Επειδή ονομάζεται «ηλεκτρονική» πολλοί νομίζουν ότι πρόκειται για πρόσφατο επίτευγμα. Δεν τους περνάει από το μυαλό ότι δεν υπήρχαν ανέκαθεν συνθετητές (τα γνωστά συνθεσάιζερς), ότι κάποια μεγαλοφυΐα πρέπει να κρύβεται πίσω από την ιδέα παραγωγής ανύπαρκτων ήχων, ότι η πηγή των techno και ambient ηχοτοπίων πάει πολύ πίσω και πιο συγκεκριμένα κάπου στα εγκεφαλικά κύτταρα ενός τρομερού Αμερικανού μηχανικού ονόματι Ρόμπερτ Μουγκ...
Ο Ρόμπερτ Άρθουρ «Μπομπ» Μουγκ (Robert Arthur "Bob" Moog) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 23 Μαΐου 1934. Ο ίδιος προτιμούσε να προφέρεται το επίθετο του Μογκ αντί Μουγκ, για να του θυμίζει τη γερμανική καταγωγή της οικογένειάς του. Από μικρός έδειξε έφεση για τα ηλεκτρονικά και σε ηλικία 14 ετών κατασκεύασε το πρώτο του ηλεκτρονική όργανο, ένα theremin (θέρεμιν ή αιθερόφωνο), σε μια εποχή που η ηλεκτρονική επεξεργασία του ήχου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Μετά την αποφοίτησή του από το ονομαστό «Λύκειο των Επιστημών» του Μπρονξ, σπούδασε ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και απέκτησε διδακτορικό στη φυσική μηχανική από το πανεπιστήμιο Κορνέλ.
Το 1953 ίδρυσε την εταιρεία R.A. Moog Co και τον επόμενο χρόνο πούλησε το πρώτο του θέρεμιν προς 49,95 δολάρια. Το 1964 ήταν η μεγάλη χρονιά για τον Μουγκ, όταν κατασκεύασε ένα ιδιαίτερα πρακτικό ηλεκτρονικό συνθετητή με πλήκτρα, το Minimoog, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με σχετική ευκολία αν συγκριθεί με τα τεραστίων διαστάσεων και πολύπλοκα στη χρήση τους συνθεσάιζερ της εποχής του.
Όπως είχε δηλώσει κάποτε ο ίδιος, όταν έφτιαχνε το πρώτο του συνθεσάιζερ δεν είχε ιδέα τι έκανε. Απλά περνούσε διασκεδαστικά την ώρα του, μέχρι που βρέθηκε ο πρώτος πελάτης, που εκδήλωσε ενδιαφέρον για να αγοράσει ένα από αυτά. Έτσι ξεκίνησε να κατασκευάζει συνθετητές και έμελλε να θέσει τα θεμέλια για το μουσικό κύμα της ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά και να επηρεάσει ριζικά και πολλά άλλα είδη, όπως η ποπ και η ροκ μουσική.
Το 1968 ο συνθετητής Moog έγινε ευρύτερα γνωστός, όταν η αμερικανίδα μουσικός Γουέντι Κάρλος ερμήνευσε, μόνο με αυτό το όργανο, συνθέσεις του Μπαχ στο άλμπουμ της Switched-on Bach, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και κέρδισε βραβείο Γκράμι. Οι πωλήσεις του εκτοξεύτηκαν αμέσως και δεν ήταν λίγα τα καθιερωμένα ονόματα, από τον χώρο της μουσικής, που έσπευσαν να το χρησιμοποιήσουν στις ενορχηστρώσεις τους.
Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο ανταγωνισμός από άλλους κατασκευαστές συνθεσάιζερ έβαινε αυξανόμενος και ο Μουγκ αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που επιδεινώθηκαν από την κακή διαχείριση της εταιρίας. Έτσι, το 1971 πούλησε την Moog Music (μετεξέλιξη της αρχικής R.A. Moog Co) και επτά χρόνια αργότερα άνοιξε μια νέα εταιρία, την Big Briar, που κατασκεύαζε όργανα κατά παραγγελία και συσκευές ηχητικών εφέ.
Το 1993 η Moog Music έκλεισε και μετά από μακρά δικαστική μάχη, κατάφερε να ανακτήσει τα δικαιώματα της παλιάς του εταιρείας το 2002 και ξεκίνησε να πουλά και πάλι ηλεκτρονικά όργανα, που έφεραν το όνομά του, για πρώτη φορά μετά από περισσότερα από 20 χρόνια.
Οι συνθετητές Moog έχουν χρησιμοποιηθεί από σπουδαία ονόματα της ροκ μουσικής, όπως οι Beach Boys (Good Vibrations), Beatles (Abbey Road), Rolling Stones, Grateful Dead, Doors και Φρανκ Ζάππα, αλλά και η Γουέντι Κάρλος στη μουσική επένδυση της ταινίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Κουρδιστό Πορτοκάλι. Μάλιστα, την παράδοση και τον ιδιαίτερο ήχο αυτών των ηλεκτρονικών οργάνων διατηρούν και πιο σύγχρονοι καλλιτέχνες, όπως ο Brian Eno, οι Cure και ο Fat Boy Slim.
Ο Μουγκ θεωρούσε ότι η επιτυχία του οφείλεται και στο γεγονός ότι πάντα συμβουλευόταν τους μουσικούς στη φάση σχεδίασης του κάθε μοντέλου συνθετητή, φτάνοντας έτσι πιο εύκολα στην εμπορική επιτυχία. Το 1970 έλαβε ειδικό Γκράμι για την προσφορά του στη μουσική.
Ο Ρόμπερτ Μουγκ παντρεύτηκε δύο φορές. Το 1958 τη δασκάλα Σίρλεϊ Μέι Λι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι και το 1996, μετά τον χωρισμό του από τη Λι, με την καθηγήτρια Φιλοσοφίας Ιλεάνα Γκραμς. Στις 28 Απριλίου 2005 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 21 Αυγούστου 2005, σε ηλικία 71 ετών.