Tον Μάιο του 1919, η Ελλάδα βρέθηκε μία ανάσα πριν από την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, ενός δόγματος που καθοδήγησε την ελληνική εξωτερική πολιτική για σχεδόν 100 χρόνια. Τα τρία χρόνια της Εκστρατείας από το 1919 μέχρι το 1922 σημαδεύτηκαν από λαμπρές στιγμές, μεγάλες νίκες αλλά και μεγάλες ήττες με την τελευταία πράξη του δράματος να γράφεται στην προκυμαία της Σμύρνης. Ενενήντα χρόνια μετά, οι ιστορικοί μοιάζουν διχασμένοι σε σχέση με την αναγκαιότητα και την πορεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Έπρεπε ή όχι να πάμε στη Σμύρνη; Υπήρχε καλύτερη μοίρα για τους Έλληνες από τη σφαγή και τον ξεριζωμό;
Το iefimerida.gr σας προσκαλεί στο πρώτο ιστορικό ντιμπέιτ δίνοντας στους αναγνώστες την ευκαιρία να αποκτήσουν μια συνολική εικόνα του ζητήματος και να καταθέσουν τις απόψεις τους. Έπρεπε ή όχι να πάμε στη Σμύρνη;
- Γιώργος Μιχαηλίδης: «Θα ήταν εθνική προδοσία να αγνοηθούν τόσοι πολλοί Έλληνες την κρίσιμη στιγμή»
Η Ελλάδα μετά την πτώχευση του 1893 και τον ατυχή πόλεμο του 1897, κατάφερε μέσα σε μόλις 22 χρόνια να απελευθερώσει περιοχές που θεωρούνται παραδοσιακά κομμάτια του ελληνισμού ασχέτως εάν πληθυσμιακά το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε ή όχι. Θεσσαλία, Ήπειρος, Κρήτη, νησιά Αιγαίου, Μακεδονία, Θράκη, όλες αυτές οι περιοχές ποτίστηκαν με το αίμα των Ελλήνων αγωνιστών προκειμένου να ελευθερωθούν. Μαζί με το αίμα αυτό όπως ήταν φυσικό χύθηκε και αίμα πολλών άλλων βαλκανικών λαών οι οποίοι και αυτοί πάσχιζαν για την δική τους εθνική ολοκλήρωση.
Το 1919 μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν οριστικά (με ορισμένες επιφυλάξεις πάντως) την διάλυση του Μεγάλου Ασθενούς (Οθωμανική Αυτοκρατορία). Είναι μία περίοδος που τα συμφέροντα μιας μεγάλη αυτοκρατορίας, της Βρετανικής, ταυτίζονται για πρώτη φορά με τα ζητήματα του Ελληνισμού. Η Ελλάδα, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά κύριο λόγο πετυχαίνουν το αδιανόητο. Οι Έλληνες αποβιβάζονται στην Σμύρνη ως εγγυητές της τήρησης της τάξεως, προκειμένου να προστατευθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί ασχέτως εθνότητας, οι οποίοι ήδη λίγο μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, σφαγιάζονταν από τους Νεότουρκους.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να πούμε πως είναι πραγματικά δύσκολο να υποστηρίξεις μία εκστρατεία η οποία κατέληξε όπως όλοι ξέρουμε. Ωστόσο τα επιχειρήματα έχουν να κάνουν με τις συνθήκες με τις οποίες πήγε η Ελλάδα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου και όχι με τις εξελίξεις κατά την διάρκεια της Εκστρατείας, οι οποίες ήταν πολλές και δεν πρέπει να αναλυθούν εδώ. Το πόνημα αυτό δεν πρόκειται περί ενός «what if - Τι θα γινόταν αν», αλλά στο να στηριχθεί πως η σωστότερη επιλογή για την περίοδο εκείνη ήταν η απόβαση στην Σμύρνη.
Λίγο πριν την Μικρασιατική Εκστρατεία, η Ελλάδα έχει σχεδόν τα ίδια σύνορα με σήμερα, όχι όμως και τον ίδιο πληθυσμό. Εντός των συνόρων κατοικούσαν περίπου 4.000.000 Έλληνες πολίτες, την ίδια ώρα που οι Έλληνες σε Μικρά Ασία, Κωνσταντινούπολη και Βόρεια Ήπειρο, υπολογίζονταν σχεδόν σε άλλους τόσους. Αυτό και μόνο είναι η βάση για να στηρίξει ο Ελευθέριος Βενιζέλος την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» ο Γιάννης Καψής, για την δράση του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Διασυμμαχικό Συμβούλιο του 1918:
«Ο Βενιζέλος υποστηρίζοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις, υπέβαλε στο Διασυμμαχικό Συμβούλιο επίσημες τουρκικές στατιστικές αποδεικνύοντας, ότι μόνο στα βιλαέτια του Αϊδινίου (Σμύρνης) και Προύσης και στα σαντζάκια των Δαρδανελλίων και του Ικονίου διέμεναν 1.013.195 Έλληνες, με 652 σχολεία και 91.538 μαθητές. Και άλλες 350.000 Έλληνες ζούσαν στην περιοχή της Τραπεζούντας, όπου ζητούσε την δημιουργία αρμενικού Κράτους.
»Αλλά και μετά την προσάρτηση των περιοχών της δυτικής Μικράς Ασίας, που διεκδικούσε η Ελλάδα, θα παρέμεναν υπό τουρκικό ζυγό 922.000 Έλληνες διασκορπισμένοι στο βάθος της Ανατολής. Αν στους αριθμούς αυτούς προστεθούν οι 450.000 πρόσφυγες που είχαν ήδη φτάσει στην Ελλάδα και οι 900.000 που έπεσαν θύματα των σφαγών του 1914-15, αποδεικνύεται, ότι ανατολικά του Αιγαίου, πριν τους Βαλκανικούς πολέμους ζούσαν 3.635.195 Έλληνες».
Στους παραπάνω αριθμούς δεν προστίθενται οι Έλληνες της Κύπρου, της Βορείου Ηπείρου, αλλά και αυτοί της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι αριθμοί όσο υπερβολικοί και εάν ακούγονται σήμερα, επιβεβαιώνονται περίπου και από τα στοιχεία που παραθέτει και ο Δημήτρης Λιβάνιος στο βιβλίο «Εμείς οι Έλληνες», στο οποίο τονίζεται πως μόνο στο βιλαέτι του Αϊδινίου που αποτελείτο από τέσσερα σαντζάκια, σύμφωνα με τις στατιστικές του 1910 και αυτές του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1912, υπήρχε πληθυσμός περίπου 1.650.000 περίπου κατοίκων από τους οποίους οι 620.000 ήταν Έλληνες και οι 940.000 Τούρκοι, ενώ τους αριθμούς συμπλήρωναν οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και άλλες μικρότερες ομάδες.
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε το επίπεδο των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας που τόσο βιοτικά όσο κοινωνικά και πολιτισμικά ήταν σαφώς ανώτερο από αυτό των Ελλαδιτών. Οι πόλεις τους ήταν πιο μεγάλες, πλούσιες και πιο αναπτυγμένες. Μόνη εξαίρεση για την μητροπολιτική Ελλάδα ήταν η κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη.
Αν κοιτάξουμε λοιπόν τους αριθμούς αυτούς, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου υπήρχε μία... δεύτερη Ελλάδα, η οποία ήταν και πιο πλούσια. Επίσης βρισκόμαστε σε μια χρονική περίοδο που όπως διαφαίνεται οι αλλαγές των συνόρων φτάνουν σιγά σιγά στο τέλος τους. Έτσι προκειμένου να δομηθεί ένα κράτος που θα ευημερεί και θα έχει τις δυνατότητες να κοιτάξει το μέλλον χωρίς να είναι φοβικό απέναντι σε ιστορικούς γείτονες, επιβάλλεται η προσάρτηση των εδαφών αυτών στον εθνικό κορμό.
Οι Έλληνες όμως δεν ήταν τα «αδιαφιλονίκητα φαβορί» για να πάρουν την εντολή απόβασης της Σμύρνης. Φυσικά είχαν ήδη από το 1915 εκφράσει τις διεκδικήσεις προτάσσοντας ως επιχείρημα το ελληνικό στοιχείο, όμως αξιώσεις στην Ιωνία είχαν και οι Ιταλοί. Κατέχοντας τα Δωδεκάνησα και εφαρμόζοντας μία πολιτική εποικισμού η οποία είχε αρχίσει να φέρνει αποτέλεσμα, οι Ιταλοί επεδίωκαν να επεκτείνουν τα σύνορα των εδαφών που είχαν στο Αιγαίο και στην δυτική Μικρά Ασία. Έτσι απειλούσαν ευθέως τους Συμμάχους με προέλαση και κατάκτηση της Σμύρνης.
Οι Ιταλοί δεν ήταν όμως ο μοναδικός αντίπαλος της Ελλάδας. Όπως είναι φυσικό το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν εχθρικό απέναντι στους «άπιστους γκιαούρηδες». Ο όρος «μουσουλμανικό στοιχείο» δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Οι Τούρκοι ως έθνος δεν υπάρχουν εκείνη την περίοδο. Είναι μόλις που έχουν αρχίσει την σταδιακή τους αφύπνιση μετά το κίνημα των Νεότουρκων. Ο Κεμάλ είναι αυτός που οδηγεί τους μουσουλμάνους να δουν τις εξελίξεις μέσα από ένα εθνικό κάτοπτρο και όχι θρησκευτικό.
Την εποχή εκείνη λοιπόν, η Νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυριολεκτικά καταρρέει όχι μόνο εδαφικά αλλά και πολιτικά, καθώς ο Σουλτάνος είναι έρμαιο των Δυτικών προκειμένου να διαφυλάξει την εξουσία του. Ο στρατός της Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει, διαλύεται, εκτός από ένα μικρό κομμάτι του που είχε μείνει στην περιοχή του Πόντου προκειμένου να πολεμήσει σε ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας, το οποίο όμως χρησιμοποιήθηκε τελικά για την Γενοκτονία των Ποντίων.
Ηγέτης του τουρκικού στρατού είναι ο Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος καθοδηγεί την έκρηξη του επαναστατικού του κινήματος κατά του Σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο άνδρας αυτός εκείνη την περίοδο θεωρείτο από τους Συμμάχους ως τρομοκράτης και μόλις στο τέλος του 1920 και αρχές του 1921 αρχίζει και λαμβάνει βοήθεια από τους Γάλλους, τους Ιταλούς αλλά και την Σοβιετική Ένωση του Λένιν.
Πραγματιστικά, ο ελληνικός στρατός είχε ένα ποιοτικό, ποσοτικό, αλλά και διοικητικό πλεονέκτημα απέναντι στις ορδές του Κεμάλ. Ο Έλληνας στρατιώτης, είτε κατώτερος σε αξίωμα, είτε ανώτερος, μπαρουτοκαπνισμένος και έμπειρος από τους Βαλκανικούς Πολέμους αποτελούσε την πιο αξιόμαχη και έμπιστη επιλογή σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί επίσης πως ο Ελληνισμός είχε ένα όπλο που ποτέ του δεν χρησιμοποίησε και αυτό ήταν οι Πόντιοι αντάρτες που ήταν ουσιαστικά στην πλάτη όχι μόνο των Οθωμανών αλλά και του ίδιου του Κεμάλ. Όχι μόνο δεν έστειλε στρατό να αποβιβαστεί από τα βόρεια της Μικράς Ασίας, αλλά άφησε τους Ποντίους κυριολεκτικά στην τύχη τους.
Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ένα περιστατικό στο οποίο περιγράφεται η συνάντηση μίας ποντιακής αντάρτικης ομάδας τον Ιούνιο του 1921 με τον αρχιστράτηγο Παπούλα. Η συνάντηση έγινε στην θέση Ιλνάρ Κατραντζί λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Σαγγαρίου. Περίπου 20 Πόντιοι μαχητές διασπούν τις τουρκικές γραμμές και συναντώνται με τον ελληνικό στρατό για να ζητήσουν βοήθεια.
Οι αντάρτες προσέφεραν 3960 χρυσές λίρες προς ενίσχυση του στρατεύματος που είχαν μαζέψει μετά από έρανο των κατοίκων των χωριών του Τοπ Τσαμ. Ζήτησαν όμως πολεμοφόδια, τυφέκια καθώς και ένα σύνταγμα πεζικού και μία μικρή δύναμη πεζικού. Οι αντάρτες υποστήριξαν πως οι δυνάμεις αυτές ήταν αρκετές προκειμένου όταν ενώνονταν μαζί με τις πολλές διάσπαρτες αντάρτικες ομάδες, να χτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό από τα νώτα του.
Ο Παπούλας την κρίσιμη εκείνη στιγμή αρνήθηκε επικαλούμενος γραφειοκρατικές αγκυλώσεις αφήνοντας μία σημαντική ευκαιρία συνεργασίας με τον ποντιακό ελληνισμό για να έρθει εις πέρας το τιτάνιο έργο που είχε αναλάβει η Ελλάδα. Σημειώνεται πως οι ομάδες των Ποντίων μόνο μη υπολογίσιμες δεν ήταν. Πέραν από τις πάμπολλες επιτυχίες τους απέναντι σε υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, υπολογίζεται πως το 1921 οι Πόντιοι αντάρτες ανέρχονταν περίπου στους 15.000 άνδρες.
Συνοψίζοντας υπέρ της Μικρασιατικής Εκστρατείας υπάρχουν τα εξής επιχειρήματα:
- Ο ακμαίος Ελληνισμός στα εδάφη της Μικράς Ασίας που δικαιολογούσε την στρατιωτική παρουσία.
- Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν –έστω και με αμφιβολίες- στο πλευρό των Ελλήνων.
- Ο Τουρκικός-Οθωμανικός στρατός ήταν σαφώς κατώτερος από τον ελληνικό.
- Οι Τούρκοι είναι διχασμένοι και ξεκινούν έναν εμφύλιο με την άνοδο του Κεμάλ.
- Δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο προστασίας των χριστιανών στην Μικρά Ασία.
Τέλος σε ξεχωριστή παράγραφο αξίζει να τονιστεί πως ο μοναδικός τρόπος -ιστορικά- να έχεις απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου, ήταν να κατέχεις και τις δύο του ακτές. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα με τους Τούρκους, είναι η κληρονομιά της αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
- Γιώργος Κοκκόλης: «Η Σμύρνη θα χανόταν έτσι κι αλλιώς»
Δεν είναι εύκολο να υπερασπιστείς μια θέση που εκ των πραγμάτων δεν εστερνίζεσαι, ιδίως όταν αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις προσωπικές σου πεποιθήσεις αλλά και την καταγωγή σου. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό στα ιστορικά ντιμπέιτ να παρουσιάζονται και οι δύο πλευρές ώστε να γίνεται κατανοητή η λεγόμενη «μεγάλη εικόνα».
Ας δούμε λοιπόν τον αντίλογο. Η κίνηση του Βενιζέλου στο να διεκδικήσει το βιλαέτι της Σμύρνης στις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων ήταν μια κίνηση μεγάλου ρίσκου η οποία ήταν καταδικασμένη εξ' αρχής για τέσσερις λόγους:
- ακόμη κι αν οι Τούρκοι δέχονταν την ελληνική κατοχή της Σμύρνης, η πόλη θα μαράζωνε
- χάθηκαν «σιγουράκια» της διαπραγμάτευσης όπως η Κύπρος, η Βόρεια Ήπειρος και εν τέλει η Ανατολική Θράκη
- ενδεχόμενη εμπλοκή μόνο της Ιταλίας στη δυτική Μικρά Ασία θα προστάτευε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής χωρίς να εκθέσει την Ελλάδα
- ο Βενιζέλος έπρεπε να δώσει βάση στη δημιουργία ενός Αρμενοποντιακού κράτους ή να επιδιώξει διαύλους επικοινωνίας με τον Κεμάλ
Το πρώτο και βασικότερο επιχείρημα που αρθρώθηκε κατά της κατάληψη της Σμύρνης είχε εκφραστεί από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι το ανάγλυφο της Ανατολίας δεν επέτρεπε τη δημιουργία μετώπου στην Μικρά Ασία που να μπορεί να προστατεύεται στρατιωτικά ως μόνιμο σύνορο (πολλές φορές μιλώντας για τη Σμύρνη αγνοούμε πως η Ελλάδα δεν προσάρτησε ποτέ την περιοχή αλλά βρέθηκε εκεί ως εντολοδόχος (mandate) των Μεγάλων Δυνάμεων).
Ωστόσο υπάρχει και ένα δεύτερο εξίσου ενδιαφέρον αντεπιχείρημα, το οποίο είναι καθαρά οικονομικής φύσης και έχει να κάνει με τον οικονομικό μαρασμό που θα βίωνε η πόλη ακόμη και σε περίπτωση που ο Κεμάλ αποδεχόταν την ελληνική διοίκηση.
Ακόμη λοιπόν και στην περίπτωση που η επαναστατική κυβέρνηση του Ατατούρκ δεχόταν τα πεπραγμένα των Σεβρών, η ελληνική κυβέρνηση θα είχε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές-κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της επιλογής, αφού η πόλη θα μαράζωνε οικονομικά καθώς η όλη της εξαγωγική δύναμη βασιζόταν στις πρώτες ύλες που κατέφθαναν από το εσωτερικό της Ανατολίας. Αν λοιπόν οι Τούρκοι αποδέχονταν τις Συνθήκες, είναι προφανές ότι θα επέλεγαν ένα άλλο λιμάνι της δυτικής Μικράς Ασίας προκειμένου να εξάγουν τις πρώτες ύλες παρακάμπτοντας τα ελληνικά εδάφη. Συνεπώς, οι μικρές παραγωγικές δυνατότητες του βιλαετιού της Σμύρνης θα οδηγούσαν σταδιακά στον οικονομικό μαρασμό της πόλης.
Συνεπώς, στις διαπραγματεύσεις των Συνθηκών Ειρήνης στο Παρίσι, ο Βενιζέλος εξάντλησε σπουδαίο πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο για μια περιοχή με πολύ μεγάλες δυσκολίες προσάρτησης στον εθνικό κορμό. Αντ' αυτής λοιπόν θα μπορούσε να εστιάσει σε περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς που ήταν πολύ πιο εύκολο να ενσωματωθούν, όπως λ.χ. η Κύπρος και η Βόρειος Ήπειρος.
Η περίπτωση της Κύπρου θα ήταν μια σχετικά εύκολη υπόθεση, αφού η Βρετανία είχε προτείνει στην κυβέρνηση Ζαϊμη το 1915 την παραχώρηση του νησιού με αντάλλαγμα μια ναυτική βάση στο Αργοστόλι και στρατιωτικές διευκολύνσεις στη Σερβία που δεχόταν επίθεση από την Αυστροουγγαρία.
Σε ότι αφορά την Ιταλία που ήταν ο «ιθύνων νους» πίσω από την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, θα δεχόταν να αποδοθεί στην Ελλάδα προκειμένου να αποσπάσει τα εδάφη της Σμύρνης και του Αϊδινίου.
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, ο Βενιζέλος θα είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τα εν λόγω εδάφη αλλά και να κλειδώσει την προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφάλιζε την χερσόνησο της Καλλίπολης. Ακόμη και στην περίπτωση που οι Σύμμαχοι αποχωρούσαν από τα Δαρδανέλλια και την Κωνσταντινούπολη, η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να πιέζει διαρκώς την Τουρκία ενώ θα ενίσχυε την στρατηγική της θέση διατηρώντας τον έλεγχο των Στενών έστω κατά το ήμισυ.
Συνεπώς, ο Βενιζέλος έπρεπε να στρέψει το βάρος της διαπραγμάτευσης σε δύο πυλώνες: Στην δημιουργία ενός ισχυρού ανεξάρτητου Αρμενοποντιακού κράτους στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ΕΣΣΔ προκειμένου να εξασφαλίσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής και στην προώθηση των Ιταλών στη δυτική Μικρά Ασία προκειμένου να εκθέσει εκείνους στην στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Τούρκους. Παράλληλα αν επεδίωκε τη δημιουργία διαύλων επικοινωνίας με τους επαναστάτες του Κεμάλ θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκτήσει ρόλο διαμεσολαβητή, εξασφαλίζοντας έτσι ένα απροσδόκητο σύμμαχο του Ατατούρκ και παράλληλα να δρομολογήσει μια σαφώς καλύτερη λύση για τους Έλληνες από αυτή που δόθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης τον Αύγουστο του 1922 και στη Λωζάννη το 1923.
Η εν λόγω υπόθεση εργασίας φυσικά θεωρεί δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να σταθεί στη Μικρά Ασία και πως κάποια στιγμή οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολίας θα υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ωστόσο η όλη πορεία του εθνικιστικού κινήματος τόσο στην Τουρκία όσο και στην ευρύτερη περιοχή έδειξε πως δεν υπήρχαν πια περιθώρια για πολυεθνικά κράτη.
Επίσης δεν λαμβάνει υπόψιν το μοιραίο αποτέλεσμα των εκλογών του 1920, θεωρώντας πως μια τέτοια διαπραγμάτευση θα μείωνε τους κραδασμούς που θα μπορούσε να προκαλέσει η παλλινόστηση του Κωνσταντίνου αναφορικά με τις σχέσεις της Ελλάδας με τους Συμμάχους.
Φυσικά τα ιστορικά διλήμματα είναι αμείλικτα στον τρόπο με τον οποίο τείθενται και είναι σαφές ότι ποτέ ένας Έλληνας πρωθυπουργός που θα είχε τη δυνατότητα να βρεθεί στη Μικρά Ασία να παραμελήσει τόσο την γεωστρατηγική της σημασία όσο και τους πληθυσμούς της για εδάφη που θεωρούντο «δευτέρας διαλογής» στην ελληνική ατζέντα τη δεδομένη στιγμή. Ωστόσο αν είχαν επιλεγεί αυτά, η Ελλάδα θα είχε μια σαφώς καλύτερη θέση και οι Μικρασιάτες ενδεχομένως μια καλύτερη μοίρα από αυτή που τους επιφύλαξε η Ιστορία...