Τον Νοέμβριο του 1903, μια διάσημη και πλούσια Αμερικανίδα χορεύτρια, η Isadora Duncan, ήρθε στην Αθήνα για να δώσει παραστάσεις.
Παρά την επιτυχία της ως χορεύτρια στην Αμερική, ο αυστηρός τρόπος κίνησης που απαιτούσε το μπαλέτο δεν την ευχαριστούσε. Αυτή η κόρη τραπεζίτη και ανιψιά γερουσιαστή ήθελε να δοκιμάσει νέες, πρωτοποριακές χορευτικές κινήσεις. Κάτι τέτοιο στην Αμερική δεν ήταν αποδεκτό και έτσι η οικογένεια Ντάνκαν το 1900 μετακόμισε στο Βερολίνο, το Παρίσι και το Λονδίνο. Εκεί σπούδασε μαζί με τον αδερφό της, Ρέιμοντ, ελληνική μυθολογία και αρχιτεκτονική. Η επαφή τους με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήταν καταλυτική...
Εδώ με τα αδέλφια της, Ρέιμοντ και Ογκιουστίν, στη Γαλλία, πριν από την αναχώρησή τους για την Ελλάδα, το 1903:
Η Ισιδώρα Ντάνκαν εμπνεόταν μόνο από την αρχαία μυθολογία, αγνοούσε τη σύγχρονή της Ελλάδα και τους Ελληνες και ζούσε με το πνεύμα των αρχαίων. Στον χορό της αναζητούσε το πνεύμα στις στάσεις των αρχαιοελληνικών αγγείων και εμφανιζόταν με κοντή ελληνότροπη χλαμύδα με γοητευτικές πτυχώσεις, που αναδείκνυαν τις καμπύλες και τη ροή της κίνησης αφήνοντας γυμνές τις γάμπες και τα πόδια ξυπόλητα.
Στην Ελλάδα η Ντάνκαν αφιερώθηκε στη μελέτη της ορχηστικής (τέχνης του χορευτή) των αρχαίων Ελλήνων, όπως αυτή εκφραζόταν εικαστικά στη γλυπτική και την αγγειογραφία.
Τότε αγόρασε ένα οικόπεδο από τους αδελφούς Γκιώνη, στη θέση Κοπανάς στην περιοχή του Υμηττού και έχτισε ένα σπίτι που ο αδελφός της Ρέιμοντ ονόμασε «Παλάτι του Αγαμέμνονα» (σήμερα είναι γνωστό ως «Σπίτι της Ντάνκαν» και βρίσκεται στον Δήμο Βύρωνα. Το 1980 ο Δήμος του Βύρωνα ίδρυσε εκεί το Κέντρο Μελέτης Χορού Ισιδώρας και Ραϋμόνδου Ντάνκαν.
Η Ντάνκαν με τον αδερφό της αναγνωρίζουν αμέσως την Ελλάδα ως «πατρίδα τους» και από την πρώτη στιγμή αναζητούν τον τρόπο να φτιάξουν ένα δικό τους σπίτι. Όπως αναφέρει η Ντάνκαν στην αυτοβιογραφία της:
Τότε ξαναζωντάνεψε το παλιό μας σχέδιο που το αγαπούσαμε τόσα χρόνια, να κάνομε το προσκύνημα στον ιερότερο τόπο της τέχνης πηγαίνοντας στην αγαπημένη μας Αθήνα […] Φτάσαμε στο ιοστεφές άστυ το βράδυ και τα χαράματα μας βρήκαν με τρεμάμενα μέλη και λιγωμένη την καρδιά από λατρεία ν’ ανεβαίνομε τα σκαλοπάτια του Ναού. Καθώς ανεβαίναμε μου φαινότανε πως […] δεν είχα ζήσει ποτέ πριν, πως γεννήθηκα για πρώτη φορά σ’ αυτή τη βαθιά ανάσα, στην πρώτη ματιά της γνώσης της ωραιότητας […] Ανεβήκαμε το τελευταίο σκαλοπάτι στα Προπύλαια και κοιτάζαμε το Ναό να λάμπει στο πρωινό φως. Μείναμε όλοι άφωνοι. Αποχωριστήκαμε σιγαλά γιατί εδώ το κάλλος ήτανε ιερό και δεν χωρούσανε λόγια. Έπεσε ένας παράξενος τρόμος στην καρδιά μας. Ούτε φωνές ούτε αγκαλιές τώρα. Ο καθένας μας βρήκε ένα δικό του σημείο λατρείας και μείναμε με τις ώρες σε έκσταση περισυλλογής που μας έκανε αδύναμους και τρεμάμενους [...] Βλέποντας τον Παρθενώνα, μας φάνηκε πως αγγίξαμε το κορύφωμα της τελειότητας. Αναρωτιόμαστε γιατί έπρεπε να φύγομε από την Ελλάδα αφού εβρήκαμε στην Αθήνα όλα όσα ευχαριστούσανε την αισθητική μας αντίληψη […] Ήταν ένα καθαρά πνευματικό προσκύνημα, και πίστευα πως το πνεύμα που αναζητούσα ήτανε η αόρατη Αθηνά που κατοικούσε ακόμη στον ερειπωμένο Παρθενώνα. Έτσι αποφασίσαμε πως η γενιά των Ντάνκαν θα έμενε αιωνίως στην Αθήνα και θα χτίζαμε ένα ναό που θα μας εκπροσωπούσε.
Πράγματι, μετά από αρκετό ψάξιμο βρίσκουν ένα οικόπεδο στους πρόποδες του Υμηττού στην περιοχή του Κοπανά (στον σημερινό Βύρωνα). Εκεί, ο Raymond Duncan με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Φιλαδελφεύα σχεδιάζει και κατασκευάζει ένα σπίτι βασισμένο στα σχέδια του παλατιού του Αγαμέμνονα. Το απόσπασμα από την αυτοβιογραφία της Duncan το σχετικό με το σπίτι είναι χαρακτηριστικό:
Εξερευνήσαμε τον Κολωνό, το Φάληρο και όλες τις λαγκαδιές της Αττικής, χωρίς όμως να βρούμε τίποτε άξιο λόγου για το Ναό μας. Τελικά, μια μέρα σ’ έναν περίπατο προς τον Υμηττό, απ’ όπου έχομε το περίφημο μέλι, βρήκαμε ένα ύψωμα κι ο Ρέυμον ξαφνικά ακούμπησε το ραβδί του χάμω και φώναξε: «Κοίτα, είμαστε στο ίδιο ύψος με την Ακρόπολη!». Και πραγματικά, κοιτάζοντας προς τη Δύση, είδαμε το Ναό της Αθηνάς σε εντυπωσιακή ομοιότητα του χώρου, αν και μας χώριζαν τουλάχιστον τέσσερα χιλιόμετρα […] Το επόμενο βήμα ήτανε να βρούμε χαρτί και αρχιτεκτονικά εργαλεία για να κάνουμε τα σχέδια του σπιτιού. Ο Ρέυμον εβρήκε ακριβώς το πρότυπο που επιθυμούσαμε στο σχέδιο του Παλατιού του Αγαμέμνονα. Περιφρόνησε τη βοήθεια του αρχιτέκτονα και πήρε μόνος του εργάτες και άλλους να κουβαλήσουν την πέτρα. Αποφασίσαμε πως η μόνη πέτρα που θα ταίριαζε για το Ναό μας θα ήτανε το μάρμαρο της Πεντέλης που απ' τις λαμπερές πλαγιές της είχανε πελεκηθεί οι ευγενικές κολώνες του Παρθενώνα. Αλλά ωστόσο παραδεχτήκαμε με μετριοφροσύνη την κόκκινη πέτρα που βρισκότανε στους πρόποδες του βουνού […] Έπειτα άρχισε το χτίσιμο του Κοπανά. Καθώς οι τοίχοι του παλατιού του Αγαμέμνονα είχανε πάχος εξήντα πόντους, οι τοίχοι στον Κοπανά έπρεπε να ‘χουν το ίδιο πάχος. Δεν περίμενα να χτιστούν αυτοί οι τοίχοι για να φανταστώ πόση κόκκινη πέτρα απ' την Πεντέλη θα χρειαζότανε και τι θα κόστιζε κάθε κάρο μ’ αυτή την πέτρα […] Ήμαστε εντελώς αυτάρκεις. Δεν ανακατευτήκαμε καθόλου με τους Αθηναίους. Κι όταν ακόμη μάθαμε απ’ τους χωρικούς πως ο βασιλιάς της Ελλάδας ήρθε να δει το Ναό μας, δεν συγκινηθήκαμε. Γιατί εζούσαμε στο βασίλειο άλλων βασιλιάδων, του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου και του Πριάμου.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου της ταξιδιού στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1920, η Ντάνκαν απογοητεύτηκε έντονα όταν αντίκρισε το σπίτι στον Κοπανά κατεστραμμένο και κατοικημένο από ντόπιους βοσκούς.
Αργότερα όμως, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, τιμήθηκε από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παναθηναϊκό στάδιο με ένα δάφνινο στεφάνι. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν πολλές φήμες για την ερωτική περιπέτεια που είχε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, αλλά οι ενδείξεις υπήρξαν.
Γράφει, στα αρχεία της, η Πατρίς της Κρήτης:
Η Ισιδώρα Ντάνκαν από τις αρχές του 20ου αιώνα είχε έλθει στην Ελλάδα και μάλιστα είχε χτίσει ένα σπίτι (αρχαιοελληνικού ρυθμού) στον Υμηττό. Κυκλοφορούσε πάντοτε με χλαμύδα και είχε ανοίξει σχολή χορού. Κατά τον Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη, στην πρώτη δεξίωση της Λουίζας Ριανκούρ, προς τιμήν του Βενιζέλου, ήταν καλεσμένη και η Ισιδώρα.
Καθώς μάλιστα ήταν ολομόναχη, χωρίς καβαλιέρο, με την καπασιτέ που ανέκαθεν χαρακτήριζε την αδίσταχτη και όμορφη γυναίκα, κόλλησε άγρια στον πρόεδρο και μάνι - μάνι έκλεισε ραντεβού για τη μεθεπομένη.
Είναι η πρώτη γυναίκα που επισκέφθηκε το σπίτι της οδού Απόλλωνος.
Όταν φεύγαμε από το σπίτι της κοντέσσας, συνεχίζει ο Κλέαρχος, η Αμερικάνα χορεύτρια φίλησε πολύ θερμά τον πρόεδρο και στα δυο μάγουλα.
Η υπόθεση του άρεσε αλλά δεν ανταπόδωσε τους ασπασμούς. Η σκηνή σόκαρε τους προσκεκλημένους. Οι άντρες χαμογέλασαν με κατανόηση. Οι κυρίες όμως δαγκώθηκαν, που λόγω της παρουσίας των συζύγων δεν μπορούσαν ν’ ανοιχτούν τόσο.
Τη Δευτέρα, κατά τις δύο το μεσημέρι, κατέφθασε η Ισιδώρα. Ο πρόεδρος τη δέχτηκε στο γραφείο του, που συγκοινωνούσε με το υπνοδωμάτιό του. Άλλωστε δεν υπήρχε σαλόνι ούτε άξια λόγου έπιπλα. Τα περισσότερα ήταν δανεικά. Ο Βενιζέλος μου είχε πει να είμαι κοντά του κατά την επίσκεψη της κυρίας εκείνης. Όταν όμως τον αντιλήφθηκα να κλείνει την πόρτα από μέσα, κατάλαβα ότι άλλαξε σχέδιο και δεν ήταν απαραίτητη η παρουσία μου. Οι εξαλλοσύνες της Ισιδώρας ενόχλησαν φαίνεται πολύ την κοντέσσα. Δυο - τρεις μέρες αργότερα πέρασε από το σπίτι μας, σε ώρα μάλιστα που εγνώριζε ότι ο πρόεδρος έλειπε. Κρατούσε πάλι μια “σπιτικιά” ανθοδέσμη...
Επίσης ήθελε ενίσχυση ή δάνειο για να τελειώσει το σπίτι της. Να της παραχωρηθεί για σειρά παραστάσεων το Δημοτικόν Θέατρον, και τέλος να γίνει από τις αρμόδιες υπηρεσίες έρευνα μήπως και βρεθεί νερό κοντά στο σπίτι της, στον Υμηττό.
Κάπως τη βοήθησε. Δεν της έδωσε χρήματα ούτε και δάνειο. Ήταν σε τέτοια θέματα πολύ σφιχτός, ακόμη ο Βενιζέλος. Μίλησε όμως στον Μπενάκη και τη βοήθησε. Έκαμε και στο Δήμο μια σύσταση για το θέατρο.
Επίσης σε εκείνο το ταξίδι τραβήχτηκαν τα περίφημα πορτραίτα της Ισιδώρας στην Ακρόπολη από το φημισμένο φωτογράφο Edward Steichen, στα οποία η διάσημη και εκκεντρική χορεύτρια ποζάρει εντελώς γυμνή κάτω από το πέπλο της.
H Ισιδώρα Ντάνκαν κυκλοφορούσε στην Αθήνα του 1900 με χλαμύδα, όπως και ο αδελφός της, αδιαφορώντας για τα βλέμματα των ντόπιων χωρικών.
Τελικά , η Nτάνκαν έφυγε από την Αθήνα με αφορμή την πολιτική αναταραχή που προκάλεσε ο θάνατος του Βασιλιά Αλέξανδρου από το δάγκωμα ενός πιθήκου που κρατούσε ως κατοικίδιο.
Εγινε εξαιρετικά δημοφιλής στη Ρωσία, όπου παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο έναν Ρώσο ποιητή, ο οποίος αυτοκτόνησε. Εξέφρασε θερμά τη συμπάθειά της για το νέο Σοβιετικό καθεστώς και άνοιξε σχολή στη Μόσχα το 1921. Χορογράφησε επίσης δύο έργα για την κηδεία του Λένιν και περιόδευσε στην Ουκρανία χαρίζοντας τα χρήματα των παραστάσεων στους φτωχούς.
Το 1924 έφυγε από τη Ρωσία πάμπτωχη και εγκαταστάθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1925, όπου έδωσε λίγες παραστάσεις. ‘Έδωσε το τελευταίο της ρεσιτάλ στο Παρίσι το Μάιο του 1927 , και λίγο αργότερα σκοτώθηκε όταν το φουλάρι της πιάστηκε στη ρόδα του ανοιχτού της αυτοκινήτου.
[Αναπαράσταση]
Η ζωή της Ισιδώρα Ντάνκαν ήταν σημαδεμένη από τραγωδίες. Το 1913, σε ένα τραγικό δυστύχημα στο Παρίσι, η Ντάνκαν έχασε τα δύο παιδιά της, γεγονός που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ.
Η Ντέιρντρε κι ο Πάτρικ, μαζί με τη γκουβερνάντα τους επέβαιναν σ' ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός του οποίου αναγκάστηκε να σταματήσει για να αποφύγει ένα τρακάρισμα. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο για να βάλει μπροστά τη μανιβέλα, ξέχασε να βάλει χειρόφρενο, με αποτέλεσμα το όχημα να κινηθεί και να πέσει στον Σηκουάνα. Τα παιδιά της Ντάνκαν και η γκουβερνάντα πνίγηκαν. Συγκλονισμένη η Ντάνκαν προσπάθησε να ξεπεράσει την απώλεια των παιδιών της με μια σειρά από περιοδείες οι οποίες δεν είχαν ανάλογη επιτυχία με τις προηγούμενες.
Το πρώτο παιδί της γεννήθηκε το 1906, στην Ολλανδία, από τον ερωτικό δεσμό της με τον ηθοποιό Edward Gordon Craig, τον οποίο αρνήθηκε να παντρευτεί. Το 1909 συνάντησε τον αμερικανό Paris Singer, κληρονόμο της βιομηχανίας των μηχανών ραπτικής και γέννησε το δεύτερο παιδί της, χωρίς γάμο. Ο Singer της αγόρασε μια βίλα στο πολυτελές προάστιο του Παρισιού Neuilly-sur-Seine για να ανοίξει σχολή χορού.
Οταν το 1912 έχασε τα παιδιά της, η Ισιδώρα πέφτει στην αγκαλιά της ηθοποιού Eleonore Duse, στην Ιταλία. Αλλά επιστρέφοντας στο Παρίσι είναι έγκυος από κάποιον άγνωστο. Το παιδί της γεννήθηκε νεκρό.
Ο αδερφός της Ρέιμοντ (1874-1966) ήταν αρχαιολάτρης και εξίσου εκκεντρικός με εκείνη. Εζησε πολλά χρόνια στο Παλάτι του Αγαμέμνωνα, στον Βύρωνα.Ήταν ζωγράφος, γλύπτης, σκηνοθέτης, φιλόσοφος και ο τρόπος ζωής του ήταν εμπνευσμένος από την αρχαία Ελλάδα. Φορούσε χλαμύδες και σανδάλια στην καθημερινή του ζωή, ακόμη και στις επίσημες δεξιώξεις.
Το ίδιο αρχαιοπρεπώς ζούσε και η οικογένειά του, η ελληνίδα σύζυγός της Πηνελόπη Σικελιανού, αδελφή του ποιητή Αγγελου Σικελιανού και ο γιός τους, όπως εικονίζονται εδώ το 1912. Χάρη στην Πηνελόπη Σικελιανού-Ντάνκαν η φίλη της Εύα Πάλμερ γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αγγελο Σικελιανό και αναβίωσαν μαζί τις Δελφικές Γιορτές.
Εδώ σε μια φωτογραφία του 1912, ο Ρέιμον Ντάνκαν με την σύζυγό του Πηνελόπη και τον γιό του.
Στο Παρίσι, ο Ρέιμοντ Ντάνκαν γνώρισε έναν πλανόδιο ποιητή, τον γερμανό Gustav Graser, προφήτη μιας ζωής ελεύθερης, κοντά στη φύση. Ο Ρέιμοντ έγινε μαθητής του και ακολούθησε τις ιδέες του: να αναπτύσσεις όλες τις δεξιότητες με αρμονία, να παράγεις τα πάντα με τα ίδια σου τα χέρια, να ζεις μια ζωή χορεύοντας. Παρασκεύαζε τα ρούχα του σε αργαλειό, έκανε μόνος του τα έπιπλά του, τα αγγεία, τα χαλιά και τα υφάσματα. Εζησε στην αρχαιοπρεπή βίλα του Βύρωνα, το «Παλάτι του Αγαμέμνωνα» με την οικογένειά του, ακολουθώντας τον τρόπο ζωής των αρχαίων Ελλήνων, αρκετά χρόνια, πριν μετακομίσει στο Παρίσι.
[Στο μικρό θέατρό του στο Παρίσι]
Το 1909 ξεκινάει με την σύζυγό του Πηνελόπη Σικελιανού μια περιοδεία στις ΗΠΑ για μια σειρά θεαμάτων για τραγούδι και παραδοσιακούς χορούς της Ελλάδας.
Δίνουν εκεί συνεντεύξεις και μαθήματα ενώ περνούν πολλούς μήνες στους Ινδιάνους Klamath των ΗΠΑ. Το 1911 επιστρέφουν στο Παρίσι και ιδρύουν μια Ακαδημία. Εκεί, στις όχθες του Σηκουάνα ονειρεύεται μια Ακαδημία του Πλάτωνα «ένα ανοιχτό χώρο σε όλες τις καινοτομίες στο θέατρο, την λογοτεχνία, την μουσική και τις πλαστικές τέχνες». Δίνει δωρεάν μαθήματα χορού και ζωγραφικής, ενώ άνοιξε και μια δεύτερη Ακαδημία στο Λονδίνο.
Ταυτόχρονα, ο Ντάνκαν γράφει στίχους και θεατρικά έργα, εκδίδει εφημερίδες και τυπώνει τα πάντα ο ίδιος, σπίτι του. Στόχος είναι μια «πλήρης τεχνική της ζωής» που θα συνθέτει εργασία, τέχνη και σωματική άσκηση στην υπηρεσία της τελείωσης του ανθρώπου.
Σε ηλικία 73 ετών ο Ρέιμοντ Ντάνκαν πρότεινε να δημιουργήσει την πόλη « New Paris York », στο μέσον του Ατλαντικού Ωκεανού ως σύμβολο της διεθνούς καλλιτεχνικής συνεργασίας.
Ετσι είναι σήμερα το Κέντρο Μελέτης Χορού Ισιδώρας και Ρέιμοντ Ντάνκαν, στον Βύρωνα: