Οι εικόνες από την ανείπωτη τραγωδία στο Μάτι «ταξίδεψαν» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.
Οι δύσκολες στιγμές των ανθρώπων που έδιναν μάχη για την ζωή τους, οι ιστορίες για αυτούς που «έφυγαν» ή σώθηκαν. Ολα αυτά έμειναν χαραγμένα στην ψυχή και το μυαλό όσων έζησαν τον εφιάλτη.
«Γιατί μας στείλανε και μας έκαψαν σαν τα ποντίκια» διερωτάται κάτοικος της περιοχής ενώ παράλληλα περιγράφει τα όσα συνέβησαν. «Λιποθυμούσαν άνθρωποι δίπλα μας, μαμάδες, παιδιά, δεν ξέραμε τι μας γίνεται, να εκσφενδονίζονται πράγματα. Δεν μπορείτε να το συνειδητοποιήσετε», συμπληρώνει.
Επιπροσθέτως, τόνισε πως δεν υπήρχε κανένας συντονισμός. «Ο μόνος συντονισμός ήταν το περιπολικό που έκλεισε το δρόμο στο 15 χλμ της Μαραθώνος, οδός Ακροπόλεως και τους έστελνε προς τα κάτω. Αυτός ήταν ο μόνος συντονισμός», υπογράμμισε.
Η συγκλονιστική περιγραφή της κατοίκου στο Μάτι... παγώνει:
«Ο κόσμος καιγότανε, προσπαθούσε να βρει διεξόδους να σωθεί. Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός. Ο μόνος συντονισμός ήταν το περιπολικό που έκλεισε το δρόμο στο 15 χλμ της Μαραθώνος, οδός Ακροπόλεως και τους έστελνε προς τα κάτω. Αυτός ήταν ο μόνος συντονισμός. Ο κόσμος καιγόταν μέσα στα αμάξια δίπλα μας, τρία μέτρα από τη θάλασσα. Δε ακούσαμε ποτέ καμία πυροσβεστική, τίποτα. Σε ενάμιση λεπτό είχε έρθει η φωτιά στο Μάτι και δεν ξέραμε τίποτα. Δεν άφηναν τον κόσμο να φύγει Εσείς από την κρίση σας τη νομίζετε πως ήταν σωστός ο σχεδιασμός; Δεν έχει βγει ένας υπεύθυνος να μας πει ποιο ήταν το σχέδιο, ποιος είναι ο υπεύθυνος του σχεδιασμού της Αστυνομίας που μπλόκαρε εκεί τον δρόμο, τι έγινε. Γιατί μας στείλανε και μας έκαψαν σαν τα ποντίκια, ήμασταν μέσα στη θάλασσα, καιγόμασταν και πνιγόμασταν. Λιποθυμούσαν άνθρωποι δίπλα μας, μαμάδες, παιδιά, δεν ξέραμε τι μας γίνεται, να εκσφενδονίζονται πράγματα. Δεν μπορείτε να το συνειδητοποιήσετε. Ούρλιαζα και έψαχνα τα παιδιά μου. Τα είδα μετά από επτά ώρες, ούρλιαζα και έψαχνα τα παιδιά μου, δεν ήξερα τι να κάνω. Όταν ρώτησα τα παιδιά της ομάδας ΔΙΑΣ, δεν ξέρουμε μας έλεγαν. Ούρλιαζα. Απλά ζούμε, μας αφήσαν σαν τα ποντίκια να καούμε. Δεν υπήρχε λόγος. Έπρεπε να μας αφήσουν να φύγουμε πίσω...».