Η Jessica Rassette είναι μια φημισμένη δημοσιογράφος της Huffington Post και μπλόγκερ που περνά τον .... ελεύθερο χρόνο της να «περιποιείται τις πληγές των παιδιών της, ετοιμάζει σάντουιτς και αρέσκεται να τραβάει άπειρες φωτογραφίες», όπως αναφέρει το μίνι βιογραφικό της.
Στο παρακάτω κείμενο περιγράφει με γλαφηρό τρόπο τι κάνει μια ολόκληρη ημέρα μια μητέρα μόνη στο σπίτι με τα μωρά της:
«Δυο μικρά αγοράκια με το χνώτο τους να βγαίνει ζεστό απ' το στόμα τους και τα ρουθούνια τους σαν μικροί δράκοι τρυπώνουν στο δωμάτιό μου. Κουρνιάζουν στο πλάι μου, ακουμπώντας τα πρόσωπά τους στο δικό μου και σιγοψιθυρίζουν κάτω απ' την καυτή ανάσα τους: «Μανούλα;»
Δεν απαντώ αμέσως, κρατάω τα μάτια μου κλειστά μήπως και επιστρέψουν στο κρεβάτι τους.
Μανούλα;
Παύση.
Μανούλα;
Κάθε παύση γίνεται όλο και πιο σύντομη. «Μαμά; Μαμά;» Μουρμουρίζω ένα «Χμμ;» για απάντηση. Ο λαιμός μου είναι ακόμη πολύ στεγνός και γω πολύ νυσταγμένη για να απαντήσω με λόγια. Το μωρό σηκώθηκε πέντε φορές χθες βράδυ, μπορεί και έξι. Είμαι κουρασμένη.
Σήκω μανούλα, είναι πρωί.
Είναι πρωί και γω σηκώνομαι.
Τα αγόρια μαλώνουν και γω τους λέω να σωπάσουν. Περιμένετε να πιω τον καφέ μου! Κοιτάζει ο ένας τον άλλον με κατανόηση και τρέχουν μακριά. Κι έπειτα έρχεται ο καφές. Αχ, ο καφές. Είναι πολύ κοινότυπο, δεν είναι; Αλλά δεν έχει να κάνει με την καφεΐνη. Άλλωστε πίνω ντεκαφεϊνέ. Είναι το άρωμά του, η γυαλάδα του αφρού του στην κορυφή της κούπας μου καθώς ανακατεύω μέσα την κρέμα. Η ζεστασιά που νιώθω στο στόμα μου. Είναι η οικεία αίσθηση ενός ροφήματος που συνοδεύει τη ζωή μου κάθε πρωί από το λύκειο. Είναι όπως ένας καλός φίλος, τον αγαπώ. Καταφέρνω να πιω μερικές γουλιές μέχρι που το μωρό αρχίζει να σκούζει, προτού πατήσει τα κλάματα για τα καλά, κι εγώ αφήνω τον καφέ μου και πάω στην κούνια του.
Καλημέρα μωρό στην κούνια. Ο χρόνος φαίνεται να σταματά για λίγα δευτερόλεπτα κάθε πρωί όταν κοιτάζω για πρώτη φορά στη μέρα το μωρό στην κούνια. Είναι τόσο χαρούμενος, απλά επειδή βρίσκομαι εκεί μαζί του. Τον κοιτάζω και με κοιτάζει και το στρουμπουλό του πρόσωπο είναι μικρό για να χωρέσει το πελώριο χαμόγελό του. Είναι απλά ένα σωρό λακκάκια και δίπλες και μάγουλα και ούλα. Είναι υπέροχο. Είναι χαρούμενος γιατί θέλει να θηλάσει κι εγώ είμαι χαρούμενη γιατί είναι αυτός χαρούμενος.
Η Jessica Russette
Τον θηλάζω.
Τα αδέλφια του πατάνε τα δημητριακά που έχουν πέσει στο πάτωμα της κουζίνας. Βάζω λίγη ακόμη σαντιγί στα φρούτα τους και τα καταβροχθίζουν. Θεώρησα πως έχουμε ακόμη χρόνο αλλά φαίνεται σαν να ανοιγόκλεισα απλά τα βλέφαρά μου και συνειδητοποιώ πως θα έπρεπε να έχουμε φύγει για το σχολείο εδώ και πέντε λεπτά. Θα βουρτσίσω τα δόντια μου όταν επιστρέψουμε. Ρίχνω μια ματιά στον εαυτό μου στον καθρέφτη καθώς προσπαθώ να βουρτσίσω τα μαλλιά του για να μην πετάνε. Με τις φόρμες μου και σήμερα.
Το σχολείο κατακλύζεται από αυτοκίνητα και μαμάδες που ισορροπούν επάνω σε τακούνια και αδελφάκια που κρατιούνται χέρι χέρι επειδή υποσχέθηκαν στη μαμά τους να προσέχει ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν και μερικές μαμάδες σαν και μένα. Προσπαθούν να αποφύγουν κάθε επαφή φορώντας μεγάλα γυαλιά ηλίου, κρύβοντας τα αμακιγιάριστα πρόσωπά τους, να σπρώχνουν καρότσια, να εύχονται πως τα παχάκια τους δεν θα ξεπεταχτούν από τις φόρμες τους καθώς θα λένε «να περάσεις όμορφα στο σχολείο» στα παιδιά τους. Σήμερα δεν έκλαψε και ένιωσα λίγο σαν ροκστάρ. Σήμερα θα είναι μία καλή μέρα.
Στα μισά του πρωινού σκέφτομαι τι θα μπορούσα να κάνω. Να διπλώσω μερικά πλυμένα ή να ανοίξω τον υπολογιστή και να απαντήσω σε μερικά email, να κάνω λίγη δουλειά Απομένουν 2 ώρες μόνο ως το μεσημεριανό. Κάποιος όμως θέλει να φτιάξουμε έναν σιδηρόδρομο. Έναν μεγάλο σιδηρόδρομο. Τον μεγαλύτερο σιδηρόδρομο που έγινε ποτέ. Μπορείς να με βοηθήσεις; Κλείνω τον υπολογιστή. Μπορώ. Κάθομαι στα γόνατά μου και ενώνουμε μαζί τα ξύλινα κομμάτια, απλώνοντάς τα σε όλο το πάτωμα του σαλονιού, να οδηγούν στην κουζίνα, βάζοντας και μερικούς λόφους και γέφυρες μέχρι που δεν έχουμε άλλες ράγες. Το χαίρεται και δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος ο συγχρονισμός γιατί το μωρό θέλει και πάλι να θηλάσει. Ξανά και ξανά και ξανά. Κι έχει φτάσει εντωμεταξύ το μεσημέρι.
Η Jessica Rassette με την οικογένειά της
Η μπουγάδα στέκεται ακόμη στα καλάθια, φαντάζομαι πως θα έχουν ήδη γαριάσει. Αλλά τουλάχιστον ο μικρός έφαγε σήμερα. Δεν μαλώσαμε για το φαγητό. Γέμισα ένα κουτί κολατσιού με φαγητό και μερικές νότες υγιεινών φρούτων και λαχανικών και τον έβλεπα να τις ξεχωρίζει. Έφαγε τα μήλα, μερικές φλούδες έπεσαν στο πάτωμα και εξαφάνισε όλα τα μούρα. Δεν ήθελε να φάει τυρί σήμερα. Ίσως αύριο. Απλώνω ένα καλάθι με ρούχα για να τα διπλώσω και ξεχύνονται παντού εσώρουχα και παντελόνια. Απομακρύνομαι από το δωμάτιο για ένα λεπτό επειδή το μωρό και πάλι φωνάζει, κάνω την υπόλοιπη μπουγάδα και η στοίβα με τα ρούχα ολοένα και μεγαλώνει. Το σαλόνι γεμίζει με χοροπηδητά και γέλια, τα ρούχα σκορπίζονται παντού. Ξεφυσώ – είμαι τόσο κουρασμένη για να τον συνετίσω.
Το μωρό κοιμάται. Ανήσυχο μεν, αλλά κοιμάται. Πηγαίνω τον άλλον στο κρεβάτι του, γράφει το eimaimama.gr, και ξαπλώνω αγκαλιά μαζί του. Είναι τόσο ζεστός, μια ζεστασιά που έχει μόνο το δέρμα ενός μωρού, που είναι τόσο γεμάτο και λείο και ανέμελο. Αλλά φωνάζει «δεν είμαι μωρό! Δεν είμαι μωρό και δεν χρειάζεται να ξαπλώσω!» «Θα φωνάξω τον μπαμπά σου! Πέσε για ύπνο!» Τρία λεπτά ησυχίας και η πόρτα ανοίγει και πάλι τρίζοντας, και ακούω τα βήματά του στο πάτωμα. Του δείχνω το κρεβάτι του και φεύγει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Μπορώ να δω τη σκιά του να κινείται από μια χαραμάδα αλλά προσπαθώ να το αγνοήσω, ελπίζοντας πως θα κοιμηθεί.
Το σπίτι είναι και πάλι ήσυχο για 10 λεπτά.
Το λάπτοπ είναι εκεί όπου το άφησα, κλειστό, και εκεί είναι και ο καφές μου από το πρωί. Είναι πλέον κρύος αλλά πίνω μια γουλιά. Αρπάζω ό,τι βρω στο ψυγείο, γεμίζω το στόμα μου, μασουλώ λίγα πράγματα και ετοιμάζομαι για δουλειά. Ξεκουράζομαι σε μια πολυθρόνα, με το λάπτοπ να ζεσταίνει τα πόδια μου και συνειδητοποιώ πως διψάω πολύ αλλά είμαι έτοιμη να δουλέψω και δεν θέλω να σηκωθώ. Τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο, βαθιά ανάσα, και πάμε. Αλλά... ξυπνάει το μωρό. Κλικ. Έχουμε να θηλάσουμε.
Ήρθε η ώρα να πάρω τον άλλον από το σχολείο. Έχω να ξυπνήσω τον άλλον που κοιμάται. Του μιλάω μπας και ξυπνήσει. Στριφογυρνά και χώνεται στις αγαπημένες του κουβέρτες και τον παίρνω στα χέρια μου κοιμισμένο. Είναι ιδρωμένος και μυρίζει λιγάκι τσίσα. Αρχίζω να χαζοτραγουδώ ακατάληπτα τραγούδια προσπαθώντας να τον κάνω να ξυπνήσει, αλλά δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται. Του βάζω μπότες και ξεκινάμε. Αναρωτιέμαι τι να φτιάξω για βραδινό απόψε.
Καθυστερούμε τρία λεπτά να φτάσουμε το σχολείο και όλα τα νηπιάκια είναι γύρω από τη δασκάλα τους στο προαύλιο. Οι καλές μαμάδες ήρθαν και πήραν τα παιδιά τους τρία λεπτά πιο πριν. Το γλυκό μου νηπιάκι με εντοπίζει, εγώ να σπρώχνω με δυσκολία το καρότσι ανάμεσα σε ένα μάτσο μαμάδες και εκείνος έρχεται τρέχοντας. «Σε περίμενα, πού ήσουν;»
Σταματάμε στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα. Κάνω ένα τηλεφώνημα καθώς τα παιδιά μαλώνουν στο πίσω κάθισμα. Κάνουμε μια στάση στο μανάβικο αλλά έχω ξεχάσει τι χρειαζόμαστε. Αγοράζω γάλα, μούρα και βαμβάκι.
Στο σπίτι, αρχίζουν να φαίνονται οι πρώτες επιπτώσεις του ύπνου που διέκοψα. Ο μικρός έχει αφηνιάσει. Να είσαι ψύχραιμη και σταθερή, υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Πετάει ένα παιχνίδι, αν του πω τώρα να σταματήσει θα γίνει μάχη. Να είσαι ψύχραιμη και σταθερή. Προσπαθώ να είμαι όσο ήρεμη γίνεται αλλά σπάει το φράγμα της υπομονής μου και στέλνω ένα οργισμένο μήνυμα στον άντρα μου. «Θα βρω δουλειά εκτός, να μείνεις εσύ σπίτι». Δεν απαντά.
Το μωρό πεινάει. Τον θηλάζω.
Είκοσι λεπτά αργότερα, το μωρό κοιμάται ρουθουνίζοντας σα μικρό γουρουνάκι και κλείνω λιγάκι την πόρτα. Πηγαίνω στο σαλόνι και ξεραίνομαι στο πάτωμα. Τα αγόρια δεν αργούν να με μιμηθούν. Τους αρέσει να κρατιούνται από τα πόδια μου και γω να τους σηκώνω στον αέρα. Τσιρίζουν από τα χαχανητά. Το ένα θέλει να το γαργαλήσω. Αχ, τα χαχανητά τους. Είναι διαπεραστικά και τα μάτια μου τους λένε να συνεχίσουν. Τα δικά τους μάτια μου λένε κάνε αστεία μαμά, θέλουμε να χαχανίσουμε! Ο μικρός αγριάνθρωπος γλύκανε με τα χάδια και καθώς βάζει το κεφάλι του στο στήθος μου μπορώ να νιώσω το ξεκαρδιστικό του γέλιο μέχρι τα κόκαλά μου. Έπειτα ανοίγει η πόρτα. Ήρθε ο μπαμπάς. Το πρόσωπό του έχει συνοφρυωθεί, ανησυχεί για τη μέρα μου, σκέφτεται το μήνυμά μου. «Α, αυτό, δεν ήταν τίποτα. Κοίτα, περνάμε τέλεια τώρα», λέω.
Το μωρό θέλει να θηλάσει κι έτσι γλιτώνω το να φτιάξω βραδινό. Ο μπαμπάς προσπαθεί να φτιάξει χάμπουργκερ στο τηγάνι. Τα αγόρια γελούν και πάλι και τρώμε.
Το νηπιάκι μου θέλει να το βοηθήσω με τα μαθήματά του. Αλλά όχι πάρα πολύ. Μπορεί λέει να τα κάνει και μόνος του! Με βοηθούν λιγάκι να συγυρίσουμε την κουζίνα και προσπαθώ να το κάνω να φαίνεται παιχνίδι. Χτυπάει το κουδούνι και το παιχνίδι σταματά. Ο μπαμπάς ψάχνει τα κιάλια του αλλά εγώ δεν θυμάμαι που βρίσκονται. Κάποιος θέλει να κάνει αφρόλουτρο και κάποιος άλλος όχι. Έχουν μείνει λίγα αποφάγια στο πιάτο και τα τρώω πάνω από το νεροχύτη.
Καταφέρνω να χωρέσω όλα τα ρούχα στο πλυντήριο. Ο νεροχύτης είναι πλέον άδειος και το πλυντήριο πιάτων βουίζει. Πόσο ανακουφιστικός αυτός ο ήχος. Τα αγόρια αρχίζουν να ησυχάζουν, καθώς η ενέργειά τους εξανεμίζεται. Αργά και σταθερά. Όλοι μας νιώθουμε μια ζεστασιά. Όλοι μας νιώθουμε ευτυχισμένοι. Είναι όμορφα.
Το μωρό θηλάζει.
Τα αγόρια θέλουν να δουν τηλεόραση πριν κοιμηθούν. Ξαπλώνουμε όλοι στο κρεβάτι. Κάποιος γελάει τόσο δυνατά που πέφτει κάτω. Είναι ώρα για ύπνο.
Πλένουμε τα δόντια, πάμε τουαλέτα, διαβάζουμε μια ιστορία. Εγώ τραγουδώ τα τραγούδια μου όσο κάποιος κλαίει. Συνεχίζω να τραγουδάω. Τρεις φορές είπα πως αυτό θα είναι το τελευταίο γι' απόψε. Όλοι είναι κουκουλωμένοι, εγώ ησυχάζω σιγά σιγά με κάθε στιγμή ηρεμίας. Το μωρό θηλάζει με κλειστά μάτια, τον βάζω για ύπνο καθώς τα μάτια μου αρχίζουν να κλείνουν και το μυαλό μου να ταξιδεύει.
Υπέγραψα εκείνο το δελτίο συμμετοχής του για την εκδρομή του σχολείου;
Αναρωτιέμαι αν κλείδωσα την πόρτα.
Πρέπει να κλείσω ραντεβού για να κουρευτούν σύντομα.
Θα απαντήσω αύριο μάλλον σε κείνα τα email.
Άραγε καταλαβαίνουν τα παιδιά μου πόσο τα αγαπάμε;
Θα πρέπει να μειώσω τους υδατάνθρακες.
Μπορεί και να το καταλαβαίνουν, τους δίνω όμως αρκετή προσοχή;
Έχουμε καθυστερήσει να επιστρέψουμε τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.
Αλήθεια, δίνω αρκετή προσοχή στον καθένα τους;
Ελπίζω να έχω αρκετά ζελεδάκια για το αυριανό τους κολατσιό.
Θα πρέπει να τους φτιάχνω το κολατσιό από το προηγούμενο βράδυ.
Α κάτσε, αύριο είναι Σάββατο...
Ουφ
Δεν μ' αρέσει να πηγαίνω στο σουπερμάρκετ το Σάββατο.
Δεν αργούν να ακουστούν τα πρώτα βήματα στην κουζίνα μέσα στο σκοτάδι. Αλλά δεν ανοίγω τα μάτια μου και ο μπαμπάς στέλνει τα ποδαράκια αυτά και πάλι στο κρεβάτι. Δύο... όχι, τρεις φορές. Ώσπου είναι πια 10μμ και επικρατεί μια ηρεμία στο μυαλό μου και στο σπίτι. Όλοι κοιμούνται, ξεκουράζονται για να υποδεχτούν το αύριο.
Η μαγεία της αυριανής ημέρας είναι πως θα είναι ακριβώς όπως η σημερινή, απλά τα πάντα θα είναι διαφορετικά.
Ξεκουράζομαι.
Έρχονται τα μεσάνυχτα και το μωρό θηλάζει.
Ξεκουράζομαι.
1:40 πμ, θηλασμός.
Ξεκουράζομαι.
2:30 πμ και το μωρό κλαίει, αλλάζω πλευρό και το αφήνω να κλάψει.
4:00 πμ θηλάζουμε.
Ξεκουράζομαι.
6:10 πμ και εμείς θηλάζουμε. Θα πρέπει να σηκωθώ, θα μπορούσα να κάνω τόσα πράγματα τώρα που το σπίτι είναι ήρεμο.
Κοιμάμαι.
Μετά από λίγο, δυο μικρά αγοράκια με το χνώτο τους να βγαίνει ζεστό απ' το στόμα τους και τα ρουθούνια τους σαν μικροί δράκοι τρυπώνουν στο δωμάτιό μου. Κουρνιάζουν στο πλάι μου, ακουμπώντας τα πρόσωπά τους στο δικό μου και σιγοψιθυρίζουν κάτω απ' την καυτή ανάσα τους: «Μανούλα;»
Είναι πρωί και γω σηκώνομαι.