Αρνητικά κρίνουν οι επτά στους δέκα το έργο της τρικομματικής κυβέρνησης, ενώ η πλειοψηφία (63%) πιστεύει ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα είναι περισσότερο επιτυχής από την προηγούμενη. Αυτό προκύπτει από τις απαντήσεις στην τρίτη ποσοτική έρευνα για το 2013 που πραγματοποίησε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθήνας με τίτλο «Οικονομικό Βαρόμετρο». Η έρευνα πραγματοποιείται, κατ' εντολή του ΕΒΕΑ, από την εταιρία ALCO, ενώ τα ευρήματά της επεξεργάζεται το Κέντρο Μελετών και Ερευνας του ΕΒΕΑ.
Η έρευνα διεξήχθη μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων σε δείγμα 1.000 ατόμων ηλικίας 18 και άνω από όλη την Ελλάδα, το χρονικό διάστημα μεταξύ 25 και 27 Ιουνίου.
Δίνοντας στη δημοσιότητα την έρευνα, ο πρόεδρος της ΚΕΕ (Κεντρική Ενωση Επιμελητηρίων) και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος τόνισε: «Η νέα έρευνα του ΕΒΕΑ καταδεικνύει ότι η κοινωνία έχει εξαντλήσει τις αντοχές της. Προφανώς, αυτή είναι και η βασική αιτία των αρνητικών κρίσεων, τόσο για την προηγούμενη, όσο και για τη σημερινή κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι οι πολίτες αμφιβάλλουν ακόμη και για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, όπως η εξυγίανση του δημόσιου τομέα. Είναι προφανής η ανάγκη αλλαγής πολιτικής, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το πολιτικό προσωπικό της χώρας, αλλά και να προχωρήσουν επιτέλους όλες εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν μια νέα ώθηση στην οικονομία και την κοινωνία. Είναι πλέον καιρός για μέτρα άμεσης απόδοσης που θα τονώσουν το κλίμα στην αγορά και στην κοινωνία».
Αναλυτικότερα, συμβαδίζοντας με τις πρόσφατες εξελίξεις και τις αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, το ΕΒΕΑ θεώρησε επίκαιρη την αξιολόγηση του έργου της απερχόμενης κυβέρνησης. Κατά συνέπεια, ένα από τα θέματα που έθεσε ήταν το κατά πόσον το έργο της κυβέρνησης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜΑΡ ήταν θετικό ή αρνητικό. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων υποστήριξε ότι το έργο της τρικομματικής κυβέρνησης ήταν αρνητικό κατά το συντριπτικά υψηλό ποσοστό του 67% (σχεδόν 7 στους 10), ενώ μόλις 24% των συμμετεχόντων το έκρινε θετικά.
Το δεύτερο θέμα που επέλεξε το ΕΒΕΑ να θέσει, διατηρώντας μια αλληλουχία γεγονότων, ήταν οι προσδοκίες αναφορικά με την αποδοτικότητα της νέας κυβέρνησης. Και εδώ, οι απαντήσεις που συγκεντρώθηκαν διαμόρφωσαν αρνητικό κλίμα, με το 63% των συμμετεχόντων να πιστεύει ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα είναι περισσότερο επιτυχής από την προηγούμενη, ενώ μόλις το 28% πιστεύει στην επιτυχή πορεία της νέας κυβέρνησης και το 9% δεν διαμόρφωσε καμία γνώμη στο θέμα αυτό.
Σχετικά διχασμένη εμφανίστηκε η κοινή γνώμη αναφορικά με το τρίτο επίκαιρο θέμα του ΕΒΕΑ, το οποίο αναφέρεται στη δυνατότητα της νέας κυβέρνησης να μειώσει το δημόσιο τομέα στο χρονοδιάγραμμα που έχει επιβάλλει η τρόικα. Οι συμμετέχοντες θεωρούν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, σε ένα ποσοστό που πλησιάζει το 50% (49%), ενώ το 36% θεωρεί ότι η νέα κυβέρνηση διατηρεί τη δυνατότητα αυτή και πως θα επιτύχει το στόχο που έχει θέσει η τρόικα. Σημαντικό, όμως, είναι και το ποσοστό αποχής το οποίο ανήλθε στο 15%, δηλώνοντας είτε αδιαφορία είτε άγνοια.
Ολοκληρώνοντας την τρίτη έρευνα του Οικονομικού Βαρόμετρου για το 2013, δεν θα μπορούσαν να λείψουν τα δυο βασικά ερωτήματα που σχετίζονται με τη γνώμη των πολιτών για την πορεία τόσο της ελληνικής οικονομίας όσο και των προσωπικών τους οικονομικών. Πιο αναλυτικά, πολύ υψηλό ποσοστό των συμμετεχόντων, το οποίο ανέρχεται στο 70%, εξακολουθεί να είναι απαισιόδοξο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας όμως μείωση κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες από τα επίπεδα του Ιουνίου 2012. Αντίστοιχα, ο δείκτης αισιοδοξίας σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, έχει αυξηθεί κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες (από 8% στο 16%), ενώ η διαφορά στα ποσοστά απορροφήθηκε από τη μερίδα των συμμετεχόντων η οποία δεν θέλησε να συμμετάσχει στο ερώτημα.
Στο δεύτερο πάγιο ερώτημα που τίθεται σε κάθε Οικονομικό Βαρόμετρο του ΕΒΕΑ και σχετίζεται με την πορεία των προσωπικών οικονομικών των πολιτών, το ποσοστό απαισιοδοξίας ξεπέρασε το 70%, μειωμένο όμως κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες από το προηγούμενο έτος (από 85%, στο 73%). Παράλληλα, αυξήθηκε το ποσοστό αισιοδοξίας κατά 6%, καταλήγοντας στο 14% από το 8% του προηγούμενου Ιουνίου. Και εδώ, αυξήθηκε το ποσοστό των συμμετεχόντων που επέλεξε να μη συμμετάσχει, από 7%, στο 13%.