρήνου, οι σιωπές και οι υπαινιγμοί χτίζουν κάτι το νεφελώδες. Ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, εκεί δεν υφίσταται. Το μόνο που υπάρχει είναι μια πληγή. Μπορεί το Ισραήλ στην σύγχρονη εποχή να είναι μια συναυλία ενός αμερικανικού συγκροτήματος, μπορεί να είναι η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ, μπορεί να είναι η Μακάμπι, στο βάθος όμως είναι μια πληγή, που σιγοβράζει κατά τον ίδιο τρόπο που σιγοκαίει πάντα το ένα και μοναδικό κερί που θα δει ο επισκέπτης στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ δεν σήμανε μόνο την εκπλήρωση του πανάρχαιου πόθου των Εβραίων να ζουν και να πεθαίνουν ελεύθεροι στη γη του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, αλλά και κάτι εντελώς καινούργιο τότε για την εβραϊκή συνείδηση του κατατρεγμού, την υποχρέωση άσκηση κρατικής βίας. Ταυτόχρονα σήμανε και την θεσμοποίηση του Ολοκαυτώματος. Το παντοτινά ασυγχώρητο έγινε θεσμός, το ανεξιλέωτο έγινε νομιμοποιητικό θεμέλιο του ίδιου του κράτους. Χωρίς το Ολοκαύτωμα είναι αβέβαιο αν το σιωνιστικό κίνημα θα πετύχαινε την ίδρυση του κράτους. Όλα αυτά όμως είναι χιλιοειπωμένα. Εκείνο που σοκάρει πια, γιατί κλιμακώνεται με μιαν ένταση η οποία παραπέμπει σε εποχές ζοφερές, είναι η επιμονή του Ισραήλ να αφανίσει μια κουκίδα που δικαιολογημένα για όλο τον υπόλοιπο κόσμο αισθάνεται ριγμένη. Και εκεί είναι που έρχεσαι να ομολογήσεις ότι αυτό το κράτος, όσα κι αν έχει, όσα κι αν πέτυχε, δεν διαθέτει το βασικότερο: ηθική ταυτότητα. Ναι, κανένα κράτος δεν φτιάχνεται από θύματα, όπως έγραψε κάποτε ο Φίλιπ Ροθ. Όμως επαναλαμβάνοντας τις πρακτικές του Ολοκαυτώματος ως θύτης πιστοποιείς ότι το τυφλό μίσος δεν είναι καν συνθήκη. Είναι επιβολή.
Κι έτσι ενώ στην έρημο του Νέγκεβ υπάρχουν ακόμα παιδιά που μαθαίνουν να οπλίζουν Καλάζνικοφ, στη Λωρίδα της Γάζας υπάρχουν παιδιά που φτιάχνουν μολότοφ από πέτρες και μικρότερα παιδιά που παίζουν στα χαλάσματα. Και αυτά τα παιδιά μοιάζουν γερασμένα από την εφηβική τους ηλικία, ίσως γιατί ξέρουν ότι δεν θα προλάβουν να γεράσουν. Εκεί, στις πέτρες της νησίδας τους, φτιάχνουν πύργους από όνειρα και περιμένουν την ειδοποίηση του δυνάστη ότι σε λίγα λεπτά θα σημειωθεί επιδρομή και ότι πρέπει να φύγουν από την παραλία. Μια ειδοποίηση όμως που κι αυτή είναι ποτισμένη από μίσος γιατί η μόνη διέξοδος είναι η θάλασσα. Πού αλλού να πάνε;