Το κυκλαδίτικο τοπίο, με τα λευκά σπίτια, τα μπλε παράθυρα, την πέτρα και τον βράχο. Κόλποι μεγάλοι και μικροί, παραλίες απάτητες, ανοργάνωτες, που τις τρώει ο ήλιος. Στενά σοκάκια, ψάθινα καπέλα, πρωινά στη Χώρα. Κάπου στο λιμάνι ο Πέτρος ο Πελεκάνος. Τα καράβια της γραμμής και τα γρήγορα, οι ταβέρνες, τα πρώτα ευρωπαϊκού τύπου εστιατόρια.
Αλήθεια πού πήγε η Μύκονος; Πού πήγε εκείνη η ξεγνοιασιά που μπλεκόταν με τον αέρα του πελάγους; Πού χάθηκε η αίσθηση του νησιού των ανέμων; Γιατί κι όταν η Μύκονος άρχισε να ξεχωρίζει, να γίνεται κοσμική, με τα κότερα και τις εντυπωσιακές γυναίκες, τίποτα δεν είχε αλλοιώσει την προσωπικότητά της. Απλώς έπαιρναν όλα τον κοσμοπολίτικο αέρα που, όπως αποδείχθηκε, της πήγαινε πολύ.
Να όμως που το κοσμοπολίτικο γιγαντώθηκε κι έπαψε να έχει ποιότητα, να έχει γούστο, να έχει αισθητική. Πήρε μια όψη χυδαία, σχεδόν αγοραία. Ο πλούτος που ήρθε αγκαζέ με την κακογουστιά αλλοίωσε το πρόσωπό της. Κι εκείνη παραδόθηκε στους «πλαστικούς χειρουργούς» που την παραμόρφωσαν. Δύσκολο ν΄αλλάξει χρώμα η θάλασσα κι ακόμα πιο δύσκολο να αλλάξουν αέρα οι Κυκλάδες…
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου της Μυρτώς Λοβέρδου στο Bovary.gr