Οι έφηβοι που είναι πιο ναρκισσιστές και διακατέχονται από συναισθήματα ανωτερότητας, μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα στο σχολείο και να πάρουν καλύτερους βαθμούς στις εξετάσεις, πράγμα που εν μέρει εξηγεί τον αυξανόμενο ναρκισσισμό στη σύγχρονη κοινωνία.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας επιστημονικής έρευνας με επικεφαλής έναν Έλληνα ψυχολόγο της διασποράς. Άρα -αν ισχύει πράγματι αυτή η εκτίμηση- όλος αυτός ο χρόνος που περνάνε οι έφηβοι τραβώντας «σέλφι» και «ανεβάζοντας» κολακευτικές για τους ίδιους φωτογραφίες στους λογαριασμούς τους στο Instagram, στο Facebook ή στο Snapchat, ίσως να μην είναι χαμένος τελικά...
Οι ερευνητές από βρετανικά, αμερικανικά και ρωσικά πανεπιστήμια, με επικεφαλής τον λέκτορα αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας Κώστα Παπαγεωργίου, διευθυντή του Εργαστηρίου InteRRact της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Queen's του Μπέλφαστ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχολογίας Personality and Individual Differences, μελέτησαν 340 μαθητές 14 έως 19 ετών, συσχετίζοντας τεστ προσωπικότητας και νοημοσύνης με τις επιδόσεις τους στις σχολικές εξετάσεις. Διαπιστώθηκε ότι οι νέοι με υψηλότερη βαθμολογία στον υποκλινικό (μη παθολογικό ή φυσιολογικό) ναρκισσισμό είχαν καλύτερη σχολική επίδοση.
Όπως είπε ο κ. Παπαγεωργίου, «ο ναρκισσισμός θεωρείται ένα κοινωνικά κακόβουλο χαρακτηριστικό και αποτελεί μέρος της "σκοτεινής τριάδας" των γνωρισμάτων της προσωπικότητας, μαζί με την ψυχοπάθεια και τον μακιαβελισμό. Προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι ο ναρκισσισμός είναι μια αυξανόμενη τάση στην κοινωνία μας, όμως αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το άτομο που επιδεικνύει ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, έχει κάποια διαταραχή της προσωπικότητας».
Όπως τόνισε, «αν είσαι ναρκισσιστής, πιστεύεις έντονα ότι είσαι καλύτερος από οποιονδήποτε άλλο και ότι αξίζεις να επιβραβευθείς.
Η εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου είναι ένα από τα βασικά σημάδια του μεγαλεπήβολου ναρκισσισμού, αλλά βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της διανοητικής ανθεκτικότητας, χάρη στην οποία κάποιος είναι πιθανότερο να μη διστάσει μπροστά στις προκλήσεις και να τις δει ως ευκαιρία προσωπικής ανάπτυξης».
Οι περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν κάποιο ναρκισσισμό σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Η έρευνα του δρος Παπαγεωργίου δείχνει ότι, από μερικές απόψεις, ο ναρκισσισμός μπορεί στην πραγματικότητα να αποτελέσει ένα θετικό γνώρισμα. Όπως λέει ο ίδιος, «οι άνθρωποι με υψηλή βαθμολογία στον υποκλινικό ναρκισσισμό μπορεί να πλεονεκτούν, επειδή η αυξημένη αυτοπεποίθησή τους τούς δίνει κίνητρα και τους κάνει πιο αποφασιστικούς και επιτυχημένους σε ορισμένες περιστάσεις».
Γι αυτό, όπως ανέφερε, «είναι σημαντικό να αναθεωρήσουμε ως κοινωνία τον τρόπο που βλέπουμε το ναρκισσισμό. Αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είτε ως καλά είτε ως κακά, όμως δεν είναι παρά προϊόντα της εξέλιξης.
Δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά, είναι απλώς καλά ή κακά προσαρμοσμένα. Ίσως θα έπρεπε να επεκτείνουμε τη συμβατική κοινωνική ηθική για να συμπεριλάβουμε και να επικροτήσουμε όλες τις εκφράσεις της ανθρώπινης φύσης».
Ο Κ. Παπαγεωργίου αποφοίτησε το 2009 από το Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και πήρε το διδακτορικό του στην αναπτυξιακή νευροεπιστήμη το 2014 από το Πανεπιστήμιο Μπίρκμπεκ του Λονδίνου. Από το 2016 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κουίνς του Μπέλφαστ, ενώ είναι επίσης αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τομσκ της Ρωσίας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ