Το «The Florida Project» του Σον Μπέικερ, που είναι πολύ πιθανό να χαρίσει στον Γουίλεμ Νταφόε την Χρυσή Σφαίρα Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Ο Ρίνλεϊ Σκοτ αποκαλύπτει πώς γίνονται « Όλα τα λεφτά του κόσμου» και το «Dede» από τη Γεωργία μας συστήνει μια ενδιαφέρουσα γυναίκα δημιουργό, την Μαριάμ Κατσβάνι.
Αυτές είναι οι ταινίες που πρωταγωνιστούν στις επιλογές της εβδομάδας, μαζί με την ελληνική « Τζαμάικα» του Ανδρέα Μορφονιού.
The Florida Project
Σκηνοθεσία: Σον Μπέικερ
Παίζουν: Γουίλεμ Νταφόε, Μπρούκλιν Πρινς, Μπρία Βίναϊτ
Η ιστορία της Μούνεϊ, μιας ατίθασης εξάχρονης και της παρέας της. Το καλοκαίρι τους είναι γεμάτο θαύματα, ζαβολιές και περιπέτειες, ενώ ταυτόχρονα οι ενήλικες γύρω τους έρχονται αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα.
Ο Σον Μπέικερ, ένας από καλύτερους ανεξάρτητους Αμερικανούς σκηνοθέτες, που είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση με το «Tangerine», γυρισμένο αποκλειστικά από ένα I- Ρhone, ανατρέπει όλα τα παραμύθια.
Florida project ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο της Disney για την κατασκευή του θεματικού πάρκου στην περιοχή, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Εκεί όμως, σε ένα μπλοκ από μοτέλ που μοιάζουν με παραμυθένια κάστρα και πειρατικά πλοία,- πάλαι ποτέ καταλύματα τουριστών,- πλέον διαμένουν φτωχές οικογένειες που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μόνιμη κατοικία.
Την ιστορία μιας τέτοιας οικογένειας αφηγείται ο Μπέικερ μέσα από τα μάτια της μικρής πανέξυπνης Μούνεϊ , που ζει με τη νεαρή μητέρα της στο «The Magic Castle». Πατέρας δεν υπάρχει και η μόνη πατρική φιγούρα που αναγνωρίζει η μικρή είναι ο υπεύθυνος του μοτέλ, που εκείνη με την παρέα της συχνά αναστατώνουν με τις σκανταλιές τους.
Μέσα σε ένα βιομηχανικό περιβάλλον, όπου έχει απομείνει πια μονάχα μια υποψία από τη χρυσόσκονη ενός μεγάλου παραμυθιού, ο σκηνοθέτης ακολουθεί για ακόμα μια φορά περιθωριακούς ήρωες σε μια περιπέτεια ενηλικίωσης, που το δράμα τους αντισταθμίζεται από τα γέλια και τις ζαβολιές των παιδιών, οδηγώντας τους σε ένα πολύ δυνατό ποιητικό φινάλε.
Ο Μπέικερ κινηματογραφεί το καλοκαίρι της μικρής Μούνεϊ , που βρίσκει την περιπέτεια και τη χαρά που της στέρησε ένα σύστημα στα πιο απλά πράγματα, ανακαλύπτοντας μέσα στην παρακμή την ομορφιά, με μια μελαγχολική διάθεση αλλά και με απαστράπτουσα φωτογραφία τύπου καρτ ποστάλ, δίνοντας τελικά το δικαίωμα σε όλα αυτά τα πλάσματα να υπάρξουν.
Η σπιρτόζα Μπρούκλιν Πρινς – πραγματικά είναι ένα παιδί θαύμα- θα σας συγκλονίσει με την ερμηνεία της και αποδεικνύεται ιδανική συμπρωταγωνίστρια για τον υπέροχο Γουίλεμ Νταφόε, που είναι υποψήφιος για τη Χρυσή Σφαίρα Β ανδρικού ρόλου και πολύ δύσκολα θα τη χάσει όπως όλα δείχνουν, πράγμα που θα τον οδηγήσει για τρίτη φορά στις υποψηφιότητες για Όσκαρ. Πολύ καλή και η Μπρία Βινάιτ, στο ρόλο της Χέιλι, που στέκεται ανάμεσα στις ευθύνες της ενηλικίωσης και στη χαμένη αθωότητα μιας κοπέλας που έγινε μητέρα πολύ νωρίς.
Όλα Τα Λεφτά Του Κόσμου, (All The Money in The World)
Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ
Παίζουν: Μισέλ Ουίλιαμς, Κρίστοφερ Πλάμερ, Μαρκ Ουόλμπεργκ, Ρομέν Ντουρί, Τσάρλι Πλάμερ
Ρώμη, 1973. Κουκουλοφόροι απαγάγουν ένα δεκαεξάχρονο αγόρι, τον Τζον Πολ, εγγονό του Τζον Πολ Γκέτι, του πιο πλούσιου ανθρώπου στον κόσμο.
Ο παππούς, πανίσχυρος, δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας πετρελαίου, απρόσωπος και τσιγκούνης, αρνείται δημοσίως να πληρώσει τα λύτρα στους απαγωγείς για να σώσει τον εγγονό του. Η αφοσιωμένη και δυναμική μητέρα του Τζον Πολ, η Γκέιλ, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να σώσει τον γιο της.
Σε μια μάχη ενάντια στον χρόνο κι ενώ οι απαγωγείς γίνονται ολοένα και πιο απειλητικοί για τη ζωή του Πολ, η Γκέιλ αποφασίζει να συμμαχήσει με τον αινιγματικό διαπραγματευτή του Γκέτι, τον Φλέτσερ Τσέις, αναλαμβάνοντας η ίδια τη διάσωση του νεαρού.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ βασίζεται στην αληθινή ιστορία της απαγωγής του νεαρού Πολ Γκέτι, που είχε προκαλέσει σάλο τη δεκαετία του ‘70 , και χρησιμοποιώντας συμβατικά το στοιχείο της περιπέτειας επιδιώκει να αποκαλύψει την αιτία που προκαλεί τον πυρετό του χρήματος.
Ο παραγωγός Κουεντίν Κέρτις καταρχάς είχε προτείνει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Τζον Πίρσον «Δυστυχής πλούτος: Η εξωπραγματική περιουσία και οι ατυχίες των κληρονόμων του Τ.Π. Γκέτι», που εξιστορεί την υπόθεση της απαγωγής. Ο Ντέιβιντ Σκάρπα όμως, που υπογράφει το σενάριο, χρησιμοποίησε αυτό το υλικό με ευστροφία για να περιγράψει τελικά πώς βγαίνουν τα πολλά χρήματα και πώς η ύλη καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων.
Ο έφηβος Γκέτι απήχθει από κουκουλοφόρους άνδρες και κρατήθηκε υπό ομηρία για μήνες, καθώς ο πάμπλουτος παππούς του αρνιόταν να πληρώσει τα λύτρα, αν και την ίδια στιγμή ξόδευε τεράστια πόσα για να αγοράσει έργα τέχνης. Αναθέτει όμως στον έμπιστο διαπραγματευτή του να λύσει την υπόθεση προς όφελός του, την ίδια στιγμή που η μητέρα του Πολ δίνει τη δική της μάχη για να σώσει το παιδί της.
Ο Σκοτ μέσα από φλας μπακ περιγράφει τις σχέσεις της οικογένειας Γκέτι, πριν μας μεταφέρει στο χρονικό της απαγωγής, αποκαλύπτοντας όχι μόνο τις ταλαιπωρίες που υπέστη ο νεαρός, ο οποίος είχε την τύχη να αποκτήσει έναν απροσδόκητο σύμμαχο από τον κύκλο των απαγωγέων του, αλλά κυρίως τον τρόπο σκέψης του αδίστακτου παππού του, που δεν του αρκούν ποτέ τα χρήματα που έχει, αντίθετα θέλει πάντα περισσότερα.
Το ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι πως η άρνηση του Γκέτι έχει κατά βάση τις ρίζες της σε μια αρρώστια, που λέγεται απληστία.
Έτσι Σκοτ φροντίζει να σκηνοθετεί τις σκηνές που πακτωλοί χρωμάτων μετριούνται και μπαίνουν συνεχώς σε βαλίτσες σαν ένα παρανοϊκό τελετουργικό, κάνοντας το δικό του σχόλιο. Με μια άρτια αναπαράσταση της εποχής και στρωτό αφηγηματικό ρυθμό, χωρίς όμως εκπλήξεις και εντάσεις απαραίτητες σε μια τέτοια ιστορία, καταφέρνει να συνδυάσει τη δράση με έναν υπαρξιακό στοχασμό, αν και χάνει τον έλεγχο σε ορισμένες σκηνές, όπως αυτή που ο Τσέις συναντάει κάποιους τρομοκράτες , οι οποίοι παρουσιάζονται σχεδόν στα όρια της γραφικότητας.
Ο Κρίστοφερ Πάλμερ που αντικατέστησε στο παραπέντε τον Κέβιν Σπέϊσι, μετά από τις κατηγορίες που ο τελευταίος δέχτηκε περί σεξουαλικής παρενόχλησης, ερμηνεύει με κυνισμό την αντίληψη του Γκέτι για τη ζωή και χωρίς να πέφτει στην παγίδα να δικαιολογήσει έναν σχεδόν σαιξπηρικό ήρωα, αποκαλύπτει και τη δική του πλευρά.
Η Μισέλ Ουίλιαμς στον ρόλο της Γκέιλ καταθέτει μια πολύ δυνατή ερμηνεία, και φροντίζει να ερμηνεύσει όχι μόνο το δράμα μιας μητέρας, αλλά να δώσει υπόσταση σε μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου, όπου το χρήμα δεν είναι το παν.
Τζάνγκο, o Βασιλιάς του Σουίνγκ, (DJango)
Σκηνοθεσία: Ετιέν Κομάρ
Παίζουν: Ρεντά Κατέμπ, Σεσίλ ντε Φρανς
Παρίσι, 1943. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρτ, μια μοναδική προσωπικότητα της εποχής και βιρτουόζος της κιθάρας, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του. Κ
άθε βράδυ το Παρίσι χορεύει με τη σουίνγκ μουσική του, ενώ την ίδια στιγμή οι Ρομά της Ευρώπης καταδιώκονται από τους Ναζί.
Όταν η Γερμανική προπαγάνδα τού ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες, συναισθάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να διαφύγει στην Ελβετία μαζί με τη σύζυγό και τη μητέρα του, με τη βοήθεια της Γαλλίδας φίλης του Λουίζ ντε Κλερκ.
Η απόδρασή τους όμως είναι πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι περίμενε.
Η ταινία που άνοιξε το Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου , φέρνει στο φως ένα άγνωστο επεισόδιο από τη ζωή του μεγάλου Τζάνγκο Ράινχαρτ, ο οποίος έκανε διάσημη την gypsy jazz σε όλο τον κόσμο.
Ο Ετιέν Κομάρ, ( γνωστός ως σεναριογράφος και παραγωγός των ταινιών «Ενώπιον Θεού και Ανθρώπων» του Ξαβιέ Μποβουά, «Τιμπουκτού του Αμπντεραμάν Σισάκο και «Ο Βασιλιάς μου της Μαϊβέν»), κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μια ταινία που έρχεται να μας υπενθυμίσει το πώς αντιμετωπίστηκαν οι Ρομά από τους Ναζί- πράγμα από δεν βλέπουμε συχνά σε ταινίες που αναφέρονται στην εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου - ενώ παράλληλα μέσα από την ιστορία ενός μεγάλου μουσικού υπογραμμίζει τον ρόλο του καλλιτέχνη στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Η ταινία του Koμάρ στηρίζεται μεν στο «Folles de Django» του Αλεξίς Σαλατκό, μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Ράινχαρτ, αλλά δεν αναφέρεται σε όλη τη ζωή του.
Αντίθετα εστιάζει κατά βάση στη στάση που εκείνος κράτησε απέναντι στο ναζισμό.
Ξεκινώντας από τα χρόνια του πολέμου, όπου ο Τζάνγκο βρίσκεται στο Παρίσι απολαμβάνοντας τη φήμη του, καταγράφει πώς ουσιαστικά ένας παθιασμένος καλλιτέχνης, πλην όμως αποστασιοποιημένος από την πραγματικότητα, αποκτάει όχι απλώς συνείδηση, αλλά ζυμώνεται ως δημιουργός μέσα από την Ιστορία, καταγράφοντας την τραγωδία του λαού του μέσα στη μουσική του.
Αν και ο Kομάρ σαφώς επιθυμεί να αποτυπώσει το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, συχνά γοητευμένος από τη μουσική του Ράινχαρτ αφιερώνει πολλές σκηνές στον τρόπο που λειτουργούσε στις συναυλίες του, κι έτσι η ταινία του είναι γεμάτη από τις συνθέσεις του που ερμηνεύει το εκπληκτικό Ρόζενμπεργκ Τρίο ( τη μουσική επιμέλεια έχει αναλάβει ο συνεργάτης του Νικ Κέιβ, Γουόρεν Έλις).
Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα συχνά να χάνει τον ρυθμό της αφήγησης, ενώ τελικά δεν του μένει πολύ χρόνος ούτε τα βιογραφικά στοιχεία του ήρωά του να αναπτύξει, ούτε να σταθεί στην τραγωδία των Ρομά.
Ευτύχησε όμως να έχει τον Ρεντά Κατέμπ στον ρόλο του Τζάγκο, (υποψήφιος για την ερμηνεία του στα Γαλλικά Βραβεία Lumières.), ο οποίος στηρίζει όλες τις μουσικές σεκάνς , αποκαλύπτοντας το πάθος ενός μεγάλου καλλιτέχνη, αλλά και την αλλαγή που συντελείται στον ήρωα μέσα στη δίνη του πολέμου.
Dede
Σκηνοθεσία: Μαριάμ Κατσβάνι
Παίζουν: Νάτια Βιμπλιάνι, Νούκρι Κατσαβάνι κ.α
Η νεαρή Ντίνα ζει σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Γεωργίας, όπου η ζωή «κυβερνάται» επί αιώνες από την παράδοση.
Ο παππούς της έχει κανονίσει ήδη τον γάμο της με τον Νταβίντ, ο οποίος επιστρέφει από τον πόλεμο φέρνοντας μαζί του και τον συνστρατιώτη του, στον οποίο οφείλει τη ζωή του. Ο όμορφος Γκέγκι και η Ντίνα ερωτεύονται.
Θα καταφέρει το ζευγάρι τελικά να εναντιωθεί στις «στεγανές» παραδόσεις της μικρής κοινωνίας;
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της νεαρής Μαριάμ Κατσβάνι, από τη Γεωργία που βραβεύτηκε στο διαγωνιστικό τμήμα «East of the West» του Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, πρόκειται για ένα λιτό στην αφήγησή του, αλλά ειλικρινές και γεμάτο συναίσθημα και μελόδραμα, που συγκινεί.
Η Κατσβάνι τοποθετεί χρονικά την ταινία της, που είναι εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία της γιαγιάς της, στο 1992, δηλαδή αμέσως μετά τον πόλεμο με τους Ρώσους που στάθηκε καταστροφικός για τη χώρα.
Σε ένα ορεινό χωριό λοιπόν, όπου ο πολιτισμός δεν έχει φτάσει ακόμα, όπως μαρτυρούν τα σπίτια, τα ρούχα των κατοίκων και κυρίως οι συνήθειές τους, μια νεαρή γυναίκα, η Ντίνα, είναι υποχρεωμένη να παντρευτεί τον άντρα που έχει διαλέξει γι’ αυτήν ο παππούς της, τον Νταβίντ.
Όταν ο μέλλων σύζυγός της επιστρέφει από τον πόλεμο, μαζί με έναν συμπολεμιστή του και σωτήρα του, τον Γκέγκι τα πράγματα παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή. Ο Γκέγκι και η Ντίνα ερωτεύονται και αψηφώντας τις προκαταλήψεις και τους νόμους μιας πατριαρχικής κοινωνίας παντρεύονται σε πείσμα όλων, ενώ ο Νταβίντ αυτοκτονεί από την ντροπή του.
Πέντε χρόνια αργότερα ζουν ευτυχισμένοι έχοντας κερδίσει μια σκληρή μάχη, όμως η παλιά βεντέτα θα ανατρέψει τις ζωές τους.
Χρησιμοποιώντας μια γνωστή ιστορία, αυτή μιας γυναίκας που καλείται να συγκρουστεί με τις παραδεδομένες αντιλήψεις μιας κοινωνίας που δεν αναγνωρίζει την αγάπη, η Κατσβάνι δημιουργεί έναν ενδιαφέροντα διάλογο σχετικά με την έννοια της παράδοσης. Καταγράφει λοιπόν με αγάπη τα ήθη και τα έθιμα του τόπου της, που όμως μπορούν να αποβούν πολύ επικίνδυνα όταν αντιστέκονται στις ανάγκες ανθρώπινης φύσης και στη λογική, κι αναρωτιέται πώς τελικά μπορεί να συμβεί η αλλαγή.
Ο αγώνας της Ντίνα που διεκδικεί το αυτονόητο δικαίωμα να αποφασίζει για τον εαυτό της και το παιδί της αναφέρεται σαφώς στη θέση της γυναίκας, όμως η Κατσβάνι διαχειριζόμενη το στοιχείο της Μοίρας που έρχεται τελικά να εξισορροπήσεις τις καταστάσεις, δηλώνει ότι η ίδια η ζωή θα δώσει τη λύση.
Έτσι αποφεύγει τους διδακτισμούς και τα μανιφέστα, αποκαλύπτοντας μια πιο υπαρξιακή διάσταση των κοινωνικών συνθηκών, γεγονός που τελικά κάνει όλα τα πρόσωπα της ιστορίας της συμπαθή μέσα στην αδυναμία τους να σπάσουν τα δεσμά που τους έχουν επιβάλλει.
Επιπλέον καθοδηγώντας τους ερασιτέχνες ηθοποιούς της με μαεστρία αξιοποιεί το ένστικτό τους και το ακατέργαστο της υποκριτικής τους, εναρμονίζοντάς τους έτσι με τα άγρια χιονισμένα βουνά του Svaneti.
Ο Στόχος, (The Man with the Iron Heart)
Σκηνοθεσία: Σεντρίκ Χιμένεθ
Παίζουν: Τζέισον Κλαρκ, Ρόζαμουντ Πάικ, Τζακ Ο’ Κόνελ, Τζακ Ρέινορ, Μία Γουασικόφσκα
To 1942 στην κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία δύο Τσεχοσλοβάκοι , μέλη της Αντίστασης, φτάνουν από το Λονδίνο στην Πράγα με αποστολή να δολοφονήσουν τον πιο επικίνδυνο άντρα του Γ΄ Ράιχ: τον Ράινχαρντ Χάιντριχ, το δεξί χέρι του Χάινριχ Χίμλερ.
H επιχείρηση Ανθρωποειδές κατά του Ράινχαρντ Χάιντριχ, αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος και του πρώτου ηγετικού στελέχους των Ναζί που δολοφονήθηκε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτέλεσε πέρσι πηγή έμπνευσης για την ομώνυμη ταινία του Βρετανού Σον Έλις. Φέτος ο Σεντρίκ Χιμένεθ παρουσιάζει τη δική του εκδοχή πάνω σε αυτή την απίστευτη ιστορία ηρωισμού, χωρίς όμως να κάνει τη διαφορά.
Ήταν το 1942 όταν δυο Τσέχοι από την αντίσταση στάθηκαν μπροστά στο αυτοκίνητο του Χάιντριχ, το όπλο όμως του ενός δεν εκπυρσοκρότησε, άλλα ο σύντροφός του πρόλαβε και έριξε μια χειροβομβίδα που τραυμάτισε των διοικητή των SS. Ο θάνατός του
όμως επέφερε δεινά για τον τσέχικο λαό, γεγονός που πολλά μέλη της Αντίστασης είχαν προβλέψει.
Οι δυο Τσέχοι φυγαδεύτηκαν, αλλά τελικά προδόθηκαν και σε μια μάχη απερίγραπτης γενναιότητας έχασαν τη ζωή τους.
Ο Χιμένεθ χωρίζει ουσιαστικά την ταινία του σε δύο μέρη. Στο πρώτο αφηγείται την ιστορία του Χάιντριχ: το πώς ανήλθε στην ιεραρχία των Ναζί, τον ρόλο που διαδραμάτισε η σύζυγός του σε αυτή την εξέλιξη, ενώ περιγράφει τη σκληρότητά του, που του έδωσε τον τίτλο του σφαγέα. Αντικειμενικά , αλλά εκ των πραγμάτων υπό το βάρος της Ιστορίας, ο Χιμένεθ καταγράφει την πορεία ενός Ναζί, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρος ο λόγος αυτής της επιλογής.
Στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε την επιχείρηση αλλά και τις συνέπειές της, αν και πολλά από τα γεγονότα , που όμως ήταν πολύ σημαντικά, όπως οι αντιδράσεις πολλών αντιστασιακών στο σχέδιο, αλλά και οι προσωπικές σχέσεις των δυο ανδρών με τον περίγυρό τους, δεν αναπτύσσονται λόγω χρόνου.
Έτσι όμως οι κεντρικοί χαρακτήρες αυτής της ιστορίας μένουν τελικά υπό σκιά, πράγμα που αποδυναμώνει δραματουργικά την ταινία, αν και ο Χιμένεθ φροντίζει να δημιουργεί ωραίες ατμόσφαιρες.
Φερδινάνδος, (Ferdinand)
Σκηνοθεσία: Κάρλος Σαλντάνα
Με τις φωνές των ( στα ελληνικά): Μάριου Αθανασίου., Άντρια Ράπτη, Αφροδίτης Αντωνάκη, Φοίβου Ριμένα
H ζωή ενός γιγαντιαίου ταύρου, του Φερδινάνδου, που δεν ήταν καθόλου άγριος, αντίθετα είχε χρυσή καρδιά. Μια μέρα, σε μια άτυχη στιγμή , οι άνθρωποι θα τον περάσουν για επικίνδυνο κτήνος, θα τον αιχμαλωτίσουν και θα τον απομακρύνουν από το σπίτι του. Εκείνος, αποφασισμένος να επιστρέψει στην οικογένειά του,
θα οδηγήσει μία αταίριαστη ομάδα σε μια μεγάλη περιπέτεια.
Η ταινία βασίζεται στο παιδικό βιβλίο «Η Ιστορία του Φερδινάνδου», του Μούνρο Λιφ, το οποίο είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1936.
Αφηγείται την ιστορία του Φερδινάνδου, ενός μικρού ταύρου που αγαπούσε τα λουλούδια, είχε μάθει να ζει με τους ανθρώπους και σιχαινόταν τις ταυρομαχίες.
Μια μέρα όμως από ένα μοιραίο λάθος θα πιαστεί αιχμάλωτος ως επικίνδυνο κτήνος και θα βρεθεί να προπονείται για την αρένα. Εκεί θα γνωρίσει μια παρέα άλλων ταύρων, που έχουν αποδεχτεί τη μοίρα τους, αλλά και μια κατσίκα που θέλει να τον κάνει πρωταθλητή. Ο μικρός Φερδινάνδος όμως με την ευαίσθητη ψυχή του θα δώσει ένα μάθημα στους φίλους του και θα τους οδηγήσει σε μια νέα ζωή.
Ο Κάρλος Σαλντάνα («Η Εποχή των Παγετώνων», «Ρίο») σκηνοθετεί μια χορταστική- αφού διαρκεί σχεδόν δυο ώρες - ιστορία με οικολογικά και φιλοζωικά μηνύματα, που θα σας κάνει να δείτε με άλλο μάτι τις ταυρομαχίες, και θα σας πείσει ότι και τα ζώα αξίζουν τον σεβασμό μας. Αν κι ίσως κάποιες έμμεσες αναφορές σε συγκεκριμένα γεγονότα, όπως τα καθαρόαιμα γερμανικά άλογα, είναι πιθανόν δύσκολο να γίνουν αντιληπτά από τα μικρά παιδιά, ο χαριτωμένος ταύρος και η παρέα του θα διασκεδάσουν τους μικρούς μας φίλους και θα σας συγκινήσουν με την ευαισθησία τους.
Τζαμάικα
Σκηνοθεσία: Ανδρέας Μορφονιός, Σενάριο: Γιώργος Φειδάς
Παίζουν: Σπύρος Παπαδόπουλος, Φάνης Μουρατίδης, Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Μελέτης Ηλίας, Νίκος Παντελίδης, Μαίρη Ευαγγέλου, Ίρις Πανταζάρα, Παύλος Ορκόπουλος, Νίκος Ορφανός
Ο Άκης οδηγεί ταξί και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τα χρέη του και την απαιτητική γυναίκα του. O Τίμος είναι ένας διάσημος παρουσιαστής τηλεόρασης που ζει κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία. Ο Άκης και ο Τίμος ήταν δύο δεμένα αδέλφια, αλλά μια παρεξήγηση τους έχει αποξενώσει εδώ και χρόνια. Η ζωή όμως βρίσκει τον τρόπο να τους φέρει και πάλι κοντά, αναπάντεχα και καθοριστικά.
O Σπύρος Παπαδόπουλος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια απουσίας από τη μεγάλη οθόνη, και υποδύεται τον αδελφό του Φάνη Μουρατίδη σε μια συγκινητική αλλά και αισιόδοξη, ταινία, για τη δύναμη της ζωής και την αδελφική αγάπη που ξεπερνά τα προβλήματα του παρελθόντος. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο γνωστός από τις τηλεοπτικές σειρές Ανδρέας Μορφονιός (Ευτυχισμένοι Μαζί), ενώ το σενάριο, που είναι βασισμένο σε ιδέα του Φάνη Μουρατίδη, υπογράφει ο Γιώργος Φειδάς.
Ο Άκης και ο Τίμος είναι δυο αδέρφια που δεν μοιάζουν σε τίποτα και ζουν αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλον. Ο Άκης, οδηγός ταξί και τίμιος οικογενειάρχης, θα κάνει τα πάντα για να σώσει τον γάμο του, το σπίτι του και τον αδελφό του. Ο Τίμος από την άλλη είναι τηλεοπτικός παρουσιαστής, μια πληθωρική προσωπικότητα με εκτόπισμα και αφοπλιστικό χιούμορ.
Η ζωή του επιφυλάσσει εκπλήξεις και εκείνος τις αντιμετωπίζει με χιούμορ και αυτοσαρκασμό που καθηλώνει. Η τύχη θα φέρει με παράδοξο τρόπο τα δυο αδέρφια και πάλι κοντά. Τότε οι κοινές παιδικές αναμνήσεις, τα κοινά οικογενειακά ακούσματα, τα αστείρευτα αστεία του Τίμου και η αγνή ψυχή του Άκη θα τους ενώσουν ξανά σε μια σπαρταριστή και λυτρωτική ιστορία που σφύζει από χιούμορ και αγάπη για ζωή.
Βγαίνει στις 25/12
Τhe bachelor 2
Σκηνοθεσία: Γιάννης Παπαδάκος
Παίζουν: Μελέτης Ηλίας, Δημήτρης Πιατάς, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Νίκος Βουρλιώτης, Θανάσης Βισκαδουράκης, Δημήτρης Τζουμάκης, Βασιλική Τρουφάκου, Τόνι Σφήνος, Άννα Κουρή, Γιώργος Μαυρίδης, Λευτέρης Ζαμπετάκης, Νίνο Ξυπολιτάς
Ένας φίλος παντρεύεται, άρα μία νέα ευκαιρία για bachelor party προκύπτει. Ο γάμος όμως θα γίνει στην Κρήτη και οι Σφακιανοί συγγενείς της νύφης δεν αστειεύονται. Νέοι φίλοι αλλά και εχθροί θα ενταχθούν στην παρέα, θα αντιμετωπίσουν βεντέτες, αλλά και τις ολέθριες συνέπειες του bachelor party.
Ακολουθώντας τα χνάρια του περσινού «The bachelor », αυτό το δεύτερο μέρος, κακόγουστο κι ανέμπνευστο, έρχεται για ακόμα μια φορά να μας κάνει να αναρωτηθούμε σχετικά με τις προθέσεις του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου. Με μια υποτυπώδη ιστορία,- μια ανδροπαρέα που ετοιμάζεται για ακόμα ένα ξέφρενο πάρτι πριν από τον γάμο του κολλητού της- οι σεναριογράφοι μπερδεύουν βεντέτες, ερωτικά τρίγωνα, καφρίλες και ολίγο από θαλασσινή περιπέτεια σε έναν αχταρμά με τον Τόνυ Σφήνο και μερικούς ακόμα celebrities να μπαινοβγαίνουν άνευ λόγου κι αφορμής.
Προσθέστε τώρα σε αυτό το συνονθύλευμα καρικατουρίστικους δεύτερους ρόλους, σεξιστικά σχόλια, κακογραμμένους διαλόγους, ένα βιαστικό τηλεοπτικού τύπου γύρισμα και το νέο εγχείρημα είναι έτοιμο. Μάλιστα όπως μας προετοίμασαν η παραγωγή ετοιμάζεται και για τρίτο χτύπημα.