Πρώτα ήταν η Τουρκία, μετά ήρθε η κόντρα των ΗΠΑ με τους Κινέζους, μετά ξαναήρθε η Τουρκία, τώρα «έσκασε» η Ιταλία.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν αναταράξεις στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και στις αγορές ομολόγων, ωστόσο η πίεση που ασκήθηκε και ασκείται στην Ελλάδα επιβεβαιώνει το ότι παραμένουμε ο εύκολος στόχος, ο αδύναμος κρίκος.
Η «επίθεση» στις τραπεζικές μετοχές -και όχι μόνο- με το «καλημέρα» της χθεσινής συνεδρίασης δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, μετά από τον «πόλεμο» Ρώμης- Βρυξελλών το Σαββατοκύριακο. Ωστόσο, αυτό που προβληματίζει, ή μάλλον τρομάζει, είναι το ότι δεν φαίνεται στον ορίζοντα σημείο στήριξης, σημείο αντίδρασης.
Οι πληροφορίες από τραπεζικές πηγές αναφέρουν ότι αναζητήθηκε συνδρομή από τους «έξω», υπό τη μορφή κάποιου είδους επίσημης δήλωσης για την ευστάθεια του εγχώριου συστήματος, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αυτονόητη, με δεδομένο ότι τα πρόσφατα stress tests έδειξαν ότι δεν τίθεται θέμα κεφαλαιακής επάρκειας.
Ωστόσο, επειδή τα χρηματιστήρια λειτουργούν με τους δικούς τους κανόνες, κρίθηκε σκόπιμο να κρατηθούν χαμηλά οι τόνοι, αφού, όπως παραδέχονται και άνθρωποι της αγοράς, «όταν διαβεβαιώνεις ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, πολλές φορές αυτό λειτουργεί ανάποδα».
Η ουσία είναι ότι τα περιθώρια αντίδρασης στην παρούσα φάση, τόσο από τις ελληνικές Αρχές όσο κι από τις τράπεζες, είναι μάλλον ανύπαρκτα. Η Ελλάδα απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «επενδυτικό καταφύγιο» κι έτσι όσο διαρκεί η αναταραχή λόγω Ιταλίας, η πίεση θα ασκείται με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση στο Χρηματιστήριο και στις αγορές ομολόγων.
Το ελληνικό 10ετές έσπασε και το φράγμα του 4,6%, το οποίο μόνο βιώσιμο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι, αν και η Ελλάδα δεν χρειάζεται να βγει στις αγορές στην παρούσα φάση, όσο τα ελληνικά «χαρτιά» βρίσκονται σε αυτά τα επίπεδα, η πρόσβαση των τραπεζών σε μακροπρόθεσμα χρηματοδοτικά «εργαλεία» θα είναι απαγορευτική.
Με αυτά τα δεδομένα, οι επαφές του υπουργού Οικονομικών με επενδυτικά funds στην Άπω Ανατολή έχουν ένα επιπλέον αστερίσκο, ενώ ακόμα και οι μάλλον θετικές προβλέψεις του ΔΝΤ -όπως αυτές ενσωματώνονται στο World Economic Outlook- για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα περάσουν στα «ψιλά».
Το Ταμείο εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα «τρέξει» με ρυθμούς 2% φέτος (2,1% αναφέρει το προσχέδιο) και 2,4% το 2019 (έναντι 2,5% του προσχεδίου), ενώ για το 2023 βάζει τον πήχη στο 1,2%, διατηρώντας έτσι ακόμα αποστάσεις από τις προβλέψεις των Ευρωπαίων που «βλέπουν» γύρω στο 1,5%.
Η πιο σημαντική αλλαγή, όπως αυτή διαφαίνεται στο WEO αλλά αναμένεται να αποτυπωθεί στο Fiscal Monitor, είναι η πλήρης ευθυγράμμιση του Ταμείου με τις επίσημες προβλέψεις του προγράμματος για τους δημοσιονομικούς στόχους. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, δεν φαίνεται στο ορίζοντα διάθεση από το Ταμείο να αλλάξει στάση στο θέμα των συντάξεων, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το πώς θα εισπράξουν οι αγορές ένα ενδεχόμενο deal της Αθήνας με τους Ευρωπαίους.