Την άποψη πως η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου δεν γνώριζε το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετώπιζε η Ελλάδα πριν αναλάβει την εξουσία εξέφρασε ο Πολ Κρούγκμαν. Σε άρθρο του στη βελγική εφημερίδα De Standaard, ο νομπελίστας οικονομολόγος αναφέρει πως η ελληνική κρίση αιφνιδίασε καθώς δεν ήταν γνωστά τα επακριβή στοιχεία.
Στο άρθρο του με τίτλο «Πώς η πολιτική και η ψυχολογία μπορούν να χειροτερεύσουν μια κρίση», ο Πολ Κρούγκμαν επισημαίνει πως η ελληνική κρίση αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία», καθώς η τότε ελληνική κυβέρνηση γνώριζε μεν ότι υπήρχε ένα υπέρογκο δημόσιο έλλειμμα, εντούτοις μόνον όταν ανέλαβε την εξουσία συνειδητοποίησε την έκταση του προβλήματος. «Τότε ήταν που αντιλήφθηκε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε μαγειρέψει τα δημοσιονομικά στοιχεία, με αποτέλεσμα τόσο το έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος να ήταν τελικά πολύ υψηλότερα από ότι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί», παρατηρεί.
Στο άρθρο του ο Κρούγκμαν θεωρεί ότι η ελληνική κρίση απετέλεσε «μάνα εξ ουρανού» για τους πολέμιους των θεωριών του Kέϊνς, στο μέτρο που τους έδωσε την ευκαιρία να υπογραμμίσουν την ανάγκη για δημοσιονομική εξυγίανση και να καταδείξουν τους κινδύνους που απορρέουν από την αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Σύμφωνα με τον συντάκτη, η ελληνική κρίση υπήρξε «θείο δώρο» για τους αντι-κεϊνσιανούς , στο βαθμό που αποδείκνυε περίτρανα τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια δημοσιονομική χαλάρωση. Μέχρι και σήμερα όσοι τολμούν να ταχθούν εναντίον των πολιτικών λιτότητας ή να μιλήσουν για την ανάγκη λήψης μέτρων τόνωσης της ανάπτυξης χλευάζονται από τους πιστούς της δημοσιονομικής ορθοδοξίας που τους κατηγορούν ότι «θέλουν να κάνουν τις ΗΠΑ μια νέα Ελλάδα», προσθέτει.
Οι επιπτώσεις όμως από την αλλαγή πλεύσης που επιβλήθηκε το καλοκαίρι του 2010 υπέρ των πολιτικών δραστικής λιτότητας, αποδείχτηκαν τελικά «καταστροφικές», σημειώνει ο διάσημος οικονομολόγος. Για το λόγο αυτό, συμπληρώνει, το ΔΝΤ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η προσέγγιση που ακολούθησε στην ελληνική κρίση υπήρξε λανθασμένη.
Παράλληλα, ο Πολ Κρούγκμαν αποδίδει την εμμονή που δείχνουν οι διαμορφωτές γνώμης στις πολιτικές λιτότητας - παρά την προφανή αναποτελεσματικότητά τους - στον ψυχολογικό παράγοντα.
«Σε όλους μας αρέσει να διαβάζουμε ένα αφήγημα που κινείται μέσα στους άξονες καλό-κακό. Είμαστε επίσης έτοιμοι να πιστέψουμε ότι τα πάντα έχουν την βαθύτερη ηθική σημασία τους. Εάν προβάλλουμε αυτή την έμφυτη ανάγκη μας στο πεδίο των μακροοικονομικών, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι τείνουμε ευήκοον ους στις αντιλήψεις ότι τα δεινά της λιτότητας οφείλονται απλά και μόνο στις δημοσιονομικές υπερβολές και ως εκ τούτου, θεωρούμε το «δέον γενέσθαι» ως ένα κομμάτι μιας αναπόφευκτης πορείας εξυγίανσης», εξηγεί.