Κάνοντας το κινηματογραφικό του ντεμπούτο κατευθείαν με μεγάλου μήκους ταινία, ο Βαγγέλης Ρήγας υποκύπτει σε πολλές απ’ τις παιδικές ασθένειες του πρωτάρη, κρατάει όμως καθαρό στόχο και λόγο, έστω κι αν δεν έχει κάτι καινούριο να πει. Στις αίθουσες την Πέμπτη 16 Ιούνη.
Επαναφέροντας στο προσκήνιο την προ εικοσιπενταετίας υπόθεση του Φάνη Ζωγράφου, του πρώην αστυνομικού που χρίσθηκε πρωτεργάτης της εισαγωγής των μαφιόζικων μεθόδων οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα όταν συνελήφθη και καταδικάστηκε ως αυτουργός δικτύου προστασίας καταστημάτων της νύχτας και της μέρας, ο Βαγγέλης Ρήγας προσπαθεί να ρίξει φως σε έναν κόσμο που μπορεί να μην είναι τόσο άγνωστος όσο θέλει να πιστεύει ο ίδιος, αλλά αν μη τι άλλο, σίγουρα αξίζει την προσοχή που του αφιερώνει ο νεαρός σκηνοθέτης.
Με κύριο μέλημά του όχι να ερευνήσει την προϊστορία που οδήγησε τον Ζωγράφο στης φυλακής τα σίδερα, αλλά να αφήσει τις μαρτυρίες και τις αφηγήσεις του ίδιου να σου χαράξουν το περίγραμμα της ζωής πίσω απ’ τα κάγκελα, και των δυσκολιών της επανένταξης όσων καταφέρουν να βγουν έξω, ο Ρήγας αφήνει τον ισοβίτη που άντεξε μέχρι την απελευθέρωσή του, να γεμίσει την οθόνη με την αχόρταγη παρουσία του. Ο Ζωγράφος, ένα πραγματικό αξιοπερίεργο ανθρώπου, τόσο σε φυσικό παρουσιαστικό, όσο και σε ψυχολογική απλότητα, δίνει στον Ρήγα έναν αξιόπιστο πρωταγωνιστή, που τραβάει την προσοχή με ζωώδη μαγνητισμό.
Η απλοϊκή γραμμική σκέψη του Ζωγράφου και των συναδέλφων αποφυλακισθέντων που τον περιτριγυρίζουν, στα φιλικά τραπέζια που τον ακολουθεί η κάμερα του Ρήγα, προσφέρουν δροσερή ανάσα ντομπροσύνης εξίσου κυνικής όσο και φολκλορικής, απέναντι στα περισπούδαστα ευχολόγια των ειδικών που μπουκώνουν την οθόνη με πολύπλοκες περίτεχνες και κούφιες αναλύσεις. Αυτή η ειλικρίνεια του Ζωγράφου, τόσο στην γλαφυρή παραστατικότητα των περιστατικών που διηγείται, όσο και στο ύφος ψημμένου βετεράνου που έχει κερδίσει καίγοντας δυο δεκαετίες ζωής μέσα σε συνθήκες κολαστηρίου, βάζουν το βεριτέ στο σινεμά του Ρήγα και προσφέρουν ντοκουμέντο άξιο καταγραφής. Το αποτέλεσμα όμως της ταινίας παραμένει επιφανειακό, δίχως να μπορεί ούτε να εμβαθύνει στην επίδραση ενός τέτοιου μαρτυρίου στον ανθρώπινο ψυχισμό, ούτε να δείχνει τη διάθεση να περάσει στο ρεπορτάζ του εντοπισμού των αιτίων και των υπευθύνων των συνθηκών.
Οι χαμηλές αξίες της παραγωγής βλάπτουν την ταινία μονάχα στο επίπεδο της ανεπάρκειας του σκηνοθέτη να τις καμουφλάρει, ενώ τα δραματικά ιντερλούδια που στήνει για να δώσει κινηματογραφικότητα στο σύνολό του, εκμεταλλευόμενος κιόλας το ψώνιο του πρωταγωνιστή του να το παίξει movie star, αφήνουν ένα cult άρωμα ερασιτεχνικού home-movie περισσότερο, παρά βοηθούν το πρεστίζ του τίτλου τελικά, ο οποίος προσφέρει καθαρή και στέρεη ματιά στην περιγραφή του θέματός του, αλλά υστερεί στην ανάλυση των απαρχών και των συνεπειών του, τόσο στο ατομικό επίπεδο του ανθρώπου που το εμπνέει, όσο και στο γεικότερο του κοινωνικού συνόλου που το υπομένει.