Το νέο βιβλίο του Χρήστου Ζαμπούνη με τίτλο «Ιστορίες ενός παιδήλικα» κυκλοφορεί εντός των προσεχών ημερών από τις εκδόσεις Φερενίκη.
Πρόκειται για ένα βιβλίο με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα το οποίο χωρίζεται σε μικρές σχεδόν αυτοτελείς ιστορίες- κεφάλαια προσωπικής αφήγησης, καίριων προσώπων ή γεγονότων στη ζωή του συγγραφέα.
Από τη Βέροια ως τη Χαλκιδική από το Παρίσι ως το Κολωνάκι, από τη δουλειά του ως ξεναγός στη μετάβασή του σε δημοσιογράφο και συγγραφέα. Από το Savoir Vivre έως το τάβλι, από το κεφάλαιο «γάμος» μέχρι τον ρόλο του ως πατέρα.
Ο Χρήστος Ζαμπούνης, «τσαλακώνεται» και μας εντάσσει μέσα από γεγονότα, ιστορίες, δύσκολες αλλά και καλές στιγμές στην ζωή του, με έναν απολαυστικό τρόπο, ενώ δεν λείπει το πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Να τι γράφει ο ίδιος, στο εισαγώγικο του σημείωμα που φέρει τον τίτλο «Ηθελα να εξηγήσω και να εξηγηθώ»:
«Το να διηγείσαι τη ζωή σου είναι λίγο σαν να οργανώνεις το θάνατό σου».
Γκαστόν Ντεφέρ
Ερχεται μια στιγμή που ο άνθρωπος σταματά να κοιτάζει μπροστά και γυρίζει να δει πίσω. Η στιγμή αυτή ήλθε για μένα στο «μέσον της στράτας της ζωής μου», όπως λέει ο Δάντης. Νωρίς; Ίσως. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να εμποδίσει την εσωτερική μου ανάγκη να εξηγήσω και να εξηγηθώ. Τίποτε επίσης δεν μπορούσε να σταματήσει τον μακρύ ήσυχο ποταμό που με οδηγούσε στο παρελθόν. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που ανέκυψαν όταν την 1η Ιανουαρίου του 2010 στο Λονδίνο άρχισα να γράφω, ήταν εάν αξίζει να βιογραφηθεί η συγκεκριμένη ζωή. Η απάντηση ασφαλώς δεν μπορεί να δοθεί προκαταβολικώς. Κι ύστερα, απολαμβάνοντας την εύνοια των μουσών, είπα στον εαυτό μου: ας γράψω τώρα ό,τι είναι να γράψω και βλέπουμε πότε και αν εκδοθεί. Η φόρμα των μπονζάι –λόγω μικρού μεγέθους– αυτόνομων αφηγημάτων ήλθε αβιάστως και φυσιολογικώς. Έτερο ζήτημα που προέκυψε στην πορεία: ποια προτεραιότητα έπρεπε ν' ακολουθήσω; Το ενδεχόμενο εν- διαφέρον του αναγνώστη ή την προσωπική μου έγνοια για ενδοσκόπηση; Ο διά κλίνης χωρισμός μου με τη σύζυγό μου, που συνέβη εκείνες τις ημέρες, έφερε στην επιφάνεια μια φράση του Χένρυ Μίλερ που είχα υπογραμμίσει σε ανύποπτο χρόνο: «Εάν θέλεις να ξεπεράσεις μια γυναίκα, γράψε ένα μυθιστόρημα». Αλλά τα ερωτήματα δεν σταμάτησαν να με κατακλύζουν: θα εκθείαζα τον εαυτό μου, όπως γίνεται συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις, ή θα έδειχνα και τη σκοτεινή του πλευρά; Θα έθιγα πρόσωπα και πράγματα ή θα κρυβόμουν πίσω από τους κανόνες των καλών τρόπων που διεκήρυττα σ' ένα άλλο μου βιβλίο, το Savoir Vivre; Τέλος, θα απεκάλυπτα «καλά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα», όπως ο Ρίκι Μάρτιν που ομολόγησε ότι είναι ένας «ευτυχής gay άνδρας», ή θα υπέκυπτα στην πεπατημένη της λειάνσεως των γωνιών;
Διόλου συμπτωματικώς, την ίδια περίοδο άρχισα να καταβροχθίζω με μανία τις ζωές των άλλων, προσπαθώντας να καταλάβω τη δική μου. Το πρώτο αυτοβιογραφικό βιβλίο που με αιχμαλώτισε ήταν της σχεδόν συνομήλικής μου Σώτης Τριανταφύλλου, Ο χρόνος πάλι. Ακολούθησαν το Un roman français του επίσης συνομηλίκου και γνωστού από το Παρίσι Φρεντερίκ Μπαϊγκμπεντέ, η τριλογία του φίλτατου Κωνσταντίνου Τζούμα, το διασκεδαστικό Bossypants της Τίνα Φέι, και ουκ ολίγα παλαιότερα, όπως το Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο του Βασίλη Ραφαηλίδη, o Συμβιβασμός του Ηλία Καζάν ή τα Σκόρπια φύλλα της ζωής μου του Δροσίνη. Ο κύβος είχε ριφθεί. Δίχως να καταλάβω πώς, άρχισα να καταγράφω πυρετωδώς επεισόδια, διαλόγους, υποθετικά κεφάλαια, σκέψεις και κρίσεις. Η υπόθεση δεν ήταν απλή, διότι σ' αντίθεση μ' αυτούς που διαθέτουν φωτογραφική μνήμη, η δική μου ήταν μάλλον αδύναμη.
Ως εκ θαύματος, με τη συγγραφή των πρώτων σελίδων, η λογοτεχνία άρχισε ν' ανασύρει από τη μνήμη ό,τι ο ίδιος είχα λησμονήσει. Με την πάροδο των ημερών, ο χρόνος άρχισε να μετριέται αλλιώς· από το εάν, τι και πόσο είχα γράψει. Περπατούσα στο δρόμο ή οδηγούσα ή κολυμπούσα, και οι προτάσεις ανέβλυζαν σαν το νερό από την πηγή. Τελείωνα ένα κεφάλαιο και οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους στη θέα ενός αν- θρώπου που χαμογελούσε στο διάβα τους.
Μία σειρά από απώλειες υπήρξαν καταλύτης για μια άνευ προηγουμένου εσωστρέφεια: ο θάνατος του πατέρα μου, η διάσταση με τη σύζυγό μου, η διακοπή της συνεργασίας μου με το Life&Style, η οικονομική κρίση, όλ' αυτά δεν ήταν ένα είδος τετραπλού πένθους που αιτιολογεί τη σκέψη του Ντεφέρ; Μήπως άραγε το εγχείρημα εσήμαινε ότι τελείωνε ο χρόνος της έντονης δράσεως κι έπαιρνε τη σκυτάλη ο χρόνος της αντίστροφης μετρήσεως; Ή μήπως απλώς να υπάκουα στο πνεύμα του στίχου του Καβάφη «Μνήμη, φύλαξέ τα εσύ ως ήσαν»;
Δυόμιση χρόνια μετά από το πρώτο χειρόγραφο έχω την εντύπωση ότι η συγγραφή του «Παιδήλικα» υπήρξε άκρως θεραπευτική. Μου επέτρεψε μεταξύ άλλων να συγκροτήσω μια θλίψη που έμοιαζε ανίκητη. Σήμερα η αρχική παραίτηση φαίνεται ότι έχει αντικατασταθεί από πνευμα- τική αναπτέρωση, ενώ οι αρνητικές σκέψεις έχουν δώσει τη θέση τους στην ψυχική ανθοβολία. Όπως έλεγε ο πρίγκιπας της Σαλίνα στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι Ο Γατόπαρδος, «πρέπει ν' αλλάζουν τα πράγματα για να μείνουν ίδια».