Πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι, που εγκατέλειψαν τις εστίες τους για να σωθούν από πολέμους και διωγμούς, προστέθηκαν στις τάξεις των προσφύγων παγκοσμίως μέχρι τώρα φέτος, και βρίσκονται όλο και πιο συχνά αντιμέτωποι με περιοριστικές πολιτικές ασύλου, ιδίως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Αυτό τόνισε τη Δευτέρα ο Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες Φιλίπο Γκράντι.
Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται 650.000 πολίτες του Νότιου Σουδάν και 500.000 μουσουλμάνοι της μειονότητας Ροχίνγκια που εγκατέλειψαν τη Μιανμάρ και προσέφυγαν στο Μπανγκλαντές μέσα στις τελευταίες πέντε εβδομάδες—εκ των οποίων πολλοί είναι απάτριδες—διευκρίνισε ο Γκράντι.
«Μέχρι στιγμής το 2017, πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τις χώρες τους (κι έγιναν) πρόσφυγες», ανέφερε ο Γκράντι απευθυνόμενος στην Εκτελεστική Επιτροπή της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), η οποία άρχισε χθες τις εργασίες της, διάρκειας μιας εβδομάδας, στη Γενεύη.
«Φθάνουν συχνά άρρωστοι, τραυματισμένοι και πεινασμένοι, σε απομακρυσμένες παραμεθόριες περιοχές, σε κοινότητες που πλήττονται από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη. Πολλοί έχουν ανάγκη επείγουσα προστασία—παιδιά που έχουν χωριστεί από τους γονείς τους, άνδρες, γυναίκες, κορίτσια και αγόρια που έχουν εκτεθεί σε σεξουαλική βία ή βία εξαιτίας του φύλου τους», συνέχισε ο Γκράντι.
Στα τέλη της περασμένης χρονιάς, 17,2 εκατομμύρια πρόσφυγες ενέπιπταν στη δικαιοδοσία της UNHCR, πάντως ορισμένοι από αυτούς επέστρεψαν στις πατρίδες τους, ενώ άλλοι μετεγκαταστάθηκαν, και τα στοιχεία δεν έχουν ενημερωθεί. Εξάλλου, 5 εκατομμύρια παλαιστίνιοι πρόσφυγες εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της UNRWA.
Ο Γκράντι εξέφρασε την έντονη ανησυχία του διότι το ζήτημα των προσφύγων αντικειμενοποιείται και χρησιμοποιείται για πολιτικές σκοπιμότητες.
«Η διεθνής συνεργασία έχει αντικατασταθεί από αποσπασματικές αντιδράσεις, οι οποίες έχουν αποτέλεσμα περιοριστικά μέτρα για τη μετανάστευση και το άσυλο, ακόμη και σε χώρες με δικές τους ιστορίες εξοριών και μεταναστεύσεων και υπερήφανες παραδόσεις υποδοχής και φιλοξενίας» προσφύγων, τόνισε ο Ύπατος Αρμοστής.
Κλείσιμο συνόρων, μέτρα για να αποτρέπεται η είσοδος, περιοριστικές πολιτικές ασύλου, κράτηση επ' αόριστον υπό φρικτές συνθήκες, επεξεργασία αιτήσεων ασύλου προσφύγων που παραμένουν εκτός των επικράτειας χωρών: όλα αυτά τα φαινόμενα επιτείνονται, υπογράμμισε ο Γκράντι, καταγράφοντας επίσης «την άνοδο της ξενοφοβίας».
«Παρατηρούμε το περιβάλλον (χορήγησης διεθνούς) προστασίας να επιδεινώνεται σε πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων βιομηχανικών κρατών—στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία», συνέχισε ο Φιλίπο Γκράντι.
Σχεδόν 1,2 εκατ. πρόσφυγες χρειάζεται να μετεγκατασταθούν σε άλλα κράτη, είπε.
«Είναι κατά συνέπεια ζήτημα μείζονος ανησυχίας το ότι φέτος αναμένεται να είναι διαθέσιμες λιγότερες από 100.000 θέσεις μετεγκατάστασης—ένας αριθμός μειωμένος κατά 43% σε σύγκριση με το 2016», συμπλήρωσε ο Γκράντι.
Οι ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες υποδέχονταν τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων που θεωρούνταν οι πιο ευάλωτοι, βάσει του προγράμματος μετεγκατάστασης της UNHCR στο οποίο συμμετέχουν περίπου 10 δυτικές χώρες υποδοχής. Οι πρόσφυγες από τη Συρία και το Κονγκό ήταν οι περισσότεροι που μετεγκαταστάθηκαν πέρυσι.
Όμως η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εισηγήθηκε την περασμένη εβδομάδα οι ΗΠΑ να υποδεχθούν όχι περισσότερους από 45.000 πρόσφυγες το οικονομικό έτος 2018—προτείνοντας το όριο να τεθεί στο χαμηλότερό του επίπεδο από το 1980—στο πλαίσιο των μέτρων εθνικής ασφαλείας της Ουάσινγκτον, παρά την κατακραυγή που προκάλεσε η απόφαση αυτή από μέρους πολλών δημοκρατικών και ανθρωπιστικών οργανώσεων. Η κυβέρνηση Τραμπ εξάλλου σκοπεύει να μειώσει τη χρηματοδότηση που συνεισφέρουν οι ΗΠΑ στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων κατά 25%.
Πηγή: ΑΠΕ