Ο Κώστας Πολυχρονόπουλος είναι μια ασυνήθιστη περίπτωση Ελληνα. Κάθε μέρα στήνει το πρόχειρο κουζινάκι του σε διαφορετικό σημείο της Αθήνας και προσφέρει εντελώς δωρεάν φαγητό σε όποιον το έχει ανάγκη.
«Δεν πρόκειται για φιλανθρωπία, ελεημοσύνη ή κάποιου είδους συσσίτιο. Οχι, αυτό που κάνουμε εδώ λέγεται αλληλεγγύη...» λέει στη Lifo, ο εμπνευστής της κοινωνικής κουζίνας «Ο Αλλος Ανθρωπος».
Ξεκίνησε την ανιδιοτελή δράση του τον Δεκέμβριο του 2011, έπειτα από ένα περιστατικό που, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, τον στιγμάτισε. «Εργαζόμουν για 25 χρόνια στον χώρο της διαφήμισης και του μάρκετινγκ ως στέλεχος σε μια πολυεθνική εταιρεία. Τον Σεπτέμβριο του 2009 έχασα τη δουλειά μου και έως σήμερα παραμένω άνεργος. Το πρώτο διάστημα ήταν σκληρό. Αναγκάστηκα να μετακομίσω και σε ηλικία 47 ετών επέστρεψα στο πατρικό μου, όπου μένω πλέον με τη μητέρα μου. Εκανα πολλές προσπάθειες να βρω δουλειά, όμως όλες έπεσαν στο κενό. Κι εγώ με τη σειρά μου σε πολύμηνη κατάθλιψη. Δεν ήθελα να βλέπω κανέναν, δεν ήθελα να βγαίνω έξω, ήμουν μονίμως χαμένος στις σκέψεις μου. Συνολικά έκανα ένα εξάμηνο να βγω από το σπίτι. Ωσπου μια μέρα αποφάσισα να κάνω έναν περίπατο για να καθαρίσει κάπως το μυαλό μου από την κλεισούρα. Και τότε συνέβη κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Περπατώντας στον δρόμο αντίκρισα δυο παιδιά, όχι μεγαλύτερα από 14 ετών, να παλεύουν πάνω από έναν κάδο απορριμμάτων για ένα σάπιο μήλο. Χτυπούσαν με μανία το ένα το άλλο, προσπαθώντας να το πάρουν. Η εικόνα αυτή με συγκλόνισε. Γυρίζοντας σπίτι, πήρα τηλέφωνο μια φίλη και τη ρώτησα αν θα την ενδιέφερε να βγούμε παρέα και να μοιράσουμε φαγητό σε κόσμο που έχει ανάγκη. Δέχτηκε και την επόμενη μέρα φτιάξαμε μερικά σάντουιτς και πήραμε τους δρόμους. Στην αρχή οι περαστικοί, ακόμα και οι άποροι, μας αντιμετώπιζαν με δισταγμό – παρότι προσφέραμε εντελώς δωρεάν φαγητό, κανείς δεν το έπαιρνε. Ετσι, τα πρώτα σάντουιτς αναγκαστήκαμε να τα φάμε εμείς. Όμως, δεν το βάλαμε κάτω. Ξαναβγήκαμε λίγες μέρες μετά και αυτήν τη φορά τα πράγματα πήγαν καλύτερα. Σήμερα, η κοινωνική κουζίνα «Ο Αλλος Ανθρωπος» ταΐζει 3.000 ανθρώπους τον μήνα, δηλαδή περίπου 90-100 άτομα την ημέρα».
Για τον Κώστα αυτό το κατόρθωμα δεν είναι παρά μια συλλογική νίκη, γιατί με τον καιρό ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έσπευδαν να τον βοηθήσουν, προσφέροντας φαγητό. «Καμιά φορά ακούω να λένε ότι ο Ελληνας είναι απαθής προς τον συνάνθρωπό του, πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο εαυτός του. Από την εμπειρία μου και μόνο θα σου πω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα πλήθος ανθρώπων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις προσφέρθηκε να βοηθήσει, ο καθένας με τον τρόπο του. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα, τα οποία με συγκίνησαν για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Το πρώτο είναι ο ορισμός της αλληλεγγύης. Πέρσι, ένα μεσημέρι μαγείρευα στο Πεδίον του Αρεως, όταν ξαφνικά με πλησιάζει ένας ηλικιωμένος άντρας και με ρωτά τι κάνω εκεί. Από τα ρούχα του φαινόταν φτωχός άνθρωπος και πίστεψα ότι ήθελε να μου ζητήσει φαγητό. Οταν του εξήγησα τι έκανα, ξέσπασε σε λυγμούς και δεν μπορούσα να τον συνεφέρω με τίποτα! Και τότε ο παππούς έκανε κάτι που μου έσκισε την καρδιά στα δύο. Εβγαλε από μία σακούλα μια φραντζόλα ψωμί και την έκοψε στη μέση. Κλαίγοντας μου είπε: "Λεβέντη μου, λεφτά δεν έχω, ούτε φαγητό να σου δώσω, μονάχα αυτήν τη φραντζόλα ψώνισα σήμερα. Σου δίνω τη μισή για να φάνε κι άλλοι άνθρωποι. Πάρ’ τη, σε παρακαλώ, αυτό που κάνεις είναι πολύ σημαντικό". Τρελάθηκα! Το βράδυ σκεφτόμουν το περιστατικό και κατέληξα πως αυτό ακριβώς είναι η αλληλεγγύη. Να προσφέρεις κάτι από το υστέρημα, όχι από το περίσσευμά σου. Το άλλο παράδειγμα αφορά μια κυρία της καλής κοινωνίας, η οποία είναι σύζυγος πολύ γνωστού εφοπλιστή και μου φέρνει πολύ συχνά, μόνη της πάντα, δεκάδες σακούλες με φαγητό, για να έχω αποθέματα και να μην ξεμένω. Μόνο μία χάρη μου έχει ζητήσει. Να μη μάθει ποτέ κανείς το όνομά της».
Κατά καιρούς έχουν προσεγγίσει τον Κώστα αρκετοί φορείς αλλά και μεγάλα σούπερ μάρκετ, για να τον βοηθήσουν στο έργο του. Ουδέποτε αποδέχτηκε κάποια από τις προτάσεις τους. «Υπάρχουν σκοπιμότητες πίσω από αυτού του τύπου τις “βοήθειες” και δεν θέλω να τους κάνω τη χάρη. Θα προχωρήσω μόνος μου, συντροφιά αποκλειστικά και μόνο με ανθρώπους που στέκονται δίπλα μου από καρδιάς. Οι εταιρείες, η Εκκλησία ή άλλοι φορείς πιστεύουν ότι οι άποροι είναι ζώα που θα τους πετάξουν λίγο φαγητό και αυτοί θα τρέξουν να τους γλείψουν το χέρι. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί έχουν ανάγκη κάτι περισσότερο. Κάποιον να τους ακούσει, να επικοινωνήσει ουσιαστικά μαζί τους την ώρα που μοιράζονται ένα πιάτο φαΐ. Αυτό είναι που τους λείπει, όχι η ελεημοσύνη της κακιάς ώρας». Την ώρα που συζητάμε με τον Κώστα το συνεργείο του γαλλικού Canal Plus –που έχει φτάσει στο μεταξύ– τραβάει πλάνα από την αυτοσχέδια κουζίνα του. Μια μεσόκοπη περαστική κυρία ρωτά τη γαλλόφωνη δημοσιογράφο Αγγελική Κουρούνη και τον καμεραμάν Χριστόφορο Γεωργούτσο από πού είναι. Όταν της απαντούν «από τη Γαλλία», εκείνη αρχίζει να φωνάζει: «... Δείξτε τα, δείξτε, να δουν τα χάλια μας». Ο Κώστας παρεμβαίνει ευγενικά: «Οχι, κυρία μου, δεν είναι εδώ για να δείξουν τα χάλια μας, αλλά την αλληλεγγύη μας. Το ξεχασμένο μας φιλότιμο που ξυπνά και πάλι έπειτα από 20 χρόνια χειμερίας νάρκης».
Πίσω, ένα ζευγάρι Γερμανών τουριστών συλλέγει πληροφορίες για την κουζίνα. Οταν μαθαίνουν ότι ο Κώστας είναι άνεργος και, παρ’ όλα αυτά, προσφέρει δωρεάν φαγητό σε άπορους, δείχνουν έκπληκτοι. Ο άντρας ρωτά πώς μπορούν να βοηθήσουν κι εκείνοι. «Πείτε στη φράου Μέρκελ να μη μας ζορίζει τόσο πολύ...» λέει κομματάκι ειρωνικά μια κυρία, η οποία συχνά-πυκνά φέρνει τρόφιμα στον Κώστα. «Αυτό, μάλλον, πρέπει να το πει ο πρωθυπουργός σας...» απαντά ο ετοιμόλογος Γερμανός, ανταποδίδοντας με ένα χαμόγελο. Δειλά-δειλά οι πρώτοι «θαμώνες» της κοινωνικής κουζίνας «Ο Αλλος Ανθρωπος» κάνουν την εμφάνισή τους στο πλακόστρωτο του Θησείου. Το μενού έχει σήμερα κοτόπουλο με μανέστρα.
Ρεπορτάζ: Αντώνης Ντινιακός
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής