Όταν μήνα με το μήνα σωρεύονται νέα χρέη στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία, όταν οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία κάτω από το «βουνό» των «κόκκινων» δανείων, όταν το ίδιο το κράτος πληρώνει τις οφειλές του όποτε το θυμάται, τότε είναι προφανές ότι δεν μπορεί να μιλάει κανείς με ευκολία για ανάκαμψη, πόσω μάλλον για επιστροφή στην κανονικότητα.
Τα νέα στοιχεία από την ΑΑΔΕ και το ΓΛΚ, λίγες ώρες πριν από τις πολυσυζητημένες εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και με φόντο τις σχεδόν καθημερινές αναφορές πρωτοκλασάτων κυβερνητικών στελεχών, αναμφίβολα φανερώνουν τη «γκρίζα» ζώνη της οικονομίας και της καθημερινότητας χιλιάδων ή μάλλον εκατομμυρίων πολιτών.
Οι οφειλές στις εφορίες, χωρίς να υπάρχουν ακόμα στοιχεία για τις πληρωμές από την πρώτη δόση του φόρου εισοδήματος, αγγίζουν τα 102 δις ευρώ, ενώ αν συνυπολογιστούν οι οφειλές στα τελωνεία, ο λογαριασμός ανεβαίνει στα 107- 108 δις ευρώ. Ο μηνιαίος ρυθμός αύξησης τους έχει μειωθεί, αλλά αυτό δεν είναι ιδιαιτέρως παρήγορο εάν αναλογιστεί κανείς ότι σχεδόν 4 εκατομμύρια πολίτες έχουν μικρές ή μεγάλες εκκρεμότητες με το Δημόσιο.
Ανάλογη είναι η εικόνα και όσον αφορά στις υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς τα χρέη προσεγγίζουν, αν δεν έχουν ξεπεράσει ήδη, τα 35 δις, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να εξετάσει συν τοις άλλοις τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που η ίδια αύξησε. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σημαντικό μέρος των πρόσθετων επιβαρύνσεων, που ανέδειξαν την Ελλάδα φοροπρωταθλήτρια, ήταν αυτές στο μη μισθολογικό κόστος.
Η εικόνα συμπληρώνεται από τον τεράστιο όγκο των προβληματικών δανείων, που ανέρχονται σε περίπου 92 δις ευρώ. Σαφώς η τάση είναι πτωτική, αλλά ο ρυθμός μείωσης τους δεν κρίνεται αρκούντως ικανοποιητικός- κι από αναλυτές κι από τα Εποπτικά όργανα- εξ ου και οι συνεχείς «παραινέσεις» για πιο τολμηρά μέτρα, για πιο ριζικές δράσεις εκ μέρους των τραπεζών.
Αν αθροίσει κανείς όλα τα παραπάνω, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα δυσθεώρητο Ιδιωτικό Χρέος στα επίπεδα των 240 δις ευρώ, το οποίο σαφώς έχει υποτιμηθεί όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά κι από τους δανειστές, που έχουν επικεντρωθεί στη διαχείριση του Δημόσιου Χρέους. Ποιες είναι οι πρωτοβουλίες, τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Κατασχέσεις επί κατασχέσεων, πλειστηριασμοί- επισήμως περιορισμένοι σε στρατηγικούς κακοπληρωτές- πωλήσεις δανείων σε funds, ρυθμίσεις που είτε προχωράνε με βραδείς ρυθμούς (Εξωδικαστικός) είτε χάνονται από τους οφειλέτες λόγω των συσσωρευμένων και των νέων υποχρεώσεων.
Κι ενώ το πρόβλημα ρευστότητας, στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία, που η αγορά προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, μοιάζει αξεπέραστο, το Δημόσιο επιμένει να πληρώνει τα χρέη του με το σταγονόμετρο, όχι απαραίτητα επειδή δεν έχει αλλά επειδή δεν ενδιαφέρεται να διορθώσει τους απελπιστικά γραφειοκρατικούς του μηχανισμούς. Τα τελευταία στοιχεία του ΓΛΚ έδειξαν ότι το stock των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου μειώθηκε κατά μόλις 84 εκ, παρά τα εκατοντάδες εκατομμύρια του ESM για την εξόφληση τους, δείγμα του ότι πέρα από τις καθυστερήσεις πληρωμών, το Κράτος δημιουργεί νέα χρέη. Έτσι ένα μήνα πριν από την ολοκλήρωση του Προγράμματος, το Δημόσιο βρέθηκε να χρωστάει κάτι λιγότερο από 2 δις ευρώ και να έχει σε εκκρεμότητα 790 εκ για επιστροφές φόρου, χωρίς να συνυπολογιστούν εκείνες οι αιτήσεις που δεν έχουν εκκαθαριστεί.
Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι σαφές. Μπορεί η Ελλάδα να κάνει το άλμα υπό αυτές τις συνθήκες;