Δεν είναι μόνο η Ελλάδα πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ επαγγελματιών αυτοκινητιστών και Uber, καθώς αν ανατρέξει κανείς στα αρχεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα βρει πολλές ανάλογες προσφυγές και η νομολογία που διαμορφώνεται τείνει στο ότι εναπόκειται στα κράτη- μέλη να ορίζουν το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Η τελευταία τέτοια απόφαση εκδόθηκε μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο κι όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το «κλειδί» είναι ο χαρακτηρισμός της επίμαχης παροχής υπηρεσιών. Σύμφωνα, λοιπόν, με το ΕΔ, «υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η επίμαχη εν προκειμένω, στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με υπηρεσία μεταφοράς και, κατ’ επέκταση, να χαρακτηριστεί «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, μια τέτοια υπηρεσία αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών εν γένει, καθώς και από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο». Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, το ΕΔ καταλήγει σημειώνοντας ότι «στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ρυθμίζουν τους όρους παροχής τέτοιων υπηρεσιών, τηρώντας τις γενικές αρχές της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Οι δύο κρίσιμες λέξεις στο παραπάνω σκεπτικό οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αλλαγή πλεύσης στη νομική αντιμετώπιση της Uber μπορεί να γίνει εφόσον τροποποιηθεί το Ενωσιακό δίκαιο- μια διαδικασία χρονοβόρα- αλλά ότι μπορεί να κριθεί κατά περίπτωση αν τα κράτη- μέλη κατά τη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου παραβαίνουν τις γενικούς κανόνες ήτοι αν οι εθνικοί κανόνες ρυθμίζουν υπέρ το δέον το πλαίσιο λειτουργίας της πλατφόρμας.
Το Δικαστήριο εκδικάζοντας την προσφυγή οδηγών ταξί της Βαρκελώνης κατά της Uber για αθέμιτο ανταγωνισμό, εκτίμησε κατ’ αρχάς ότι η υπηρεσία της Uber δεν περιορίζεται απλώς στην υπηρεσία διαμεσολάβησης, η οποία συνίσταται στη διευκόλυνση, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, της επικοινωνίας μεταξύ μη επαγγελματία οδηγού που χρησιμοποιεί δικό του όχημα και ατόμου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης.
«Πράγματι, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο πάροχος της υπηρεσίας διαμεσολάβησης δημιουργεί ταυτόχρονα μια προσφορά υπηρεσιών αστικής μεταφοράς, την οποία όχι μόνον καθιστά προσβάσιμη μέσω εργαλείων πληροφορικής, αλλά και οργανώνει, ως προς τη γενική της λειτουργία, υπέρ των προσώπων που προτίθενται να κάνουν χρήση της εν λόγω προσφοράς προκειμένου να μετακινηθούν εντός πόλης. Το Δικαστήριο διαπιστώνει επ’ αυτού ότι η εφαρμογή την οποία παρέχει η Uber είναι απολύτως απαραίτητη τόσο για τους οδηγούς όσο και για τους ενδιαφερομένους για την αστική μετακίνηση. Υπογραμμίζει επίσης ότι η Uber ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των όρων υπό τους οποίους παρέχουν την υπηρεσία τους οι οδηγοί. Συνεπώς, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η ως άνω υπηρεσία διαμεσολάβησης πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι η υπηρεσία μεταφοράς και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», αλλά «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών».