Η αφήγηση του Θανάση Μωραϊτη στο iefimerida, η μητέρα του οποίου κάηκε ζωντανή στο Κόκκινο Λιμανάκι, κόβει την ανάσα.
Όπως αφηγείται, ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητο του, είδε τις φλόγες να πλησιάζουν στα 300 μέτρα. Κατάφερε να σώσει την σύζυγο του και το παιδί του, όχι όμως και την μητέρα του, που απανθρακώθηκε μέσα στο αυτοκίνητο. Σήμερα μετέβη στο νεκροτομείο για να δώσει και εκείνος DNA και να ταυτοποιηθεί η μητέρα του.
Ο ίδιος κατάφερε να φθάσει στην θάλασσα και κολύμπησε για περίπου 3 ώρες, ώσπου τον έσωσε ένα καϊκι. «Δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση για εκκένωση» καταγγέλλει, ενώ υποστηρίζει ότι και όταν μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας, εκεί δεν υπήρχε κανένας υπάλληλος για να κάνει επίσημη καταγραφή των διασωθέντων. Μάλιστα, ο μοναδικός λιμενικός που βρισκόταν εκεί τους είπε να πάνε στο Λιμεναρχείο για να καταγραφούν! Οι μαρτυρίες των διασωθέντων που έρχονται στο φως, αποκαλύπτουν τα εγκληματικά λάθη που έγιναν τις κρίσιμες ώρες.
«Δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση για εκκένωση»
Ο κ. Μωραϊτης υποστηρίζει στο iefimerida πως ενώ οι φλόγες πλησίαζαν απειλητικά, καμία αρμόδια υπηρεσία δεν ενημέρωσε τον κόσμο για να απομακρυνθεί. «Δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση για εκκένωση. Δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση ότι κατευθυνόταν η φωτιά προς τον Νέο Βουτζά. Όλοι μιλούσαν για την φωτιά στην Κινέτα», τονίζει. Μάλιστα επισημαίνει ότι ακόμη και όταν η φωτιά πέρασε την Μαραθώνος, πάλι δεν υπήρξε ενημέρωση για να τρέξει ο κόσμος και να σωθεί. «Η φωτιά έφθασε μέσα σε μια ώρα το πολύ στην Μαραθώνος. Ούτε τότε είπαν ότι η φωτιά κατευθύνεται στα ανατολικά παράλια, να πουν δηλαδή με όποιον τρόπο μπορείτε να φύγετε. Αν το έλεγαν αυτό θα μπορούσαμε τουλάχιστον να πάμε στις παραλίες. Είδαμε την φωτιά όταν ήταν στα 300 μέτρα. Αν μας έλεγε κάποιος ότι η φωτιά έχει φθάσει στη Μαραθώνος είχαμε τουλάχιστον 5 λεπτά καιρό για να γλυτώσουμε. Άνθρωποι που έφυγαν 5 λεπτά πριν από εμένα γλύτωσαν».
Ερωτηθείς για το αν είδε στην περιοχή περιπολικά ή πυροσβεστικά οχήματα ή άλλης κρατικής υπηρεσίας ο κ. Μωραϊτης απάντησε: «Σε άλλες φωτιές που είχαμε στο παρελθόν στην περιοχή περνούσαν περιπολικά και φώναζαν εκκενώστε την περιοχή. Αυτή τη φορά δεν πέρασε ούτε ένα περιπολικό. Δεν είδαμε ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα. Είδαμε μόνο ένα όχημα της πυροσβεστικής όταν φθάσαμε στην παραλία στην γωνία στον παραλιακό δρόμο, που και αυτό ήταν μποτιλιαρισμένο στην κίνηση με όλα τα αυτοκίνητα που στη συνέχεια κάηκαν. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε καμία ενημέρωση από την Πολιτεία».
Τραγικός θάνατος
Ο κ. Μωραϊτης δυστυχώς δεν κατάφερε να βοηθήσει την ηλικιωμένη μητέρα του για να σωθεί. Έμεινε πίσω και κάηκε ζωντανή. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψει κανείς την τραγωδία που έζησαν όλοι όσοι βρέθηκαν τις κρίσιμες ώρες στην Ανατολική Αττική.
«Τραυματίστηκα στα πόδια ενώ προσπαθούσα να σώσω την μητέρα μου, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Δυστυχώς. Βρισκόμουν στο αυτοκίνητο μαζί με την μητέρα μου, την γυναίκα μου και το παιδί μου. Η μητέρα μου δυστυχώς δεν μπορούσε να τρέξει. Η μητέρα δυστυχώς κάηκε μέσα στο αυτοκίνητο και εμείς φύγαμε και πήγαμε στην παραλία, στο Κόκκινο Λιμανάκι. Η μητέρα μου ήταν 90 ετών. Δεν πρόλαβα να της πω αντίο», δηλώνει με δάκρυα στα μάτια ο κ. Μωραϊτης. «Σε εμάς ευτυχώς οι περισσότεροι κατάφεραν και έφυγαν. Οι μόνοι που δεν έφυγαν ήμασταν εμείς και οι απέναντι. Χάθηκαν και η μητέρα μου και η μητέρα ενός φίλου μου. Στον δρόμο μας χάθηκαν δυο άνθρωποι», προσθέτει.
«Κολύμπησα 3 ώρες – Κανένας δεν υπήρχε να μας καταγράψει στο λιμάνι»
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του κ. Θανάση Μωραϊτη, για τις στιγμές που έζησε όταν κατάφερε να φθάσει μαζί με την σύζυγο του και το παιδί τους στην θάλασσα. «Μια πύρινη βροχή έπεφτε επάνω μας», τονίζει και αναφέρει πως όταν έφθασαν τα καίκια με τους διασωθέντες στο λιμάνι της Ραφήνας, εκεί δεν υπήρχε κανένας για να κάνει επίσημη καταγραφή!
«Καταφέραμε μαζί με άλλους 35 ανθρώπους να μπούμε στο νερό. Όταν λέω νερό, δεν ήμασταν έξω, ήμασταν μέσα, γιατί για μισή ώρα ερχόταν πολύ δυνατός αέρας 12 μποφόρ, πολύς καπνός και πύρινη βροχή επάνω μας. Έπρεπε να βουτάμε συνέχεια για να μη καούμε. Μείναμε μέσα στην θάλασσα για περίπου δυόμιση ώρες. Δεν βλέπαμε στα πέντε μέτρα μπροστά μας από τις φωτιές. Μετά από τρεις ώρες ήρθαν τρία καϊκια και μας πήγαν στην Ραφήνα. Στην Ραφήνα ήμασταν από τους πρώτους εκεί. Δεν υπήρχε κανένας να μας υποδεχθεί, να μας ζητήσει τα στοιχεία επί τόπου. Έπρεπε εμείς να πάμε εμείς στο λιμεναρχείο να δώσουμε τα στοιχεία μας, δηλαδή περίπου 500 μέτρα μακριά. Υπήρχε μόνο ένας λιμενικός ο οποίος όμως δεν έπαιρνε ονόματα, τίποτα. Δεν υπήρχαν νοσοκομειακά. Υπήρχε μόνο ένα στο κέντρο του λιμανιού. Εμάς μας άφησαν στην άκρη του λιμανιού, οπότε δεν μπορούσαν να δουν ούτε τα τραύματα μας, ούτε τίποτα. Μόνο τρεχούμενο νερό για να πλύνουμε τα τραύματα μας».
Στην ερώτηση για το αν είδε στην θάλασσα σκάφη του λιμενικού, απάντησε: «Την ώρα που μας διέσωσαν τα τρία καϊκια, πέρασε ένα σκάφος του λιμενικού. Τα τρία καϊκια έμειναν και το σκάφος του λιμενικού συνέχισε να πάει σε άλλα σημεία».