Η συμφωνία Ελλάδας-Σκοπίων, που τόσο πανηγυρικά ανακοινώθηκε χθες μετά από πολύμηνο και ανηφορικό μαραθώνιο μηνών, αν κάτι αποκαλύπτει, είναι ότι τελικά το όνομα ήταν το λιγότερο σοβαρό και σημαντικό σε αυτή τη μακρόχρονη πολιτική και διπλωματική διαμάχη.
Σοβαρότερες (και πιθανόν και απειλητικότερες) ενδεχομένως να αποδειχθούν κάποιες ασαφείς «σκοτεινές γωνιές», στις οποίες μπορεί να κρύβονται προβλήματα που θα προκύψουν στο σχετικά προσεχές μέλλον...
Πέρα από τον χρόνο που θα απαιτηθεί για να εγκριθεί από τη σκοπιανή Βουλή η συμφωνία (για να ακολουθήσει το εκεί δημοψήφισμα, να ολοκληρωθεί η αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση και... μετά να έρθει στην ελληνική Βουλή για έγκριση), υπάρχουν και άλλες διαδικαστικές ασάφειες: το ΝΑΤΟ και η ΕΕ κατά ποιον τρόπο δεσμεύονται ότι θα τηρήσουν την αίρεση πως, αν δεν υπάρξει τελικά συμφωνία, δεν θα ισχύσει η επιστολή που θα τους απευθύνει η Ελλάδα για το «ξεμπλοκάρισμα» της ένταξης των Σκοπίων;
Και σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης για να τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία (ο κ. Καμμένος λέει πως στην ελληνική Βουλή θα έρθει... μετά τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, ίσως και μετά τις εκλογές), μήπως δημιουργηθούν «τετελεσμένα» σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, οπότε οι «κόκκινες κάρτες» που θα βγάλει θεωρητικά η Ελλάδα είναι άνευ ουσίας;
Πολλά αγκάθια
Η προβληματικότερη, ίσως, «ουρά» που έχει αυτή η συμφωνία είναι η ρύθμιση του μείζονος ζητήματος των «εμπορικών σημάτων και ονομασιών» στα εξαγώγιμα προϊόντα των δύο χωρών. Παράλληλα, παράμετροι που πιθανόν να δημιουργήσουν νέα προβλήματα είναι ο αμφιλεγόμενος και αμφίσημος τρόπος με τον οποίο «ρυθμίζονται» η εθνική γλώσσα των Σκοπίων και η εθνική τους ταυτότητα.
Για το πρώτο, δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστές οι πρόνοιες που προβλέπονται στην κατ’ αρχήν συμφωνία, και εκφράζονται λογικοί φόβοι ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν οι... χαρές για τη συμφωνία θα έχουν ξεχαστεί, θα αρχίσει μεταξύ των δύο χωρών ένας εμπορικός πόλεμος, μπροστά στον οποίο οι μάχες για την... ελληνικότητα της φέτας θα μοιάζουν αψιμαχίες...
Όσον, δε, αφορά τη γλώσσα και την εθνότητα, είναι προφανές ότι τις μεγάλες υποχωρήσεις τις έκανε η ελληνική πλευρά:
Πέρα από τους ισχυρισμούς του κ. Τσίπρα ότι προβλέπεται (με τη διαδικασία των... αστερίσκων, που με την πάροδο του χρόνου ξεθωριάζουν) ότι η γλώσσα της «Βόρειας Μακεδονίας» αναγνωρίζεται ότι είναι η «μακεδονική», αλλά με τη «διευκρίνιση» ότι ανήκει στην ομάδα των νοτίων σλαβικών γλωσσών, είναι πλέον βέβαιο ότι, πριν καν στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών, όλος ο κόσμος θα παραδέχεται ότι σε αυτή τη χώρα οι πολίτες μιλάνε «μακεδονικά». Χωρίς διευκρινίσεις και αστερίσκους. Γι’ αυτό και ο κ. Κοτζιάς στα τελευταία μέτρα του μαραθωνίου των διαπραγματεύσεων επιχείρησε με ψευδή στοιχεία να αποδείξει ότι τη «μακεδονική γλώσσα» την είχαν αναγνωρίσει και «χαρίσει» στους γείτονες οι κυβερνήσεις «των προηγούμενων»...
Τα ίδια ισχύουν και για την εθνότητα: αναγνωρίζεται de facto ότι είναι η μακεδονική, και ιθαγένεια και υπηκοότητα θα είναι «Μακεδόνες». Και έτσι θα αναγνωρίζονται και θα αποκαλούνται από τη διεθνή κοινότητα - με εξαίρεση την Ελλάδα, που, όπως προβλέπει ακόμη ένας «αστερίσκος» στη συμφωνία, θα διευκρινίζει ότι θα είναι «Macedonian/citizen of the Republic of North Macedonia»...
Θα έχει κόστος και για τον ΣΥΡΙΖΑ
Όσο μια λύση αργεί και αφήνονται ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες συμβιβασμού, το σύνηθες είναι ότι τελικά, όταν θα προκύψει, μπορεί να εμφανίζεται «η καλύτερη δυνατή», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και... καλή, ή όσο καλή θα μπορούσε να υπάρξει στο σπαταλημένο παρελθόν... Και ακριβώς σε αυτό, το «καλή συμφωνία» (δεδομένων των συνθηκών), δείχνει να ποντάρει ο πρωθυπουργός.
Ο κ. Τσίπρας μπορεί να δηλώνει χαρούμενος διότι, επιτέλους, κάποιο από τα μέτωπα που έχει ανοίξει δείχνει να «του βγαίνει». Και το πλασάρει με τέτοιο τρόπο που του επιτρέπει να «θέτει προ των ιστορικών ευθυνών τους» τα κόμματα της αντιπολίτευσης που όταν κυβερνούσαν προσπάθησαν αλλά δεν πέτυχαν κάποια λύση.
Ο έκδηλος, όμως, εξαρχής στόχος της κυβέρνησης να προκαλέσει προβλήματα και ρήγματα στην αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, και να τα εκμεταλλευτεί πολιτικά, μπορεί σε ένα πρώτο επίπεδο να δημιουργεί εσωκομματικές διαχειριστικές συνέπειες τόσο στη ΝΔ όσο και στο ΚΙΝΑΛ, αλλά θεωρείται σχεδόν σίγουρο θα έχει επιπτώσεις και στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και τούτο επειδή, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, η ελληνική κοινωνία -πέρα και άσχετα από κομματικές ταυτίσεις- διαπερνάται οριζόντια από έναν ιδιόρρυθμο «εθνικισμό» σε ό,τι αφορά το «Μακεδονικό». Ιδιαίτερα στις περιοχές της Μακεδονίας και γενικότερα της Βόρειας Ελλάδας.
Και δεν είναι εύκολος ο υπολογισμός αν τα «κέρδη» που πιθανολογεί ότι θα έχει ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μερίδα του εκλογικού σώματος (κυρίως κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς) που θέλουν λύση του «Μακεδονικού» θα είναι μεγαλύτερα από τις διαρροές που θα προκύψουν, όχι μόνο από «εθνοπατριώτες» αριστερούς ψηφοφόρους του, αλλά ακόμη και από εκείνο το ποσοστό που στις δημοσκοπήσεις καταγράφονται (και είναι πολλοί) ως «αναποφάσιστοι».
Σκληρή γραμμή στη ΝΔ
Ο κ. Μητσοτάκης, από τη στιγμή που (καλώς ή κακώς) εξαρχής επέλεξε την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση στο συγκεκριμένο ζήτημα, επειδή θεώρησε -και δικαίως- ότι ο χειρισμός εκ μέρους του κ. Τσίπρα απέβλεπε στη δημιουργία προβλημάτων στο εσωτερικό της, και δέχθηκε να στηρίξει, έστω ήπια, τα συλλαλητήρια, είναι πλέον υποχρεωμένος να συνεχίσει τη σκληρή στάση του. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, μετά την αήθη και στηριζόμενη σε ψευδή στοιχεία επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της ΝΔ ο κ. Κοτζιάς.
Ο πρόεδρος της ΝΔ χαρακτήρισε τη συμφωνία (στον βαθμό που έχει δημοσιοποιηθεί) «κακή συμφωνία», την οποία ο κ. Τσίπρας «δεν έχει καμία πολιτική νομιμοποίηση να δεσμεύσει τη χώρα υπογράφοντας μια συμφωνία η οποία δεν έχει την στήριξη της ίδιας της κυβέρνησής του», ενώ σήμερα το πρωί είχε, κατόπιν αιτήματός του, κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αμηχανία και... συσκέψεις στο ΚΙΝΑΛ
Στο Κίνημα Αλλαγής, στο οποίο ο κ. Θεοδωράκης και κάποιοι βουλευτές από το Ποτάμι εμφανίζονται τις τελευταίες μέρες ως... επισπεύδοντες για την επίτευξη συμφωνίας, επικρατεί σχετική αμηχανία. Συγκλήθηκε το Πολιτικό Συμβούλιο προκειμένου να αποφασιστεί η τελικά στάση του (και ο κ. Παπανδρέου είναι υποστηρικτής της άμεσης λύσης), αλλά τόσο η κυρία Γεννηματά όσο και -κυρίως- ο κ. Βενιζέλος τηρούν πιο προσεκτική στάση, εκτιμώντας ότι μια αναφανδόν υποστήριξη της «συμφωνίας Τσίπρα» είναι δυνατόν να έχει εκλογικές επιπτώσεις στο Κίνημα.
Σε ανακοίνωσή του υπενθυμίζει ότι έχει επανειλημμένα τονίσει πως είναι υπέρ της λύσης, αλλά όχι οποιασδήποτε λύσης.
«Η σύνθετη ονομασία έναντι όλων, η συνταγματική αναθεώρηση, η ακύρωση κάθε μορφής αλυτρωτισμού είναι οι πάγιες πατριωτικές μας θέσεις» σημειώνει το ΚΙΝΑΛ, και προσθέτει: «Στη βάση αυτών των θέσεων θα αξιολογήσουμε το επίσημο σχέδιο συμφωνίας που δεσμεύτηκε να δημοσιοποιήσει η κυβέρνηση, έτσι ώστε να διαπιστώσουμε εάν πληροί τις προϋποθέσεις για την προστασία των εθνικών συμφερόντων».