Ανεδαφική αποδείχθηκε, τελικά, η αισιοδοξία που καλλιεργούσαν τις προηγούμενες ημέρες αξιωματούχοι της Κομισιόν για τη δυνατότητα εξεύρεσης λύσης ή έστω σύγκλισης απόψεων για το ελληνικό χρέος στη συνάντηση κορυφής στον Καναδά.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, επιβεβαίωσαν όλες τις περί του αντιθέτου πληροφορίες, όπως μετέδωσε το iefimerida. Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτήν τη στιγμή το στρατόπεδο των δανειστών είναι πολυδιασπασμένο και οι περισσότερες πιθανότητες είναι να καταλήξουμε κυριολεκτικά στο παρά 1’ σε μια λύση, που θα ικανοποιεί στο μέγιστο βαθμό τη γερμανική πλευρά.
Από τη μια μεριά η Κομισιόν επιθυμεί μια πολιτική κατά βάση λύση, που θα μπορεί να στηρίξει το αφήγημα του success story, για το οποίο εργάζονται εδώ και μήνες στις Βρυξέλλες. Ωστόσο, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά οι «κακές γλώσσες», «η Κομισιόν δεν βάζει χρήμα». Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ και δημοσίως, πλέον, τάσσεται υπέρ μιας προληπτικής γραμμής, με αποκλειστικό γνώμονα την κάλυψη του τραπεζικού συστήματος, που χαρακτηρίζεται ακόμα ως «ευάλωτο» και έτσι θα ήταν φρόνιμο να υπάρξει μια «ομπρέλα» για άλλα δύο, αν συνυπολογίσει κανείς και το «μαξιλάρι» ρευστότητας που δημιουργείται.
Το ΔΝΤ, που ετοιμάζεται να κουνήσει μαντίλι ως ενεργό μέλος του Κουαρτέτου, παραμένοντας στο ελληνικό ζήτημα ως τεχνικός σύμβουλος με μάλλον «θολές» αρμοδιότητες, αν και έριξε νερό στο κρασί του ως προς τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, δεν προτίθεται να ανάψει πράσινο σε οποιαδήποτε λύση για το χρέος, η οποία δεν θα περιλαμβάνει επιμηκύνσεις πληρωμών για τουλάχιστον 15 χρόνια κι έναν αυτόματο μηχανισμό ενεργοποίησης των μέτρων ελάφρυνσης, που δεν θα εξαρτάται από πολιτικές διαδικασίες και αποφάσεις.
Επιπλέον, το ιδανικό για το Ταμείο θα ήταν οι επιμηκύνσεις πληρωμών να αφορούν και στα διμερή δάνεια του πρώτου Μνημονίου και στα δάνεια του ESM του τρίτου Μνημονίου. Το Ταμείο επιμένει σε αυτήν τη γραμμή, γιατί πολύ απλά θεωρεί πως οποιαδήποτε άλλη λύση δεν θα αντιμετωπίσει ριζικά το πρόβλημα, με ορατό τον κίνδυνο να ξαναβυθιστεί η Ελλάδα σε κρίση Χρέους λίαν συντόμως.
Ο ESM, αν και είναι ο βασικός χρηματοδότης της Ελλάδας, πόρρω απέχει από το να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αυτόνομος» θεσμός, πόσω μάλλον ως διεκδικών τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, αναμένοντας απλώς τις αποφάσεις που θα λάβει το Eurogroup.
Το ναυάγιο στον Καναδά -ένα ακόμα- επιβεβαιώνει όσους αναφέρουν ότι ο απόλυτος ρυθμιστής του παιχνιδιού και αυτήν τη φορά είναι η Γερμανία. Η θέση του Βερολίνου είναι πολύ συγκεκριμένη:
• Δέχεται επιμηκύνσεις πληρωμών ως 3 χρόνια, με συμβιβασμό στα 5. Επ’ ουδενί αποδέχεται τη γραμμή ΔΝΤ για 15ετία, αφού ήταν άλλωστε η γερμανική γραμμή στο περσινό Eurogroup, που επέβαλε εκείνη τη φοβερή διατύπωση «0 ως 15 χρόνια», προειδοποιώντας από τότε -όσους τουλάχιστον δεν έκρυβαν το κεφάλι τους στην άμμο- για τις γερμανικές διαθέσεις. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Βερολίνου είναι η Ελλάδα να πετυχαίνει σημαντικά υπερπλεονάσματα, τα οποία αποσυμπιέζουν τις δανειακές ανάγκες της χώρας
• Αρνείται κατηγορηματικά τις επιμηκύνσεις δανείων, εκτός αυτών του EFSF, δηλαδή του δεύτερου Μνημονίου.
• Απορρίπτει τον αυτοματοποιημένο μηχανισμό γαλλικής έμπνευσης, θεωρώντας ότι δημιουργείται ηθικός κίνδυνος για τους Γερμανούς φορολογούμενους.
Αυτό το τελευταίο είναι στην πραγματικότητα η ρίζα του προβλήματος. Όπως επισημαίνουν στο iefimerida ευρωπαϊκές πηγές, το Βερολίνο δεν έχει την παραμικρή εμπιστοσύνη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και θεωρεί ότι μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου, αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα επιστρέψει στις κακές συνήθειες του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος.
«Οι Γερμανοί σας θέλουν δεμένους για πάντα» τονίζουν, έστω καθ’ υπερβολήν, οι εν λόγω πηγές, επιβεβαιώνοντας όλες τις πληροφορίες που θέλουν το Βερολίνο να επεξεργάζεται ένα μεταμνημονιακό πλαίσιο επιτήρησης με ασφυκτικούς κανόνες, που θα «κουμπώνει» με την ενεργοποίηση των χλιαρών μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Το πόσο πειστικό και αξιόπιστο θα κριθεί από τις αγορές ένα τέτοιο «πακέτο» θα φανεί λίαν συντόμως, με την πιο απαισιόδοξη εκτίμηση από άλλες πηγές να αναφέρει ότι το θέμα του χρέους θα «σέρνεται» με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ως το 2022, οπότε τότε θα έχουμε νέες αποφάσεις. Για την ώρα, σύμφωνα με αρμόδιες ελληνικές πηγές, δεν θα πρέπει να αναμένεται νέα έκδοση ομολόγου πριν από το Σεπτέμβριο, καθώς η ιταλική κρίση ήρθε στη χειρότερη δυνατή στιγμή...