Στο περιεχόμενο, τα προβλήματα και τη διαχείριση της συμφωνίας για το ονοματολογικό, αναφέρεται σε άρθρο του στην προσωπική του ιστοσελίδα ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Εν ολίγοις, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν τάσσεται αναφανδόν κατά της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ, ωστόσο επισημαίνει τρία σοβαρά προβλήματα: την παραχώρηση μακεδονικής γλώσσας και ιθαγένειας στους Σκοπιανούς, αλλά και την διαδικασία εισόδου στο ΝΑΤΟ της γείτονος.
Το άρθρο, αναλυτικά, έχει ως εξής:
Το σχέδιο συμφωνίας που διαπραγματεύθηκε η κυβέρνηση προβλέπει σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και χρήση της, εσωτερική και διεθνή, erga omnes. Η erga omnes χρήση προϋποθέτει και δεσμευτική διεθνή συμφωνία και αναθεώρηση του Συντάγματος της πΓΔΜ ως πράξη προσαρμογής στη διεθνή συμφωνία.
Αυτή η σχέση διεθνούς συμφωνίας και αναθεώρησης του Συντάγματος προβλέπεται ήδη από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Αυτά ήταν πάντα δύο βασικά στοιχεία της εθνικής γραμμής που διαμορφώθηκε μετά τον Απρίλιο του 1993 και την υιοθέτησαν όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις. Στα θέματα αυτά υπάρχει ευρύτερη αποδοχή, όπως προκύπτει και από πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της ΝΔ.
Αναπόσπαστο όμως στοιχείο της εθνικής μας γραμμής ήταν και είναι πάντα η ακύρωση και αποτροπή κάθε αλυτρωτισμού και κάθε ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας και των λέξεων. Το σχέδιο συμφωνίας είναι προδήλως προβληματικό, με βάση το παραπάνω κριτήριο, γιατί αποδέχεται ανακριβείς και εσφαλμένους χαρακτηρισμούς ως προς δυο κρίσιμα ζητήματα υψηλού συμβολισμού: τη γλώσσα και την ιθαγένεια.
Σε συνδυασμό μάλιστα με την αποδοχή, στο άρθρο 7 του σχεδίου, ως εξίσου αποδεκτών των αντιλήψεων των δύο πλευρών ως προς το τι σημαίνουν οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας». Ρήτρα που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί στην πράξη μπορεί να αλλοιώνει κάθε συμφωνία για την ονομασία και την erga omnes χρήση της.
Η ιθαγένεια, που προσδιορίζεται σε σχέση με συγκεκριμένο κράτος, πρέπει να παραπέμπει στο όνομα του κράτους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση η ιθαγένεια πρέπει να προσδιορίζεται όχι ως «Macedonian / citizen of the Republic of North Macedonia», αλλά ως «βορειομακεδονική» ή απλώς ως ιδιότητα του «citizen of the Republic of North Macedonia».
Στην αγγλική μάλιστα διατύπωση του σχεδίου αυτό δεν αφορά τη citizenship, αλλά τη nationality, δηλαδή τη διεθνή όψη της ιθαγένειας. Είναι παράδοξο ένας πολίτης της γειτονικής χώρας που ανήκει στην αλβανική κοινότητα να προσδιορίζεται διεθνώς ως Macedonian και όχι ως citizen of the Republic of North Macedonia.
Η γλώσσα, ενώ κατατάσσεται ρητά στις Νότιες Σλαβικές γλώσσες (και μάλιστα γράφεται με κυριλλική γραφή), δεν ονομάζεται «σλαβομακεδονική», αλλά «Μακεδονική/Macedonian». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάγγελμά του της 12.6.2018 ο κ. Τσίπρας αναφέρεται σε «Ελληνομακεδονική γλωσσική κληρονομιά» από την οποία διακρίνεται η γλώσσα του γειτονικού κράτους. Η ελληνική γλωσσική κληρονομιά ονομάζεται ατυχώς «ελληνομακεδονική» από τον Έλληνα πρωθυπουργό προφανώς σε αντιδιαστολή προς τη σλαβομακεδονική γλώσσα της γείτονος που πρέπει να ονομάζεται ακριβώς έτσι και όχι «Μακεδονική».
Το χειρότερο δε είναι ότι η ελληνική πλευρά δέχεται στο σχέδιο συμφωνίας ότι η γλώσσα αυτή έχει αναγνωρισθεί διεθνώς και από την Ελλάδα ως «Μακεδονική» ήδη από το 1977. Κατά τη λογική όμως αυτή και η ομόσπονδη τότε «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους κόλπους της Γιουγκοσλαβίας μπορεί κάποιοι να ισχυριστούν ότι είχε αναγνωριστεί με το όνομα «Μακεδονία». Αυτό όμως δεν γίνεται δεκτό και γιαυτό υπάρχει το ανοικτό διεθνές ζήτημα του ονόματος.
Ο ισχυρισμός ότι έγινε ένας συμβιβασμός σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα πήρε το σύνθετο όνομα και την erga omnes χρήση που διασφαλίζεται και με αναθεώρηση του Συντάγματος και έδωσε τον χαρακτηρισμό της γλώσσας και της ιθαγένειας είναι αβάσιμος. Η Ελλάδα δίνει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, δηλαδή το σύνολο του διπλωματικού της οπλοστασίου και άρα το αντίβαρο ως προς την ακύρωση του αλυτρωτισμού θα έπρεπε να είναι πλήρες, να αφορά δηλαδή και τον ακριβή χαρακτηρισμό της γλώσσας και της ιθαγένειας.
Εκτός από τη γλώσσα και την ιθαγένεια υπάρχει πρόβλημα και με το συγχρονισμό των διαδικασιών αφενός μεν θέσης σε ισχύ της συμφωνίας, αφετέρου δε ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της με την ΕΕ. Για τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας πρέπει η άλλη πλευρά να κυρώσει τη συμφωνία, να οργανώσει, αν το θέλει, δημοψήφισμα με θετική έκβαση και να συντελέσει την αναθεώρηση του Συντάγματός της.
Μετά η ελληνική πλευρά θα κυρώσει νομοθετικά τη συμφωνία. Με το πρώτο όμως βήμα της κύρωσης της συμφωνίας από την άλλη πλευρά και πριν αυτή τεθεί σε ισχύ, η Ελλάδα θα γνωστοποιήσει στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ότι υποστηρίζει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει την πρόσκληση προς το γειτονικό μας κράτος προκειμένου να ενταχθεί στη Συμμαχία.
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα αποφασισθεί από το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία, δηλαδή με το σημερινό προσωρινό όνομα, και οι όροι από τους οποίους εξαρτάται η θέση σε ισχύ της συμφωνίας πρέπει να έχουν εκπληρωθεί προκειμένου η Ελληνική Βουλή να κυρώσει το πρωτόκολλο ένταξης των γειτόνων στο ΝΑΤΟ μαζί με την κύρωση της συμφωνίας για το όνομα. Στο μεταξύ όμως θα έχουν κυρώσει το πρωτόκολλο οι άλλες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ.
Πρόβλημα συγχρονισμού υπάρχει και με την πρακτική εφαρμογή των αλλαγών ως προς το όνομα και την erga omnes χρήση τους που χρειάζεται πέντε χρόνια και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη περισσότερα μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας, με μόνο μοχλό πίεσης το μη άνοιγμα κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Δεν αναφέρομαι καν στα εμπορικά σήματα και τις ονομασίες προέλευσης προϊόντων που παραπέμπονται σε διαδικασίες που προϋποθέτουν υψηλό επίπεδο καλόπιστης συνεργασίας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που έχει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, χειρίστηκε ένα εθνικό θέμα με διχαστικό τακτικισμό και με το βλέμμα στραμμένο στους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Τώρα εμφανίζει ένα σχέδιο συμφωνίας όχι για να αναζητήσει ευρύτερες συναινέσεις, αλλά για να προκαλέσει ρήξη και πόλωση με τη ΝΔ και εσωτερικά προβλήματα σε αλλά κόμματα, ενώ η ίδια δείχνει να απολαμβάνει τη δήθεν διαφωνία των ΑΝΕΛ που διαφωνούν εικονικά με τη συμφωνία, αλλά μετέχουν στην κυβέρνηση που τη διαπραγματεύθηκε και ετοιμάζεται να την υπογράψει.
Η διαφύλαξη της εθνικής ενότητας και η επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων και ενιαίων εθνικών θέσεων στην εξωτερική πολιτική και ιδίως στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων είναι ζήτημα εξαιρετικά σημαντικό. Ας σκεφτούμε αν θα μπορούσαν να αναληφθούν σοβαρές πρωτοβουλίες και δεσμεύσεις στα ελληνοτουρκικά ή το κυπριακό υπό συνθήκες εσωτερικού πολιτικού διχασμού.
Ο φτηνός μικροκομματικός κομπασμός της σύμπραξης ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ φτάνει στο σημείο της ωμής πρόκλησης, όταν λέει «όποιος θέλει μπορεί να υποβάλλει πρόταση δυσπιστίας για να δει τους ΑΝΕΛ να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στον κ. Τσίπρα», προφανώς προκειμένου να υπογράψει τη συμφωνία με την οποία υποτίθεται ότι διαφωνεί ριζικά ο κ. Καμμένος! Θα όφειλε συνεπώς ο κ. Τσίπρας να υποβάλει αυτός πρόταση εμπιστοσύνης για να δούμε το οπερετικό αυτό θέαμα που θα δυσκολευτούν να εξηγήσουν οι ΑΝΕΛ στους οπαδούς τους.
Εάν η κυβέρνηση παρουσίασε το σχέδιο συμφωνίας για να δει αν συγκεντρώνει στήριξη από το χώρο της αντιπολίτευσης και θεωρεί ότι η στήριξη αυτή είναι προϋπόθεση για τις περαιτέρω κινήσεις, τότε οφείλει να αποδεχθεί την ανάγκη βελτίωσης των ρυθμίσεων στα κρίσιμα σημεία της γλώσσας, της ιθαγένειας και του συγχρονισμού των διαδικασιών ιδίως για την ένταξη στο ΝΑΤΟ και να επανέλθει με ολοκληρωμένες ρυθμίσεις, χωρίς εθνικά διχαστικό λόγο. Τέτοιος διχαστικός λόγος προφανώς δεν πρέπει να διατυπώνεται από καμία πλευρά.
Η δε Νέα Δημοκρατία που καλεί τον κ. Τσίπρα να μην υπογράψει γιατί στερείται νομιμοποίησης, εάν επιβεβαιωθεί τυπικά ότι η κυβέρνηση διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής με τις ψήφους των ΑΝΕΛ, τι θα κάνει; Θα αρκεσθεί στην ανάδειξη των ψεμμάτων, των αντιφάσεων και της συνευθύνης των ΑΝΕΛ και θα δεχθεί ότι η κυβέρνηση νομιμοποιείται πλέον να υπογράψει τη συμφωνία χωρίς προσπάθεια βελτιώσεων, με καταγεγραμμένη απλώς τη διαφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Το σχέδιο συμφωνίας προβλέπει ότι η Βουλή των Ελλήνων θα επιληφθεί κυρώνοντας τη συμφωνία μετά την ολοκλήρωση μιας σειράς πολιτικών και θεσμικών ενεργειών, δηλαδή μετά από αρκετούς μήνες. Ο συγχρονισμός των ενεργειών αυτών είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα που αφορά τις διατυπώσεις της συμφωνίας για τις οποίες απαιτείται η μέγιστη προσοχή καθώς η συμφωνία είναι «αμετάκλητη» και η χώρα μας αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγη που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επιλήφθηκε της ενδιάμεσης συμφωνίας μετά το Βουκουρέστι και εξέδωσε απόφαση το 2011.
Όταν όμως θα έρθει η συμφωνία στη Βουλή των Ελλήνων για κύρωση θα είναι αργά για κρίσιμα θέματα όπως η γλώσσα, η ιθαγένεια και ο συγχρονισμός των διαδικασιών. Για τα θέματα συνεπώς αυτά η στιγμή είναι τώρα και η μόνη μέθοδος είναι η ολοκληρωμένη και ορθή διατύπωση των σχετικών σημείων του σχεδίου συμφωνίας.
Όμως η κυβέρνηση δεν ζητά ούτε έγκριση της Βουλής προκειμένου να υπογράψει τη συμφωνία ούτε άμεση κύρωσή της μετά την υπογραφή της. Λέει καθαρά ότι τελείωσε τη διαπραγμάτευση που έκανε μόνη της και είναι αποφασισμένη να υπογράψει τη συμφωνία χωρίς να εξαρτά τη στάση της από το βαθμό εσωτερικής συναίνεσης. Και προφανώς συνδέει τη χρονική στιγμή της κύρωσης της συμφωνίας από τη Βουλή των Ελλήνων με το συγκρουσιακό κλίμα στο οποίο θα βασίσει τον εκλογικό της σχεδιασμό.
Μετά όμως την υπογραφή της συμφωνίας, ακόμη και αν αυτή δεν έχει τυπικά τεθεί σε ισχύ, διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση όχι μόνο πραγματικά αλλά και νομικά. Η διεθνής κοινότητα αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα συμφώνησε και τυχόν μη κύρωση μετά από μήνες θα θεωρηθεί υπαναχώρηση. Η ΕΕ θα αλλάξει τις εκθέσεις προόδου της γειτονικής χώρας, το ΝΑΤΟ θα απευθύνει πρόσκληση για ένταξη που θα αποφασισθεί από το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο και το σχετικό πρωτόκολλο θα αρχίσει να κυρώνεται από τα κοινοβούλια των άλλων κρατών μελών.
Στα Σκόπια θα κυρωθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία η συμφωνία, θα ξεκινήσει η διαδικασία του δημοψηφίσματος και αν αυτό είναι θετικό, θα ξεκινήσει και θα συντελεστεί η αναθεώρηση του Συντάγματος, εκτός και αν ανατραπεί ο εκεί εσωτερικός συσχετισμός. Αν έχουν γίνει όλα αυτά και κληθεί η Βουλή των Ελλήνων να κυρώσει νομοθετικά τη συμφωνία, το βάρος των νέων καταστάσεων θα είναι πολύ μεγάλο. Το πραγματικό ερώτημα δεν θα είναι ποιος συμφωνεί με την κύρωση, αλλά ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη της ανατροπής μιας τετελεσμένης κατάστασης, με το διεθνές κλίμα να είναι προφανώς αντίθετο με κάθε πρωτοβουλία αμφισβήτησης ή διόρθωσης πχ σχετικά με τη γλώσσα ή την ιθαγένεια.
Άρα αυτά τα θέματα ή αντιμετωπίζονται τώρα, πριν την υπογραφή, ή τοποθετούνται πλέον σε ένα άλλο διεθνές πολιτικό πλαίσιο με μόνο πρακτικό μοχλό το άνοιγμα των κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, με δεδομένο όμως ότι η διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια δεν συνιστά τώρα ευρωπαϊκή προτεραιότητα.
Αυτά πρέπει να ειπωθούν ευθέως για να έχουμε πλήρη συνείδηση του πού βρισκόμαστε, του τι λέει καθένας, για ποιον προέχει πάντα το εθνικό συμφέρον και για ποιον προέχουν πάντα οι κομματικές και εκλογικές σκοπιμότητες. Ποιος θέλει στέρεες συμφωνίες και δίκαιους συμβιβασμούς που κλείνουν τα θέματα και ποιος παίζει με τον κίνδυνο να ανακύψουν στο μέλλον προβλήματα και κρίσεις.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ