Εξι στοιχειώδεις προϋποθέσεις οφείλει να τηρεί το δικαίωμα Επέκτασης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ώστε να αποφευχθούν οι παθογένειες του παρελθόντος επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας.
Με άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Φέσσας υπογραμμίζει ότι συλλογικές συμβάσεις υπήρχαν πριν την κρίση, κατά τη διάρκειά της και, φυσικά, θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο μέλλον. Για τους εργοδότες και εργαζόμενους που συμφωνούν τους όρους εργασίας, στο πλαίσιο των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
«Είναι σήμερα σε ισχύ περισσότερες από 40 διεπιχειρησιακές συμβάσεις, σε επίπεδο εθνικό (π.χ. ΕΓΣΣΕ 2018, καπνοβιομηχανιών, τσιμεντοβιομηχανιών, τραπεζών, μεταλλείων - λιγνιτωρυχείων, ζαχαρωδών, ξενοδοχοϋπαλλήλων κ.α.) ή τοπικό. Είναι, επιπλέον, σε ισχύ περισσότερες από 500 επιχειρησιακές συμβάσεις. Όλες αυτές αποτελούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Η εξαγγελία περί «επιστροφής» αφορά ουσιαστικά την αναβίωση διαφόρων προβληματικών διατάξεων, όπως η επέκταση ισχύος των συμβάσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων του εκάστοτε κλάδου, δηλαδή και σε μη συμβαλλόμενα μέλη. Μια πρακτική που ήταν μέρος των αιτίων της κρίσης και είχε ανασταλεί κατά τη διάρκεια των τριών μνημονίων.
Για δεκαετίες έως το 2011, γινόταν συστηματικά, με υπουργικές αποφάσεις, επέκταση ΣΣΕ (αλλά και αποφάσεων της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία δεν είναι συμβατή με τους διεθνείς κανόνες των ελευθέρων συλλογικών διαπραγματεύσεων) χωρίς καμία αξιολόγηση της αντιπροσωπευτικότητας του 51% των συμβαλλομένων μερών που τις συνυπέγραφαν, αν και ο νόμος το προέβλεπε. Εάν εξετασθούν οι συμβάσεις αυτές, θα αποκαλυφθεί ότι οι περισσότερες από τις ΣΣΕ που κατέστησαν υποχρεωτικές για όλες τις επιχειρήσεις, δεν ικανοποιούσαν την προϋπόθεση του 51%» τονίζει παραθέτοντας στη συνέχεια τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν.
Οι έξι προϋποθέσεις
Συνεπώς η αναβίωση, μετά την 21η Αυγούστου 2018, του υπουργικού δικαιώματος της επέκτασης και της κήρυξης γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών ΣΣΕ, οφείλει να τηρεί έξι συγκεκριμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις, αναφέρει:
1) Να αποκλεισθεί η παθογένεια της επέκτασης των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, καθώς καλύπτουν εργαζόμενους σε τελείως ανόμοιες μεταξύ τους επιχειρήσεις, με πολύ διαφορετική οικονομική κατάσταση και διαφορετικούς κλάδους. Είναι μία στρέβλωση που έρχεται από το παρελθόν και δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Μόνο προβλήματα δημιουργεί στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
2) Να τηρείται η αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον του 51% των εργαζομένων του κλάδου, ως απαραίτητη προϋπόθεση διαφάνειας και πλήρους σεβασμού της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος.
3) Οι συμβαλλόμενες οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων να συμφωνούν στην επέκταση ισχύος της κλαδικής ΣΣΕ.
4) Να μην υπάρχει δυνατότητα επέκτασης των ρυθμίσεων που είναι παράγωγα της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία ούτως ή άλλως αντίκεται στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και επ’ αυτού έχουν γίνει επανειλημμένες συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) προς τη χώρα μας.
5) Να υπάρχει ρήτρα εξαίρεσης σε επιχειρησιακό επίπεδο, όπως συμβαίνει σε όλα τα εξελιγμένα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, που όταν έχουν διαδικασίες επεκτάσεων, περιλαμβάνουν ειδικές πρόνοιες για τις επιχειρήσεις που είναι υπερχρεωμένες ή σε διαδικασία αναδιάρθρωσης.
6) Οι διαδικασίες επέκτασης κλαδικών συμβάσεων και οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να συνοδεύονται από ανάλυση επιπτώσεων στην αγορά εργασίας, στην απασχόληση και στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου τον οποίον αφορούν, ενώ πριν την επέκταση εργοδότες και εργαζόμενοι επί των οποίων η επέκταση θα εφαρμοσθεί, θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν στις διαδικασίες του ΑΣΕ τις θέσεις τους. Οι επεκτάσεις να μην γίνονται με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες για λόγους εφήμερης πολιτικής εκμετάλλευσης.
Τέλος, καταλήγει ότι «η σχετική εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας καλύπτει μερικώς μόνο τις παραπάνω προϋποθέσεις, με σοβαρό κίνδυνο να υπάρξουν επεκτάσεις που δεν θα πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος και άρα να κηρυχθούν άκυρες στα δικαστήρια.
Μένει λοιπόν να τηρηθεί στην πράξη η ορθή διαδικασία, ώστε να μην επανέλθουν οι παθογένειες και στρεβλώσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Αν συμβεί αυτό, θα επιβεβαιώσουμε δυστυχώς ότι δεν μάθαμε τίποτα από τα λάθη που προκάλεσαν την κρίση».