Τελικά επικράτησαν οι πιο ψύχραιμες -και μάλλον πιο ενημερωμένες- φωνές εντός της κυβέρνησης, καθώς φαίνεται ότι στο παρά 1’ επικράτησε η άποψη ότι στην παρούσα τουλάχιστον φάση μια σύγκρουση με τους Ευρωπαίους για τις συντάξεις θα ήταν άσκοπη, αφού θα ισοδυναμούσε με σύγκρουση με τον τοίχο.
Επί της ουσίας, η κυβέρνηση, καθ’ υπόδειξιν του υπουργείου Οικονομικών, «μαζεύει» τις διαρροές της Παρασκευής και καταθέτει Προσχέδιο με διπλό σενάριο για τις συντάξεις, προκειμένου αφενός να καθησυχάσει τις ανησυχίες των «έξω» ότι ετοιμάζεται να σηκώσει μπαϊράκι αφετέρου να μην ακυρώσει το αφήγημα στο εσωτερικό της χώρας ότι δεν πρόκειται να μειωθούν οι συντάξεις την Πρωτοχρονιά. Συν τοις άλλοις, ουδείς αναλάμβανε την ευθύνη να μπλέξει η Ελλάδα ακόμα περισσότερο στην ιταλική κρίση, που σήκωσε τα πρώτα κύματα στις αγορές την Παρασκευή.
Το πρώτο σενάριο θα συμπεριλαμβάνει την εξοικονόμηση των περίπου 2,1 δις ευρώ (σε καθαρή βάση) από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, καθώς και τα περίπου 1,9 δις ευρώ για την κάλυψη των αντίμετρων, δηλαδή όσα ακριβώς ψηφίστηκαν το 2017 και συμπεριλήφθηκαν στο Μεσοπρόθεσμο. Αυτό που θα αλλάξει είναι η πρόβλεψη για το πλεόνασμα, που θα είναι υψηλότερη από το 3,96% που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο, καθώς στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 4,2%. Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική πλευρά θέλει να δείξει ότι ακόμα κι αν ακυρωθούν οι περικοπές στις συντάξεις (και φύγουν τα αντίμετρα) δεν τίθεται σε κίνδυνο ο στόχος για 3,5%.
Το δεύτερο σενάριο «πατάει» ακριβώς στην παραπάνω εκτίμηση για το υπερπλεόνασμα. Έτσι θα «εξαφανιστούν» οι περικοπές των συντάξεων, καθώς και μεγάλος όγκος των αντίμετρων, αλλά θα ενσωματωθούν οι εξαγγελίες από τη ΔΕΘ, οι οποίες κατά την Αθήνα «χωράνε» στον Προϋπολογισμό του 2019, χωρίς να δημιουργείται κάποιο δημοσιονομικό «κενό», αφού το κόστος τους υποτίθεται ότι δεν υπερβαίνει τα 700 εκατ. ευρώ.
Τα προβλήματα είναι βασικά δύο. Το πρώτο, έχει να κάνει με τον επικοινωνιακό χειρισμό του θέματος, που μοιάζει με τρικυμία. Στην αρχή το βασικό σενάριο ήταν ότι το Προσχέδιο θα κατατεθεί με τις περικοπές. Το σενάριο αυτό ενισχύθηκε από το γεγονός ότι αν και ήταν διακαής πόθος της Αθήνας να ξεκαθαρίσει άμεσα το ζήτημα, οι Ευρωπαίοι έκαναν σαφές ότι δεν πρόκειται να καταλήξουν οι συζητήσεις πριν από το Eurogroup του Δεκεμβρίου.
Την προηγούμενη εβδομάδα, μόλις δηλαδή άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την κατάθεση του Προσχεδίου, εμφανίστηκαν περίεργες πληροφορίες, ότι αναζητείται νομική φόρμουλα για μια ολιγοήμερη αναβολή της κατάθεσης του Προσχεδίου, παρά τη σαφή συνταγματική πρόβλεψη. Υπήρξε, δε, η άποψη ότι δεν είναι δυνατόν το Προσχέδιο να έχει περικοπές και στη συνέχεια να αποσυρθούν, γιατί θα υπήρχε πρόβλημα και στο εσωτερικό και με τους Ευρωπαίους.
Μόλις την Παρασκευή, από τη Νέα Υόρκη- κι ενώ ήδη βοούσαν οι αντίστοιχες πληροφορίες από το Μέγαρο Μαξίμου- ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος «έδειξε» πως το Προσχέδιο δεν θα ενσωματώνει τις περικοπές των συντάξεων. Τελικά φτάσαμε στο παρά 1’ της κατάθεσης του Προσχεδίου, οπότε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλώντας στον 9,84, ανέφερε ότι το Σχέδιο θα ενσωματώνει τα δύο σενάρια. Σημειωτέον ότι όλες αυτές τις ημέρες, στο ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπήρχε η παραμικρή ενημέρωση για το τι προτίθεται να κάνει η ελληνική πλευρά, ενώ τουλάχιστον ως την Παρασκευή, είχαν τη βεβαιότητα ότι το Προσχέδιο θα ενσωματώνει κανονικά τις περικοπές των συντάξεων.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι το ουσιαστικό, για το οποίο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κερδίζει, πάντως, χρόνο. Αφορά στις διαφορές, στις αποκλίσεις των υπολογισμών μεταξύ ΓΛΚ και Ευρωπαίων τεχνοκρατών, για το πλεόνασμα του 2019. Οι διαφορές αυτές έχουν καταγραφεί από το καλοκαίρι κιόλας, ακόμα και με την παραδοχή της περικοπής των συντάξεων. Ενώ, λοιπόν, η ελληνική πλευρά είχε εκτιμήσει πρωτογενές πλεόνασμα 7,5 δις ευρώ, οι Ευρωπαίοι το «έκοβαν» στα 7,2 δις ευρώ, συρρικνώνοντας έτσι το δημοσιονομικό χώρο στα περίπου 550 εκ. ευρώ, καθώς η δέσμευση είναι για πλεόνασμα 6,64 δις ευρώ.