Ενα μουσείο Τέχνης στο χωριό Λιά της Ηπείρου εγκαινίασε πρόσφατα ο αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδ Τζέφτι Πάιτ.
Τον υποδέχθηκε και τον ξενάγησε ο ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Γκατζογιάννης. Ο συγγραφέας του «μυθιστορήματος» Ελένη, που όταν εκδόθηκε συνάντησε τεράστια διεθνή επιτυχία, έγινε ταινία, αλλά έγινε δεκτό με οργή από την ελληνική αριστερά..
Το Μουσείο Τέχνης στο χωριό Λιά.
Ένα Μουσείο Τέχνης,που φιλοξενεί σπουδαία έργα του Θεόφιλου, καθώς και δημιουργίες του σύγχρονου καλλιτέχνη Σωτήρη Σόρογκα, ο οποίος κατάγεται από το χωριό Λιά, εγκαινίασε ο Αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ, που επισκέφθηκε το χωριό της θεσπρωτίας. Τα εγκαίνια του Μουσείου, έγιναν λίγο μετά το μεσημέρι από τον Αμερικανό Πρέσβη στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ, παρουσία των τοπικών αρχών της Ηπείρου και πλήθους κόσμου. Ο Αμερικανός διπλωμάτης χαιρέτησε στα ελληνικά τους παρευρισκόμενους, είπε καλημέρα και ευχαρίστησε για την φιλοξενία, ενώ τόνισε πως το Μουσείο είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα, ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ανθεκτικότητας, αποφασιστικότητας του ελληνικού λαού να συνεχίζει. Ο κ. Πάιατ ανέφερε ότι, όπως πολλοί Αμερικανοί γνώρισε την ιστορία της περιοχής και τις δύσκολες εμπειρίες της γερμανικής κατοχής και εμφυλίου, μέσα από τα μάτια της μητέρας του Νίκου Γκατζογιάννη, μέσα από το βιβλίο «Ελένη».
Η Ελένη του Νίκου Γκατζογιάννη
Για το βιβλίο έγραψε πρόσφατα στην Καθημερινή ο γνωστός καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Yale Στάθης Καλύβας:
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Το 1948 η Ελένη Γκατζογιάννη, κάτοικος του ορεινού χωριού Λια της Μουργκάνας στην Ηπειρο, που ελέγχεται από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού», αρνείται να παραδώσει τα παιδιά της στις τοπικές αρχές, δηλαδή το ΚΚΕ που σκοπεύει να στρατολογήσει τα μεγαλύτερα και να μετακινήσει στις φιλικές προς αυτό χώρες τα μικρότερα. Πρόκειται για το λεγόμενο «παιδομάζωμα», μια κίνηση που σκοπό είχε να ενισχύσει τις ισχνές εφεδρείες του κόμματος και του στρατού του, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον έλεγχό του πάνω στους εναπομείναντες αγροτικούς πληθυσμούς που ζούσαν υπό τον έλεγχό του. Αντιδρώντας, η Ελένη συμμετέχει με επιτυχία στη φυγάδευση των παιδιών της προς την περιοχή που ελέγχεται από το κράτος, μαζί με άλλα παιδιά και κάποιους μεγάλους, συνολικά είκοσι άνθρωποι, όλοι τους άμαχοι. Για την πράξη της αυτή συλλαμβάνεται, βασανίζεται, «δικάζεται» δημόσια και εκτελείται τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μαζί με άλλους τέσσερις συγχωριανούς της. Μια τοπική τραγωδία ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες που σημάδεψαν τον Εμφύλιο και που θα παρέμενε χαμένη στην αχλή της μνήμης των γερόντων ενός ερειπωμένου πια ακριτικού χωριού και διαστρεβλωμένη από τη φημολογία των απογόνων τους, εσωτερικών ή εξωτερικών μεταναστών.
Καθώς ο άνδρας της Ελένης ήταν μετανάστης στην Αμερική, μετά τον χαμό της μάνας τους τα παιδιά της εγκαταστάθηκαν σε μια καινούργια χώρα. Ο μονάκριβος γιος της, ο Νίκος, εξελίχθηκε σε πετυχημένο δημοσιογράφο στους New York Times. Ομως, η ιστορία της μητέρας του για την οποία γνώριζε μόνο αντικρουόμενες φήμες τις οποίες κάλυπτε ένα γενικευμένο πέπλο σιωπής, τον βασάνιζε. Ξεκίνησε λοιπόν μια μεγάλη δημοσιογραφική και ιστορική έρευνα που κατέληξε στην «Ελένη», το 1983. Γραμμένο στα αγγλικά, το βιβλίο γνώρισε μια απίστευτη διεθνή καριέρα. Ο λόγος προφανής: στο κέντρο του βρίσκεται ένα μυστήριο (ο θάνατος της Ελένης), η πρόσβαση στο οποίο συνδυάζει την εξονυχιστική έρευνα με τη ζωντανή γραφή. Πρωταγωνιστής ο ίδιος ο συγγραφέας που δεν είναι απλά ένας ερευνητής. Το βιβλίο ξεπερνάει τα γεωγραφικά και ιστορικά όρια της Ελλάδας και γεννά συναισθήματα αντίστοιχα της αρχαίας τραγωδίας: η θυσία μιας μάνας, η σχέση με τους προγόνους μας, η προσωπική κάθαρση, το νόημα της αλήθειας και της γνώσης, το περιεχόμενο της ταυτότητάς μας, η σύγκρουση δικαιοσύνης και εκδίκησης, μνήμης και λήθης.
Ο Εμφύλιος στον μικρόκοσμο ενός χωριού
Δεν πρόκειται όμως μόνο για ένα αφήγημα πανανθρώπινης εμβέλειας. Είναι και μια βαθύτατα ελληνική ιστορία. Στην καρδιά της βρίσκεται μια εξαιρετική ανθρωπολογική θεώρηση ενός ελληνικού χωριού του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, τόσο κοντά μας και ταυτόχρονα τόσο μακριά μας. Μας προσφέρει παράλληλα μια αποτύπωση του Εμφυλίου από την οπτική ενός χωριού που βρέθηκε μέσα στη «κόκκινη» ζώνη, με τη διπλή έννοια της σχέσης του με το ΚΚΕ και της πρώτης γραμμής ενός πολέμου. Ο Λιας ήταν μια «μικρή Μόσχα», δηλαδή ένα φιλικά προσκείμενο στο ΚΚΕ χωριό γιατί τα χρόνια της Κατοχής, όταν κυριάρχησε το ΕΑΜ, υπήρξαν σχετικά εύκολα. Αντίθετα, τα μετακατοχικά χρόνια ήταν πολύ σκληρά με αποτέλεσμα το χωριό να διαιρεθεί, να εγκαταλειφθεί από την πλειοψηφία των κατοίκων του και να υποφέρει τα πάνδεινα. Η «Ελένη» μας επιτρέπει να καταλάβουμε το πώς ακριβώς τοπικές διαμάχες συμπλέκονται με υπερτοπικά, στρατιωτικά και πολιτικά διακυβεύματα μέσα σε ένα ζοφερό κλίμα, για να οδηγήσουν στην τραγωδία. Από την άποψη αυτή, το βιβλίο είναι σε αφηρημένο επίπεδο αντιπροσωπευτικό μιας πανεθνικής τραγωδίας. Συγχρόνως όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε εμπειρία έχει τις ιδιαιτερότητές της και πως ο Εμφύλιος ήταν ένα μεγάλο μωσαϊκό. Η «Ελένη» δεν μπορεί, και δεν επιδιώκει άλλωστε, να υποκαταστήσει την ιστορία του Εμφυλίου, ακόμη και στο μικροεπίπεδο των καθημερινών ανθρώπων. Ανοίγει προοπτικές, δεν κλείνει.
Οι αντιδράσεις της ελληνικής αριστεράς.
Τέλος, η «Ελένη» είναι και η ιστορία της υποδοχής της – και του τι μας διδάσκει για τη δημόσια μνήμη του Εμφυλίου. Οι αντιδράσεις στη χώρα μας ήταν από αρνητικές έως εχθρικές (ιδιαίτερα όταν προβλήθηκε η ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο). Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η «Δεξιά» (δηλαδή το μη κομμουνιστικό στρατόπεδο, που ξεκινούσε από τις παρυφές του ΚΚΕ και πήγαινε ώς την πιο ακραία δεξιά) δεν είχε δικαίωμα ούτε να έχει, αλλά ούτε και να θρηνεί θύματα. Αντίστροφα, η Αριστερά μπορούσε να διεκδικεί (όλα) τα θύματα και να καλύπτει τους δικούς της θύτες. Πρόκειται για μια γελοία αντίληψη που πλέον πνέει τα λοίσθια, αλλά είχε αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια και μας έκανε πολύ κακό, καθιστώντας δυνατή και τη φάρσα του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς» των δύο τελευταίων ετών. Από την άποψη αυτή, ίσως να μην υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για να διαβαστεί το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο.
Το Μουσείο στο χωριό της Ελένης.
Στην είσοδο του Μουσείου, φιλοξενούνται εικόνες από την καθημερινότητα στο χωριό τον περασμένο αιώνα, καθώς και φωτογραφίες διάσημων επισκεπτών. Στις κυρίως αίθουσες φιλοξενούνται 3 εικόνες του Θεόφιλου, οι οποίες μέχρι πρόσφατα φυλάσσονταν σε εκκλησία. Τις είχε δωρίσει ο λαϊκός ζωγράφος σε κάτοικο του Λιά, ο οποίος δια διαθήκης της άφησε στην εκκλησία. Το 1976 οι 3 εικόνες χαρακτηρίστηκαν μνημεία, από το υπουργείο Πολιτισμού. Η προσφορά του ζωγράφου Σωτήρη Σόρογκα στο «Μουσείο Υφαντή», αποτελείται από 4 πίνακες με συμβολισμούς για την περιοχή, Το Μουσείο δίνει συνέχεια στην ιστορία του παλιού πετρόχορτου Σχολείου. Το κόστος της αναπαλαίωσης του κτιρίου και της κατασκευής του Μουσείου, ανέλαβε ο επιχειρηματίας Αλέκος Υφαντής ο οποίος κατάγεται από τον Λιά και προς τιμή του το φέρει το όνομα του «Μουσείο Υφαντή». Το εγχείρημα υποστήριξε ο Δήμος Φιλιατών και η Περιφέρεια Ηπείρου. Ο τόπος έζησε δύσκολα χρόνια. Δοκιμάστηκε, εγκαταλείφτηκε, ξαναζωντάνεψε, οι άνθρωποι ξενιτεύτηκαν αλλά δεν ξέχασαν την πατρική γη. Το Σχολείο κτίστηκε με χορηγία ξενιτεμένου στην Νότια Αφρική, το 1934 και αρχικά λειτούργησε ως Δημοτικό. Την περίοδο του εμφυλίου, το χωριό ερήμωσε και όταν ο κόσμος επέστρεψε το 1954 το Σχολείο έγινε Οικοκυρική Σχολή. Με το νέο κύμα μετανάστευσης το 1960 το ορεινό χωριό και πάλι άρχισε να εγκαταλείπεται. Λίγο αργότερα το ισόγειο του κτιρίου στέγασε την Αστυνομία και ο 1ος όροφος άρχισε να καταρρέει. Στο θέμα δόθηκε η καλύτερη απάντηση. Η ιδέα να δημιουργηθεί Μουσείο, γρήγορα βρήκε ανταπόκριση.
Ο συγγραφέας Νίκος Γκατζογιάννης.
Ο συγγραφέας Νίκος Γκατζογιάννης, ο οποίος έφυγε απο τον Λιά για την Αμερική, σε ηλικία 9 ετών, κατά τον χαιρετισμό του, τόνισε ότι χρειάζεται προσπάθεια να κρατηθούν τα χωριά ζωντανά, ενώ παρομοίασε το Μουσείο, με το λουλούδι που φυτρώνει στην πέτρα σε ένα έργο του Σωτήρη Σόρογκα. Μάλιστα επισήμανε: «Ακόμη και στο πιο δύσκολο περιβάλλον η ομορφιά έχει παρουσία, ακόμη στα πιο ορεινά μέρη της πατρίδας μας η δημιουργική φαντασία του ελληνικού λαού θα βρεθεί».
Ο Νίκος Γκατζογιάννης (Nicholas Gage) γεννήθηκε το 1939 σε ένα απομακρυσμένο ελληνικό χωριό της Ηπείρου, τον Λια, και το 1949 διέφυγε στις ΗΠΑ με τις τρεις αδελφές του, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σπούδασε σε σχολεία του Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης και κέρδισε υποτροφία για τη Σχολή Δημόσιας Επικοινωνίας του πανεπιστημίου της Βοστόνης. Το 1964 πήρε μεταπτυχιακό τίτλο από τη Σχολή Δημοσιογραφίας του πανεπιστημίου Κολούμπια και ξεκίνησε δημοσιογραφική σταδιοδρομία περνώντας από το πρακτορείο Associated Press και τις εφημερίδες The Boston Herald Traveller, The Wall Street Journal και The New York Times, όπου εργάστηκε από το 1970 ως το 1980. Εκείνη την περίοδο έγραψε τρία βιβλία για το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και δύο μυθιστορήματα. Του απονεμήθηκαν τα βραβεία Hearst, Page One Award της Newspaper Guild και Sigma Delta Chi.
Το 1980 εγκατέλειψε τους Times, για να εκπληρώσει μια παλιά υπόσχεση προς τον ίδιο τον εαυτό του: να γράψει την ιστορία της ζωής και του θανάτου της μητέρας του. Η "Ελένη" μεταφράστηκε σε είκοσι έξι γλώσσες, ανακηρύχθηκε βιβλίο του μήνα, προτάθηκε για καλύτερη βιογραφία από την Εθνική Ένωση Βιβλιοκριτικών και έλαβε το βραβείο Heinemann ως το καλύτερο βιβλίο του 1984, από τη Βασιλική Λογοτεχνική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας. Η κινηματογραφική ταινία "Ελένη" με πρωταγωνιστές τους Τζον Μάλκοβιτς και Κέιτ Νέλιγκαν, προβλήθηκε το 1985.
Το επόμενο βιβλίο του, "A Place for As", επαινέθηκε ευρύτατα ως ένα συγκινητικό έπος για την εμπειρία των σύγχρονων μεταναστών, ενώ τα βιβλία που έγραψε για την πατρίδα του, "Hellas" και "Greece-Land of Light", επαινέθηκαν για την "έκφραση μιας σχεδόν ευλαβικής αγάπης για την Ελλάδα", όπως επισήμανε το The New Yorker.
Επίσης του έχουν απονεμηθεί 5 τιμητικοί τίτλοι διδάκτορα, ενώ το 1985 του απονεμήθηκε ακόμη ένας από το πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Απονέμοντας του τον τίτλο, ο πρόεδρος του πανεπιστημίου Τζον Σίλ-μπερ, ανέφερε μεταξύ άλλων: "Όπως ο Τζ. Κόνραντ και ο Σ. Μπέκετ, έτσι και εσείς γράφετε στη δεύτερη σας γλώσσα με μια μαεστρία που σπανίως επιτυγχάνουν άνθρωποι που γράφουν στη μητρική τους. Όντας πρόσφυγας και μετανάστης, καθώς αναρριχηθήκατε στην κορυφή του δύσκολου επαγγέλματος σας, παραμείνατε πιστός τόσο απέναντι στην πατρίδα σας όσο και στην αποικία των γιων και των θυγατέρων της που μεταφυτεύτηκε στην Αμερική".
Πέρα από τη συγγραφή βιβλίων, έχει σταδιοδρομήσει και στον κινηματογράφο, καθώς υπήρξε συμπαραγωγός στην κινηματογραφική εκδοχή της "Ελένης" και διευθυντής παραγωγής στο "Ο Νονός 3".
Είναι ενεργό μέλος της ΑΗΕΡΑ και του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, ενώ το 1988 τιμήθηκε από τον πατριάρχη Βαρθολομαίο με τη διάκριση του Άρχοντα, Διδάσκαλου του Γένους. Επίσης διετέλεσε πρόεδρος της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας.
Ο Νίκος Γκατζογιάννης και η σύζυγος του Τζόαν Πόλσον, συμμαθήτρια του από το πανεπιστήμιο Κολούμπια και επίσης συγγραφέας, έχουν τρία παιδιά: τον Χρήστο, σεναριογράφο που ζει στο Λος Άντζελες, την Ελένη, συντάκτρια περιοδικού στη Νέα Υόρκη, και τη Μαρίνα, διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων που ζει στη Βοστόνη.