Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος αναζητά εξορκιστή: Σου αρέσει δε σου αρέσει, το δεδομένο είναι πως 22 χρόνια μετά την πρώτη ουσιαστικά ελληνική ροκ όπερα που γράφτηκε και ανέβηκε στο θέατρο, κανείς άλλος δεν τόλμησε να καταπιαστεί με το είδος.
Εκτός από τον ίδιο το δημιουργό της και την ίδια πρωταγωνίστρια που επανέλαβαν το εγχείρημα των «Δαιμόνων» με τη «Μάλα». Πράγμα που σημαίνει, σε απλά ελληνικά, και ανεξάρτητα με το αν τους γουστάρεις ή όχι, ότι τόσο ο Νίκος Καρβέλας όσο και η Άννα Βίσση έχουν γράψει ιστορία. Ή μάλλον για την ακρίβεια, έχουν ανοίξει ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική ιστορία. Κι αυτό είναι μη αμφισβητήσιμο όσο κι αν η δυσκοιλιότητα του έντεχνου κατεστημένου αρνείται να το χωνέψει. Έχεις κάθε δικαίωμα να μη γουστάρεις ούτε το Νίκο ούτε την Άννα, όπως και να μη γουστάρεις τους «Δαίμονες» αλλά ειδικά για το τελευταίο, το να μη γουστάρεις τους «Δαίμονες» δηλαδή, θα ήταν καλό πριν τον αφορισμό σου να ξεκαθαρίσεις, αν δεν τους γουστάρεις επειδή ανήκουν στον Καρβέλα και την Βίσση, αν δεν τους γουστάρεις επειδή γενικά βγάζεις φλύκταινες με το μιούζικαλ ή επειδή απλώς έτσι, πρέπει να πεις κάτι αρνητικό για να το πεις.
Γιατί πολύ απλά, αν αγαπάς το μουσικό θέατρο, και αν το γνωρίζεις σαν είδος, δε σε παίρνει να πεις κάτι αρνητικό. Εντελώς όμως. Κατ' αρχάς ο Καρβέλας όχι απλά το γνωρίζει απ' έξω και ανακατωτά , αλλά πρέπει να έχει λιώσει ότι παρτιτούρα έχει πέσει στα χέρια του. Κι αυτό είναι ολοφάνερο από το πως συνθέτει στους «Δαίμονες», χρησιμοποιώντας ένα πλήθος αναφορών και ευγενών δανείων. Θα επιμείνω στη λέξη «δανείων» για να ξεκαθαρίσω κάτι. Στην τέχνη και ειδικά στη μουσική, το να «ψαρέψεις» ένα μοτίβο και να το ανασκευάσεις δημιουργικά μέσα στη δική σου σύνθεση, όχι απλά δεν είναι ντροπή αλλά είναι μαγκιά. Αρκεί να το κάνεις με ταλέντο. Ο Χατζιδάκις είναι από τους πρώτους «δασκάλους» αυτής της τέχνης, απλά επειδή είναι ο Χατζιδάκις, κανείς δεν τολμάει να αναφερθεί στα κλασικότροπα «δάνεια» του. Στους «Δαίμονες» ο Καρβέλας αποδεικνύεται άριστος μελετητής του είδους. Έχοντας ξεσκονίσει όχι μόνο τα major δείγματα γοτθικής ροκ όπερας, όπως μας τη δίδαξε ο Άντριου Λόιντ Γουέμπερ, αλλά ακόμα και τους αντιγραφείς του Γουέμπερ όπως είναι ο «Τζέκιλ και Χάιντ», μέχρι τα πιο street wise, σύγχρονα δείγματα του είδους. Έχει κατανοήσει την έννοια και την τοποθέτηση (στο μουσικό θέατρο πάντα εννοώ) του ντουέτου, του ελαφρύ ιντερμέντζο, του chorus, του κλασσικότροπου κρεσέντο και του εμβόλιμου χιτ – σουξέ που θα γίνει «σημαία».
Όχι, δεν έχω βγάλει και γλώσσα να, για γλείψιμο, απλά, τυχαίνει να γνωρίζω και να αγαπώ το είδος όσο λίγοι κι αυτό το λέω χωρίς καμία έπαρση. Το 'χω λιώσει το μιούζικαλ κι ας μην έχω τις απαραίτητες μουσικολογικές γνώσεις για να το αναλύσω, έχω όμως περίσσευμα στην εμπειρία μου από αυτό. Τόσο ώστε να μπορώ να καταλάβω τουλάχιστον, τη διαφορά στη μουσική διεύθυνση αυτών των remixed "Δαιμόνων» που παίζονται φέτος στο Παλλάς από τον Αλέξη Πρίφτη. Ο οποίος όχι απλά ξεσκόνισε το υλικό του Καρβέλα, αλλά ανέδειξε όλη του την ποικιλία και τις ποιότητες, κάνοντας το να αστράφτει.
Σε μια παραγωγή, για να έρθουμε στο διά ταύτα, που είναι από τα ελάχιστα δείγματα μουσικού θεάτρου made in Greece που θα μπορούσαν άνετα να ταξιδέψει έξω. Όχι, δεν είναι όλα τέλεια στην παράσταση, πουθενά στη ζωή δεν είναι όλα τέλεια (ευτυχώς). Και ειδικά στις πρώτες της μέρες όπως την είδα. Υπάρχουν σκηνές που χρειάζονται εμφανώς τριμάρισμα. Υπάρχει μια ενδυματολογική ασυνέπεια ανάμεσα στις ατυχείς εμπνεύσεις της Ντένης Βαχλιώτη (ειδικά στη σκηνή του παλατιού) και το gothic leather fashionistas που φαίνεται να έχει επιβάλλει ο σκηνογράφος Μανώλης Παντελιδάκης. Kαι μια αμηχανία σκηνοθετικού χειρισμού από τον Κακλέα καίριων σκηνών εντυπωσιασμού όπως η κούκλα που πέφτει από τα κιγκλιδώματα. (Αφήστε την κάτω την κούκλα κύριε Κακλέα μου, όταν τη σηκώνει ο Δαίμονας, χαλάει όλο το εφέ). Υπάρχει όμως για να φύγουμε από τα αρνητικά, όγκος δουλειάς τεράστιος, εμφανής και συγκινητικός (αν και κάποιες φορές μπουρδουκλώνεται από τον υπερβάλλοντα ζήλο του). Ειδικά για ελληνική θεατρική παραγωγή σε εποχή κρίσης. Που δικαιωματικά, μπορεί να ονομαστεί υπερπαραγωγή.
Πάνω απ' όλα όμως υπάρχει μια Άννα Βίσση, στα 50κάτι της, που καταφέρνει κάτι που ελάχιστοι ηθοποιοί μπορούν να πετύχουν. Προσπαθεί χωρίς να του ζαλίζει τον έρωτα γι αυτό και αστράφτει. Ενώ είναι η ντίβα της παράστασης, μπαίνει σε δεύτερο πλάνο χωρίς δισταγμό όταν το απαιτεί το έργο. Για να επιστρέψει θριαμβευτικά σε πρώτο πλάνο όταν χρειαστεί. Όταν το ζητάει ο ρόλος της. Δεν εστιάζει στο ναρκισσισμό που δικαιολογημένα έχει κάθε σταρ αλλά στο έργο, την επικοινωνία του και την καθαρότητα της οπερατικά τραγουδιστικής απαίτησης του. Ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ άλλη ελληνίδα pop τραγουδίστρια που θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα και να αστράψει με τους «Δαίμονες». Σε μιούζικαλ μιούζικαλ μπορεί, σε ροκ όπερα όμως όχι. Και σε σκηνές που όπως όλες οι ανάλογες, «φορτισμένες» σκηνές του μουσικού θεάτρου παγκοσμίως, φλερτάρουν επικίνδυνα στο να γίνουν γελοίες. Ε, στους «Δαίμονες» δε γίνονται.
Παρά τη δύσκολη στο άκουσμα και τη χρήση της ελληνική γλώσσα του λιμπρέτο. Άκουσα διάφορα σχόλια γι αυτό και η απάντηση μου είναι πάρα πολύ απλή. Μετέφρασε μου λέξη προς λέξη το «Φάντασμα της Όπερας» και αν δεν πιάσεις τον εαυτό σου έτοιμο να ξεκαρδιστεί σε κάποιες δραματικές στιγμές σφύρα μου κλέφτικα. Μόνο το «Φάντασμα;» Όπερα μετέφρασε μου, με τη χοντρή κεραυνοβολημένη από τον έρωτα σοπράνο, να ουρλιάζει « «Πεθαίνω Πεθαίνω Πεθαίνω» δέκα λεπτά πριν τελικά ψοφήσει επί σκηνής. Θέμα εξοικείωσης του ελληνικού «απαίδευτου» στο είδος αυτιού μας, είναι και τίποτα άλλο. Η Άννα κατορθώνει να μασκάρει την ηλικία της, χωρίς κανένα φτιασίδι προκύπτοντας 30άρα. Γιατί μάλλον το έχει πετύχει και στη ζωή της. Σαν φιγούρα, ειδικά στο κομμάτι της Νέας Υόρκης, σαν τραγική ηρωίδα, σαν αμήχανη ηθοποιός στο έργο μέσα στο έργο. Σαν φωνή με το ζήλο πρωτοεμφανιζόμενης αλλά την εμπειρία της 50χρονης. Πιο φρέσκια στο σανίδι από ότι στην πίστα λες και το περίμενε για κυτταρική ανανέωση η ρουφιάνα. Απ' τη μία θες να την κάνεις κολλητή σου κι από την άλλη δεν το τολμάς γιατί είναι η σταρ. Σε κρατάει συνεχώς σαν θεατή σε ένα πουτανιάρικο παιχνίδι επαφής- αποστασιοποίησης, για να υπάρχουν και οι διαχωριστικές γραμμές. Και σου σκάει και σαν ιπτάμενο αερικό σε μια σκηνή που ο Κακλέας (και το εφέ) την έχει χειριστεί εξαιρετικά σαν ατμόσφαιρα ενός εφιάλτη που δε θες να τελειώσει.
Με την Εβελίνα Παπούλια από δίπλα, να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα της. Αντί να κάψουν σαν μάγισσα την ηρωίδα που υποδύεται, πρέπει να κάψουν την ίδια την Εβελίνα. Είναι μάγισσα. Φλερτάρει επικίνδυνα με το να βάλει φωτιά στο σανίδι, στα σκηνικά, στον εαυτό της, σε όλα. Ιδρωμένος αίλουρος με φωνή από τον παράδεισο της κόλασης. Για τον Παναγιώτη Πετράκη θα φανώ πιο συγκρατημένος. Ταλαντούχος; Με το παραπάνω. Δυναμικός σαν παρουσία και σαν φωνή; Επίσης. Απλά αυτό το παραπάνω το βιώνει λίγο πιο παραπάνω από ότι θα έπρεπε, πέφτοντας στην παγίδα της ναρκισσιστικής υπερβολής στα πλαίσια ενός ρόλου που είναι από τη φύση του αβανταδόρικος και δε χρειάζεται παραπάνω. Και το μαλλί με το τσουλούφι του Ρουβά σε επιμήκυνση και σε ποζάτο κούνημα δε βοηθάει ιδιαίτερα την κατάσταση.
Ναι, όπως έχεις καταλάβει μέχρι τώρα, αν με αφήσεις ελεύθερο μπορώ να γράφω σελίδες για τους «Δαίμονες». Αφ' ενός γιατί τους αγαπάω σχεδόν ερωτικά. Αφ' ετέρου γιατί πίσω από την επιφανειακή μιουζικαλμέντε απλότητα τους,(ένα ερωτικό τρίγωνο είναι στην ουσία αν το αποδομήσεις) υπάρχουν άπειρα επίπεδα, αναφορές και έρευνα. Από τη σημειολογία των ονομάτων, το πιο απλό, μέχρι το θέατρο μέσα στο θέατρο και την ένωση μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Με κλεισίματα ματιού σε ένα κάρο μυθολογίες, που ξεκινούν από τη γοτθική ρομαντική λογοτεχνία και φτάνουν στα ιλουστρασιόν ιταλικά, αισθησιακά giallo τρόμου της δεκαετίας του 80.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, είναι εντυπωσιακός ο μανδύας απλότητας με τον οποίο καλύπτονται σε ένα «τραγουδιστό», επομένως δύσκολο για δραματουργικές εμβαθύνσεις τόσα πολλά και διαφορετικά. Ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, το καλό και το κακό, το τότε και το τώρα, τη θρησκεία και τον παγανισμό, τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία, την αγάπη και την αρρώστια της. Σε μια πορεία χωρίς νικητές και χαμένους, δομημένη αποσπασματικά, στη λογική του ονείρου. Ή μάλλον του εφιαλτικού ονείρου, κάτι στο οποίο ο Κακλέας είναι μάστορας, και ο Παντελιδάκης επίσης αν και εδώ χρησιμοποιούν μερικές από τις ευκολίες τους στην τέχνη τους. Και δεν δείχνουν όση προσοχή πρέπει στις αλλαγές πίσω από το ριντό που στερούν ένα μέρος της μαγείας.
Ψιλά γράμματα στην τελική, για μια 3ωρη παράσταση που πραγματικά ανυπομονώ να ξαναδώ και να απολαύσω και να συγκινηθώ και να τραγουδήσω. Αλλο δείγμα αυτής της ευφυούς μίξης απλότητας και οπερατικής pop λάμψης, εκ μέρους του Καρβέλα, η σύνθεση του τραγουδιού σήμα κατατεθέν της παράστασης. Αν το αποδομήσεις θα δεις πόσο απλό είναι στην κατασκευή του. Και συγκλονιστικό στο αποτέλεσμα του. Σε μια παράσταση, που κάθε φορά που τη σκέφτομαι, θέλω να γράψω κάτι παραπάνω. Γι αυτό και σταματάω εδώ. Γιατί πρέπει να τη δεις κι εσύ. Απαραίτητα.
YΓ: Ασχετο, αλλά κύριε Νικόλα Καραγκιαούρη (ο κούκλος βαρύτονος ιεροεξεταστής με την απίστευτη φωνή) μπορώ να σας παντρευτώ;
ΔΑΙΜΟΝΕΣ: Παλλάς, Βουκουρεστίου 5 (City Link), Κέντρο
Τηλ.: 2103213100
Παραστάσεις: Βραδ: Τετ.-Σάβ. 9 μ.μ., Κυρ. 8 μ.μ.
Εισ.: € 50, 40, 35, 30, 25, 20, 15, φοιτ.: € 20, ανέργ.: € 15.
***ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο www.twitter.com/klarinabourana. Κάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του fb www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης.