Μπορεί η νίκη της Άνγκελα Μέρκελ να εμφανίζεται προδιαγεγραμμένη, αλλά το φινάλε της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι.
Λίγα 24ωρα πριν οι Γερμανοί πάνε στις κάλπες, παραμένει άγνωστο ποια κυβερνητική συμμαχία θα προκύψει από τις εκλογές της Κυριακής. Η συγκρότηση του συνασπισμού θα προσδιορίσει τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν τη νέα κυβέρνηση και τις πολιτικές που θα ακολουθήσει η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης την επόμενη τετραετία.
Στα μεγάλα ερωτήματα είναι αν οι Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς ακολουθήσουν στην πτωτική τους πορεία ανά την Ευρώπη τους ομοϊδεάτες τους της Κεντροαριστεράς -εξαιρουμένων των Εργατικών στη Βρετανία-, αν θα αμαυρωθεί η φήμη της Γερμανίας με τυχόν άνοδο της ακροδεξιάς, όπως προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις, και αν τα μικρότερα κόμματα θα καταλήξουν ως έναν βαθμό δεκανίκια των συντηρητικών στην κυβέρνηση, ή αν θα προτιμήσουν να μείνουν στο περιθώριο για τέσσερα χρόνια.
Στενά τα περιθώρια ελιγμών για τους Σοσιαλδημοκράτες
Ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, Μάρτιν Σουλτς
Οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις δίνουν ποσοστά από 20% έως 23% στο κόμμα του Μάρτιν Σουλτς. Και μπορεί η διαφορά των τριών μονάδων να φαντάζει μικρή, αλλά δεν είναι. Πριν από οκτώ χρόνια οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν αποσπάσει 23% όταν αντίπαλος της Μέρκελ για την καγκελαρία ήταν ο νυν πρόεδρος της χώρας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Τότε είχαν προτιμήσει να ηγηθούν της αντιπολίτευσης.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2013, το SPD κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά του στο 25,7% και μετά τις αποτυχημένες συνομιλίες των Χριστιανοδημοκρατών με τους Πράσινους μπήκε στην κυβέρνηση.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αν αυτή τη φορά πιάσουν ποσοστό άνω του 23% θα είναι ευκολότερο να πείσουν την εκλογική τους βάση ότι θα πρέπει να ανανεώσουν τον «μεγάλο συνασπισμό», παρά να μείνουν στην αντιπολίτευση.
Σε αντίθετη περίπτωση, θα ενισχυθεί το επιχείρημα ότι θα εξαφανιστούν αν δεχθούν να μπουν σε κυβέρνηση υπό τη «σιδηρά καγκελάριο».
Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία μπορεί να είναι η επόμενη αξιωματική αντιπολίτευση
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ευρωσκεπτικιστικό, αντιμεταναστευτικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» ενδέχεται να αναδειχθεί σε τρίτη δύναμη στη νέα Βουλή, εξασφαλίζοντας ένα ποσοστό γύρω στο 10%-12% (αν και οι εκλογολόγοι εκτιμούν ότι ενδεχομένως να είναι και μεγαλύτερο, αφού πολλοί οπαδοί του AfD ίσως διστάζουν να ομολογήσουν ότι ψηφίζουν την ακροδεξιά).
Το ηγετικό δίδυμο της AfD, Άλις Βάιντελ και Αλεξάντερ Γκάουλαντ
Όσο καλύτερες είναι οι επιδόσεις τους, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες να συμπράξουν οι Χριστιανοδημοκράτες με ένα μόνο κόμμα, είτε τους Φιλελεύθερους, είτε τους Πράσινους, πράγμα που ανοίγει τον δρόμο είτε για μια επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού», είτε για μια τρικομματική κυβερνητική συμμαχία.
Μια άλλη διάσταση, σε περίπτωση που το AfD αναδειχθεί τρίτη δύναμη, είναι ότι το πολιτικό κατεστημένο δεν θα μπορεί πλέον να αγνοεί ούτε την ακροδεξιά, ούτε να στρουθοκαμηλίζει μπροστά στους λόγους που ώθησαν στην αγκαλιά της τους ψηφοφόρους της.
Το δίλημμα των Φιλελευθέρων μετά τις κάλπες
Ο ηγέτης του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ
Μετά από τέσσερα χρόνια στο περιθώριο οι Φιλελεύθεροι αναμένεται να επιστρέψουν στην Μπούντεσταγκ, όπως δείχνουν όλες οι σφυγμομετρήσεις. Το λογικό είναι να επιδιώξουν να μετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση. Το έκαναν ήδη στο παρελθόν τόσο με τους Σοσιαλδημοκράτες, όσο και με τους Χριστιανοδημοκράτες, αλλά την τελευταία φορά το πλήρωσαν ακριβά. Αφού στήριξαν την κυβέρνηση Μέρκελ την τετραετία 2009-2013, καταποντίστηκαν στις κάλπες αδυνατώντας να πιάσουν το 5% (όριο εισόδου στη Βουλή).
Αναλυτές εκτιμούν ότι μετά την αναμέτρηση της Κυριακής θα γίνει μεγάλη κουβέντα στους κόλπους των Φιλελευθέρων για το δέον γενέσθαι κι ότι αν αποφασίσουν να ξεκινήσουν με τη Μέρκελ διαβουλεύσεις για συγκρότηση συνασπισμού θα είναι δύσκολοι συνομιλητές. Ο ηγέτης του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ έχει καταστήσει σαφές ότι το κόμμα του θα απαιτήσει το πόστο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το πανίσχυρο υπουργείο Οικονομικών. Κάτι τέτοιο, όμως, θα σήμαινε μετακίνηση του δημοφιλούς στη χώρα του υπουργού σε άλλο χαρτοφυλάκιο και θα πυροδοτούσε ανησυχίες σε Ευρωπαίους εταίρους, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, λόγος για τον οποίο οι Χριστιανοδημοκράτες απορρίπτουν κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο -τουλάχιστον μέχρι τώρα-.
Οι διαπραγματεύσεις για τον κυβερνητικό συνασπισμό θα πάρουν χρόνο
Σε περίπτωση που δεν προκύψει την Κυριακή μια ξεκάθαρη επιλογή κυβερνητικού εταίρου για τη Μέρκελ, οι διαβουλεύσεις αναμένεται να καθυστερήσουν τουλάχιστον μέχρι τις 15 Οκτωβρίου, που πάει στις κάλπες το κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας, ειδικά αν οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες δείξουν διάθεση για επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού». Πώς να συζητούν για συγκυβέρνηση σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όταν θα διεκδικούν τη νίκη σε τοπικό -ειδικά τη στιγμή που η κυβερνώσα συμμαχία SPD-Πρασίνων στην Κάτω Σαξονία κατέρρευσε επειδή ένας βουλευτής των Πρασίνων προσχώρησε στην CDU-;
Τα όργανα δεν έχουν σταματήσει στους κόλπους της κεντροδεξιάς
Τις μεγαλύτερες αντιδράσεις στη φιλομεταναστευτική της ατζέντα και την απόφασή της ανοίξει το φθινόπωρο του 2015 τα σύνορα τους Γερμανίας στους πρόσφυγες τη συνάντησε η Μέρκελ μέσα από την ίδια της την παράταξη. Το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) κυβερνά τη Βαυαρία σχεδόν το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολεμικής ιστορίας της χωρίς εταίρο. Κι αν η καγκελάριος θα είναι ικανοποιημένη μ’ ένα 35% -που θα της επιτρέψει να ηγηθεί και της επόμενης κυβέρνησης- η CSU θα θέλει ένα μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου στη Βαυαρία προκειμένου να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία – πράγμα που σημαίνει ότι θα διατηρήσει και μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές προεκλογικούς τόνους στη ρητορεία της.