Η απόφαση της Φώφης Γεννηματά να τοποθετήσει τον Σταμάτη Μαλέλη διευθυντή επικοινωνίας στο ΚΙΝΑΛ «προσγειώθηκε» ως διαπλανητική φάπα στα κεφάλια όσων προσπαθούν να ερμηνεύσουν ορθολογικά τα τεκταινόμενα στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Κεντροαριστερά.
Όχι βέβαια γιατί ο Σταμάτης Μαλέλης είναι ένα αντιπαθητικό πρόσωπο (αντιθέτως, είναι ένας γλυκύτατος στην καθημερινότητα άνθρωπος), αλλά γιατί ανήκει σε αυτό το είδος της δημοσιογραφίας η οποία τα τελευταία 30 χρόνια ισοπέδωσε πλήρως κάθε έννοια ορθολογισμού και αισθητικής στα τηλεοπτικά δρώμενα της χώρας.
Ο επικεφαλής πλέον της επικοινωνίας του ΚΙΝΑΛ ήταν αυτός που εισήγαγε πρώτος τα τηλεοπτικά παράθυρα, βάζοντας στα καθησυχασμένα μικροαστικά σαλόνια μια τεράστια κλειδαρότρυπα. Από αυτήν τη μαύρη τρύπα πέρασαν τα πάντα: Από την Τζένη Χειλουδάκη και τον ερωτοχτυπημένο εισαγγελέα Γιώργο Σακελλαρόπουλο, τον «κακοποιημένο» Τόλη Βοσκόπουλο από την Τζούλια Παπαδημητρίου, έως τον Σορίν Ματέι και τους διάφορους εθνικούς κακοποιούς, συγχωρεμένους ή μη, που έβγαζαν διαγγέλματα εθνικής εμβέλειας.
Η τηλεόραση αυτή του «κώλου» πέρασε από τη μεταφορά στην κυριολεξία ισοπεδώνοντας κάθε έννοια ορθολογισμού, αξιοπρέπειας και προφανώς αντικειμενικότητας.
Αυτού του είδους η δημοσιογραφία, που ξεκίνησε χονδρικά τη δεκαετία του '90, έκανε την πασοκική αστακομακαρονάδα ιδεολογία και την παραβατικότητα αρχέτυπο.
Οι μαχαλοέρωτες τύπου Δαλιανίδη και το σκληρό κίτρινο κατέλαβαν όλο τον ζωτικό χώρο μιας αυτοαποκαλούμενης δημόσιας σφαίρας, μετατρέποντας την κανονικότητα σε ανέκδοτο. Ο,τι δεν πουλούσε ήταν προφανώς καθυστερημένο, αναχρονιστικό και κατά συνέπεια παρασιτικό.
Αυτού του είδους η τηλεόραση επώασε στην πραγματικότητα τη χρεοκοπία, αποϊδεολογικοποίησε την ελληνική κοινωνία και νομιμοποίησε την κάθε είδους «παραβατικότητα», οδηγώντας τη χώρα στο μεγαλύτερο ηθικό φαλιμέντο μετά τον πόλεμο.
Χάνοντας την αξιοπιστία του, ο αστικός (τηλεοπτικός) κόσμος μπορεί να κονόμησε με κάθε είδους εργολαβίες, έγινε όμως ρόμπα ξεκούμπωτη, καταργώντας κάθε έννοια ηθικής, αισθητικής και προφανώς και τσίπας. Η συνταγή αυτή άνοιξε τον δρόμο στον Τσίπρα, αφού η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία απώλεσε κάθε έννοια αυτορύθμισης.
Οι κολοσσοί της τότε διαπλοκής, όπως ο Μπόμπολας, ο Ψυχάρης και πολλοί άλλοι, σε οποιαδήποτε άλλη φιλελεύθερη δημοκρατία θα είχαν εγκαίρως εξουδετερωθεί πριν καταστρέψουν τη Δημοκρατία και χρεοκοπήσουν τη χώρα.
Δεν είναι τυχαία η ευκολία με την οποία τους εξολόθρευσε ο Τσίπρας: Χάνοντας το ηθικό πλεονέκτημα, ο λεγόμενος αστικός Τύπος κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος.
Πιστεύαμε ότι όλο αυτό το παρακμιακό παραδημοσιογραφικό τοπίο είχε μπει σε τροχιά αποδρομής και έδινε απλώς μάχες οπισθοφυλακής μέσα από περιθωριακά ΜΜΕ.
Το ΚΙΝΑΛ, μέσα στη σύγχυση που του προκαλεί ο κίνδυνος της συρρίκνωσης και την απειλή να γίνει μια χαψιά από τον Τσίπρα, κάνει μια βουτιά στο πουθενά πιστεύοντας ότι θα βγάλει το γκραλ μιας νέας αρχής. Στην πραγματικότητα, η ολική επαναφορά της τηλεόρασης της εργολαβίας προδίδει τη σύγχυση που βιώνει μια στενή μετα-παπανδρεϊκή γραφειοκρατία μπρος στον κίνδυνο να χάσει τα προνόμια τεσσάρων δεκαετιών.
Το παράδοξο δεν είναι ότι το ΚΙΝΑΛ διαπράττει ένα «αποκαλυπτικό» και χονδροειδές λάθος. Τα παράδοξο είναι ότι ο Μητσοτάκης, ως ηγέτης του αστικού κόσμου που θέλει να επαναφέρει την κανονικότητα, μπορεί να πιστεύει ότι η Χαριλάου Τρικούπη αποτελεί ίσως έναν αυριανό αξιόπιστο συνεταίρο. Κοινώς, έπεα πτερόεντα.