Η Παυλίνα Νάσιουτζικ είναι μητέρα του 20χρονου Νίκου Ρωμανού που συνελήφθη για τη ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης και ερευνάται η συμμετοχή του στην τρομοκρατική οργάνωση Πυρήνες της Φωτιάς.
Η Παυλίνα Νάσιουτζικ είναι διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μελέτες και άρθρα της δημοσιεύονται σε περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Έχει λάβει μέρος σε διεθνή ιστορικά συνέδρια. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στο χώρο του μείζονος ελληνισμού και στον τομέα της ιστορίας των ιδεών (history of ideas).
Ο πατέρας Αθανάσιος Νάσιουτζικ
Το 2008 η Παυλίνα Νάσιουτζικ έγραψε το βιβλίο Τόση Λίγη Αλήθεια στο οποίο εξιστορεί τη δική της εκδοχή για την υπόθεση δολοφονίας στην οποία εμπλέκεται ο πατέρας της Αθανάσιος Νάσιουτζικ, γνωστή ως το Εγκλημα στο Κολωνάκι.
«Θα χρειαστώ όλο μου το θάρρος για να βουτήξω σ' αυτήν τη σκοτεινή σπηλιά των αναμνήσεων και να σας διηγηθώ την ιστορία όχι αντικειμενικά -αυτό είναι αδύνατον- αλλά όπως εγώ την έζησα. Θα ξαναθυμηθώ εκείνη τη μέρα που ξεκίνησαν όλα, γιατί ήταν η μέρα που ο Γιώργος μου είπε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Επίσης ήταν η μέρα που έκλεινα τα 18. Και φυσικά η μέρα που έμαθα ότι ο πατέρας μου κατηγορείται για φόνο» αναφέρει η ίδια στο διήγημά της.
Τι γράφει για τον πατέρα της
Κρατώντας για τον εαυτό της το ψευδώνυμο Ελβίρα, η Νάσιουτζικ ξεκινά την αφήγησή της από τις 25 Σεπτεμβρίου 1984 όταν, ανέμελη φοιτήτρια σε αριστοκρατικό κολέγιο της Ζυρίχης, διαβάζοντας όπως συνήθιζε τις ελληνικές εφημερίδες, πληροφορείται πως ο πατέρας της, Αθανάσιος Νάσιουτζικ, επιχειρηματίας και πρόεδρος εκείνη την περίοδο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, θεωρείται ύποπτος για το φόνο του εμπόρου και συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου, ο οποίος είχε βρεθεί στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Αθήνας άγρια δολοφονημένος με 97 σφυριές.
Είναι η μέρα που η ζωή της κόβεται στα δυο, καθώς, γυρίζοντας αμέσως πίσω, συνειδητοποιεί ότι οι ρόλοι έχουν πλέον αντιστραφεί. Η μεγαλωμένη στα πούπουλα πριγκιποπούλα, με τα καλά σχολεία, τις στρατιές των υπηρετριών και τις καταναλωτικές εμμονές, οφείλει στα 18 της να προστατεύσει «με κάθε τίμημα» εκείνον που την προστάτευε ώς τότε, έχοντας παράλληλα να παλέψει με τις αμφιβολίες που της δηλητηριάζουν την ψυχή. Αμφιβολίες με τις οποίες τη βομβαρδίζει ο άλλος της εαυτός, η «Μίζερι», που «ακόμα και τώρα», όπως γράφει, «δεν μπορώ να την ξεφορτωθώ».
Στο «Τόση λίγη αλήθεια» η Νάσιουτζικ προσφέρει σε κοινή θέα το ρημαδιό του πατρικού της στο Παλαιό Ψυχικό, λύνοντας και τους λογαριασμούς της με την -νεκρή πλέον- μητέρα της, καταγράφει βήμα προς βήμα τις κινήσεις του πατέρα της, από την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του ώς την φυγή του αργότερα στο Παρίσι, όπου κρυβόταν επί μήνες με τη βοήθεια του Ηλία Πετρόπουλου, ανακαλεί με γενναίες δόσεις απέχθειας πρωτοσέλιδα εφημερίδων, δικηγορικές συσκέψεις και κόντρες, στιγμιότυπα δικών και πήγαινέλα στις φυλακές Κορυδαλλού, παραθέτει κάθε τόσο αποσπάσματα από το -υπερασπιστικό για τον Νάσιουτζικ- βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου», και εκφράζει απερίφραστα την ευγνωμοσύνη της στον Γιώργο Χειμωνά, για τη βοήθεια που της προσέφερε ως φίλος και ως ψυχίατρος.
Ο αστός πατέρας
Παράλληλα, μας κάνει κοινωνούς όχι μόνο του γενεαλογικού της δένδρου, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει ένας μακεδόνας μεγαλοτσιφλικάς, αλλά και του πνευματικού κύκλου με τον οποίο δέθηκαν στα νιάτα τους οι ΕΠΟΝίτες γονείς της στη Θεσσαλονίκη, καθώς κι εκείνου στον οποίο κινήθηκαν οι δυο τους μεταπολιτευτικά. Κύκλους αποτελούμενους από προσωπικότητες όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, η Ζωή Καρέλη, ο Μανόλης και η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Κ. Θ. Δημαράς.
Η στάση των ενόρκων, η «σύγκρουση» Κωνσταντόπουλου-Λυκουρέζου, ο ρόλος των δικαστών και των πραγματογνωμόνων, η στάση της οικογένειας και του λογοτεχνικού κόσμου ήρθαν στο προσκήνιο με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της Παυλίνας Νάσιουτζικ «Τόση λίγη αλήθεια»
Κάψτε τα νυφικά
Η Παυλίνα Νάσιουτζικ πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με μία μελέτη -έκτοτε έχει εκδώσει ακόμη μία- και συνέχισε τη συγγραφική της πορεία με τρία ευπώλητα μυθιστορήματα. Στο βιβλίο της «Καψτε τα νυφικά» διάβαζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Οι άντρες είναι σαν τα σκουπίδια: δεν πρέπει να μένουν στο σπίτι, βρομάνε» είναι το μότο ζωής πέντε φιλενάδων.
Η Δανάη ταΐζει τα παιδιά της με απομεινάρια από τις λαμπρές δεξιώσεις της πλούσιας φίλης της· τα δωροδοκεί διαρκώς και νιώθει όμηρος στο ίδιο της το σπίτι (το μόνο καταφύγιό της είναι η τουαλέτα) ενώ ο άντρας, η μαμά και η πεθερά της την αντιμετωπίζουν με παγερή αποδοκιμασία σαν νταντά υπό απόλυση.
Η Λυδία, εξοντωμένη από τα καθημερινά τρίωρα στον Καίσαρη, τον Gavello και τον Καρούζο, παριστάνει τη Ρωσίδα υπηρέτρια όταν της τηλεφωνούν οι αγανακτισμένοι δάσκαλοι των παιδιών της, για να γλιτώσει. Η παραίτηση του σοφέρ της που είχε αναλάβει και χρέη νταντάς τη ρίχνει στο χάος.
Η Εύα ξεφορτώνεται χαρούμενη το χρηματιστή σύζυγο και την πεθερά της για να ανακαλύψει έντρομη ότι της είχε μείνει το πιο βαρύ φορτίο: το παιδί της!
Η Αλίκη, κάποτε η ωραιότερη γκόμενα της Εκάλης, περιφέρει την μισοκατεστραμμένη της ομορφιά σε καφετζούδες και χαρτορίχτρες ενώ ποτίζει κρυφά με ηρεμιστικά τον νευρασθενικό σύζυγό της.
Η Βίκυ βιώνει τη μεγαλύτερη δυστυχία των Βορείων Προαστίων: δεν έχει πισίνα και playroom και βλέπει τη ζωή της να καταρρέει. Έτσι δέχεται με ευγνωμοσύνη τη φιλία της Λυδίας, μόνο και μόνο για να καταλήξει σιγά σιγά σε υπηρεσία της -dame de compagnie, το είδος που ανθεί στα Βόρεια Προάστια.
Πέντε γυναίκες σε φιλίες χαρούμενων capuccino και θλιμμένων espresso, φιλίες που καταρρέουν πιο γρήγορα και από τους δίδυμους πύργους.
Ένας άντρας που θα τις σημαδέψει όλες.
Μια παράξενη ερωτική ιστορία που θα καταλήξει σε μία αυτοκτονία, ένα φόνο αλλά και μία απελευθέρωση».
Μύκονος Μπλουζ, Μαμάδες Βορείων Προαστίων
Η Παυλίνα Νάσιουτζικ έγινε διάσημη με τα δύο μυθιστόρηματά της Μύκονος μπλουζ και Μαμάδες βορείων προαστίων. Σε ειδική σελίδα, προτού αρχίσει η εξιστόρηση του Μύκονος μπλουζ, μαθαίνουμε ότι πρόκειται για γραπτό σίριαλ. Τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια θέματα, άλλος τόπος.
Λέει: «Οχι, αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη έμπνευσης της συγγραφέως ούτε στην επιθυμία να στηριχθεί σε μια πετυχημένη συνταγή. Αλλά η Μύκονος και τα βόρεια προάστια είναι συγκοινωνούντα δοχεία και είναι αδύνατον να μπεις στον έναν κόσμο και να εγκαταλείψεις τον άλλον». Ακολουθεί η εκτενέστερη αφιέρωση που έγινε ποτέ: δισέλιδη, προς τη μητέρα της, που υπήρξε «η πιο ένθερμη εμψυχώτρια». Το χρήμα γίνεται ιδεολογία, θρησκεία, εμμονή. Προσοχή, όμως, σεβαστό είναι μόνο το κληρονομημένο χρήμα. Οι αυτοδημιούργητοι πλούσιοι αντιμετωπίζονται με εμπαθή περιφρόνηση και ανεξήγητη ειρωνεία. «Κοιτάξτε την καημένη, την original social butterfly. Είναι τόσο ευτυχισμένη στην καινούργια της ζωή, τόσο συγκινητικά ευτυχισμένη που ταξιδεύει επιτέλους στο εξωτερικό, που ξέφυγε από το μίζερο διαμερισματάκι της στην Κυψέλη» και αλλού :
«Είναι φυσικό, μεγάλωσε στο Περιστέρι, κόρη εργάτη, έχει το κόμπλεξ των φτωχών να κολλήσουν στους πλούσιους, το βρίσκω πραγματικά εμετικό». Επίσης: «Με γελούν τα μάτια μου ή βλέπω τη Σοφία από το Μπραχάμι στη Μύκονο; [...] Οι άνθρωποι αρνούνται να μείνουν στο κοινωνικό πλαίσιο που τους όρισε η μοίρα ή η κοινωνική τάξη».
Σε δύο κατηγορίες
Σε αντιδιαστολή με την «πλεμπάγια», υπάρχουν και τα σεβαστά πρόσωπα:
«Βλέπετε, ήταν η γνήσια κληρονόμος, οπότε μπορούσε να κάνει τα πάντα, δεν είχε την αγωνία των περισσότερων να βάλει τα σωστά ρούχα, να πάει στα σωστά στέκια, ήταν από μόνη της σωστή». Η Νάσιουτζικ λοιπόν χωρίζει τους Ελληνες σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν όσοι διαβιούν στα βόρεια προάστια και έχουν το χρήμα από την οικογένεια.
Στη δεύτερη ανήκουν όλοι οι υπόλοιποι, που οδύρονται για την πισίνα που δεν έχουν, ντρέπονται για τους γονείς τους και ζηλεύουν τους ανήκοντες στην πρώτη κατηγορία. Το βιβλίο ξετυλίγεται μέσα από επιφανειακές περιγραφές σχέσεων, μέσα από σκηνές συναντήσεων, από αδρές περιγραφές γνωριμιών:
«Πρέπει να παραδεχθώ ότι εγώ που δίνω 500 ευρώ για τις Prada μπότες μου δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πώς συντηρείται ένας άνθρωπος με εννιακόσια ευρώ τον μήνα, γιατί ο τρισκατάρατος Περιστεριώτης δούλευε σε συνεργείο αυτοκινήτων».