Αναπάντητα ερωτήματα προκαλεί η πληροφορία από έγκυρες αστυνομικές πηγές ότι κατά την είσοδό του στη χώρα ο 32χρονος κατηγορούμενος για συμμετοχή στο ISIS είχε περιγράψει πλήρως στην Υπηρεσία Ασύλου στη Λέρο τη συμμετοχή του τόσο στο Ισλαμικό Κράτος, όσο και στο σκληροπυρηνικό παρακλάδι του, την οργάνωση Αλ Νούσρα.
Παρά λοιπόν τα όσα είπε ο ίδιος στις Αρχές, τελικά του επέτρεψαν να μπει στη χώρα και να τον αναλάβει ΜΚΟ.
Ο ίδιος φέρεται να είπε στους υπαλλήλους της πρώτης υπηρεσίας ότι την περίοδο που ο ίδιος πολεμούσε για τον ISIS υπήρχαν 1.300 τζιχαντιστές στην Ευρώπη. Από αυτούς, περίπου 40 ήταν τα ηγετικά στελέχη και ακόμα 20 είχαν αναλάβει να προσηλυτίζουν μαχητές.
Μάλιστα, παραδέχθηκε τη συμμετοχή του στο ISIS και υποστήριξε ότι διαφώνησε με τα ηγετικά του στελέχη όταν του ζήτησαν να μεταφέρει 8 τρομοκράτες στην Ευρώπη.
Ο 32χρονος ήταν αστυνομικός και το 2006 βρισκόταν στην ασφάλεια του Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Το 2011 πέρασε στην αντίπερα όχθη και εντάχθηκε στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό.
Το 2012 ακολουθεί τους σκληροπυρηνικούς μαχητές της Αλ Νούσρα, πολεμώντας απέναντι στον Άσαντ. Τραυματίζεται και μεταφέρεται στο Ισραήλ.
Μόλις αναρρώνει, επανέρχεται στους κόλπους της τρομοκρατίας και από τον Ιανουάριο του 2014 μέχρι τον Μάρτιο του 2014 πολεμά με το ISIS.
Μάλιστα ο 32χρονος παραδέχεται ότι ήταν μαχητής του ISIS στη μάχη για την κατάληψη του αεροδρομίου Ντέιρ Αλ Ζορ, μάχη που όμως οι τζιχαντιστές έχασαν τον Φεβρουάριο του 2014.
Αργότερα μπήκε παράνομα στην Τουρκία, μαζί με άλλους πέντε μαχητές του ISIS. Είχε στην κατοχή του 800.000 ευρώ, για να βγάλει, μεταξύ άλλων, πλαστά διαβατήρια και να «λαδώσει κρατικούς αξιωματούχους», καθώς και όπλα.
Οι τουρκικές Αρχές τον εντόπισαν και τον φυλάκισαν και μάλιστα ο ίδιος αποκάλυψε ότι την εποχή που ήταν στη φυλακή, στο ίδιο κτίριο βρισκόταν και ο Abo Shjaa, γνωστός αρχιτρομοκράτης. Τελικά και οι δύο απελάθηκαν από την Τουρκία στη Συρία.
Ο ίδιος υποστήριζε συνεχώς ότι το ISIS δεν θα του συγχωρέσει ποτέ το ότι δεν υπάκουσε την εντολή για τη μεταφορά ατόμων στην Ευρώπη και όπως ισχυρίστηκε για να πάρει το άσυλο, αν οι Αρχές τον απελάσουν, τότε τα μέλη του ISIS θα τον σκοτώσουν.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά:
- Ενημέρωσαν η Υπηρεσία Ασύλου και η ΜΚΟ που τον ανέλαβε τις Αρχές;
- Γνώριζαν οι ελληνικές υπηρεσίες τη δράση του;
- Έδωσε πληροφορίες αμέσως μετά την ομολογία του για πολεμιστές του Ισλαμικού Κράτους που δρουν στην Ελλάδα;
- Υπήρχε διακριτική παρακολούθησή του;
- Γιατί επέλεξαν τη δεδομένη στιγμή να τον συλλάβουν, μετά από καταγγελία της συζύγου του;
- Ωφελεί τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας το γεγονός ότι δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία του;
Πάντως, η κατάσταση περιπλέκεται με τις νέες καταθέσεις του. Τώρα δηλώνει ότι δεν έχει καμία σχέση με το ISIS και ότι πολέμησε μόνο με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό.
Ερώτηση Βαρβιτσιώτη για την αποκάλυψη του iefimerida.gr
Το αποκαλυπτικό δημοσίευμα του iefimerida.gr προκάλεσε και κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Ο υπεύθυνος του τομέα Μεταναστευτικής Πολιτικής της ΝΔ, Βουλευτής Β’ Αθηνών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, κατέθεσε ερώτηση σε 4 υπουργούς (Μεταναστευτικής Πολιτικής, Εξωτερικών, Προστασίας του Πολίτη και Αμυνας) επισημαίνοντας ότι οι Ελληνες πολίτες είναι απροστάτευτοι απέναντι στους κινδύνους της τρομοκρατίας.
Όπως υπογραμμίζει ο Βουλευτής Β’ Αθηνών, σε δημοσίευμα του ενημερωτικού ιστοτόπου « www. iefimerida. gr» αναφέρεται ότι ο εν λόγω τρομοκράτης είχε γνωστοποιήσει στην Υπηρεσία Ασύλου την τρομοκρατική ιδιότητα του, κατά την άφιξη του στη Λέρο, κάτι που δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει την είσοδο του στη χώρα. «Δυστυχώς, η αποτυχία της κυβέρνησης, όχι μόνο να αποτρέψει την άφιξη του Αφγανού τρομοκράτη στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά αντιθέτως, μέσω του ελαττωματικού συστήματος απόδοσης ασύλου που έχει υιοθετήσει, να κινητροδοτεί ομοϊδεάτες του, εκθέτει διεθνώς τη χώρα μας»,
Ο κ. Βαρβιτσιώτης αναφέρει επίσης ότι η σύλληψη του τρομοκράτη αποτελεί καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία του συστήματος απόδοσης ασύλου.
«Συγκεκριμένα», τονίζει χαρακτηριστικά, «η περιπλάνηση του εν λόγω «τζιχαντιστή» σε πληθώρα δομών φιλοξενίας της Επικράτειας δημιουργεί εύλογα ερωτήματα, όχι μόνο για τη συνεργασία των αρμόδιων Υπουργείων, αλλά και για την ποιότητα των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν στον ίδιο και σε αρκετούς, ακόμη, ομοεθνείς του, από τη στιγμή της άφιξης τους στη χώρα και έπειτα».