Το φουτουριστικό παραμύθι του Λικ Μπεσόν και η επιστροφή του Σόντερμπεργκ μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας, στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας.
Προβάλλονται επίσης η ιστορία ενός ανεπανάληπτου έρωτα που έμελε να αλλάξει την ιστορία μιας χώρας και μια απρόβλεπτη κωμωδία με το χρυσό ζευγάρι του γαλλικού σινεμά Κανέ – Κοτιγιάρ.
Logan Lucky
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Παίζουν: Τσάνινγκ Τέιτουμ, Άνταμ Ντράιβερ, Ντάνιελ Κρεγκ, Ράιλι Κίο, Σεθ ΜακΦάρλαν, Κέιτι Χολμς και Χίλαρι Σουάνκ
Οι Λόγκανς ανήκουν στην εργατική τάξη και ζουν στην Δυτική Βιρτζίνια.
H οικογένειά τους είναι διάσημη εδώ και ενενήντα χρόνια για την κακοτυχία της, όταν ο Τζίμι Λόγκαν αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να αλλάξει η κατάσταση. Με μια μικρή βοήθεια, σχεδιάζει να κλέψει 14 εκατομμύρια δολάρια από την Πίστα Αγώνων Ταχύτητας Σάρλοτ, κατά την διάρκεια του πιο δημοφιλούς αγώνα της χρονιάς.
Μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας ο Στίβεν Σόντερμπεργκ επιστρέφει με μια heist movie, σατιρίζοντας ανελέητα την Αμερική.
Ο Τζίμι Λόγκαν, κουτσός από το ένα πόδι, διαζευγμένος και έχοντας χάσει την επιμέλεια της μονάκριβης κόρης του, θα δεχτεί ένα ακόμα χτύπημα, όταν απολυθεί και από τη δουλειά του.
Ο αδερφός του, ο Κλάιντ, ήρωας και ανάπηρος πολέμου, έχοντας χάσει το χέρι του στον πόλεμο του Κόλπου, πλέον εργάζεται ως μπάρμαν. Οι δυο τους θεωρούν ότι κουβαλούν την κατάρα της οικογένειάς τους, γι’ αυτό βγαίνουν πάντα χαμένοι στη ζωή. Αντίθετα η αδερφή τους, Μέλι, που δουλεύει ως κομμώτρια, φαίνεται πως τα καταφέρνει λίγο καλύτερα.
Τα δυο αδέρφια όμως θα αποφασίσουν να ληστέψουν 14 εκατομμύρια δολάρια από την πίστα Αγώνων της Σάρλοτ, της δημοφιλέστερης κούρσας αυτοκινήτων.
Έτσι αποφασίζουν να συνεταιριστούν με έναν κατάδικο και ειδικό σε ανατινάξεις χρηματοκιβωτίων.
Για να μπορέσουν να οργανωθούν ο Κλάιντ θα αφήσει την νοητή φυλακή του αμερικανικού Νότου και θα μπει στην πραγματική φυλακή, όπου μαζί με τους νέους του « συνεργάτες» θα καταστρώσουν το τέλειο σχέδιο.
Ο Σόντερμπεργκ, ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς δημιουργούς, φτιάχνει μια πολιτική κωμωδία, ασκώντας με βιτριολικό χιούμορ κριτική στην πατρίδα του. Καταφέρνει να αποτυπώσει με αδρές γραμμές την καρδιά των ΗΠΑ σε όλο της το κιτς μεγαλείο των παιδικών καλλιστείων, την έλλειψη ουσιαστικής παιδείας και καλλιέργειας, που οδηγούν σε αναίτιους πολέμους, υπερκατανάλωση και μανία για λίγα λεπτά διασημότητας με κάθε κόστος.
Χωρίς να ενδιαφέρεται για εντυπωσιασμούς, ακολουθεί τους ήρωές του - όλοι προβληματικοί και losers- και φτιάχνει ξεκαρδιστικές σκηνές, πίσω από τις οποίες πάντα κρύβεται ένα αιχμηρό πολιτικό σχόλιο, στο πνεύμα των αδερφών Κοέν. Στο επίπεδο της πλοκής, το σενάριο της πρωτοεμφανιζόμενης Ρεμπέκα Μπλαντ δεν έχει μεγάλη εξέλιξη, αλλά ο Σόντερμπεργκ φαίνεται πως δεν ενδιαφέρεται για την δράση τόσο πολύ και ξεπερνάει αυτή την αδυναμία, στηριζόμενος τις καλές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Ο Ντάνιελ Γκρεγκ – πραγματικά αγνώριστος και γεμάτος τατουάζ- αποκαλύπτει το κωμικό του ταλέντο, ο Άνταμ Ντράιβερ μεταμορφώνεται για ακόμα μια φορά και o Τσάνινγκ Τέιτουμ ρίχνει φως στην ευάλωτη πλευρά του ήρωά του.
Μαζί τους η Κέιτι Χολμς και η Χίλαρι Σουάνκ σε μικρούς χαριτωμένους ρόλους, αν και η τελευταία ίσως το παρακάνει με το σκληρό προσωπείο της πράκτορα του FBI.
Ο Βαλέριαν και η Πόλη με τους Χίλιους Πλανήτες, (Valerian and the City of a Thousand Planets)
Σενάριο- Σκηνοθεσία: Λικ Μπεσόν
Παίζουν: Ντέιν Ντε Χάαν, Κάρα Ντελεβίν, Ίθαν Χοκ, Κλάιβ Όουεν, Κρις Γου, Ριάνα
Στον 28ο αιώνα, ο Βαλέριαν και η Λόρελιν είναι υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης στις περιοχές που κατοικούνται από ανθρώπινα όντα. Ακολουθώντας τις εντολές του Κυβερνήτη, οι δύο νέοι ξεκινούν για μία αποστολή στην εκπληκτική πόλη Άλφα – μία αναπτυσσόμενη Μητρόπολη, όπου οι φυλές από ολόκληρο το σύμπαν συνυπάρχουν κι αλληλεπιδρούν. Υπάρχει όμως ένα μυστήριο στο κέντρο της Άλφα, μία σκοτεινή δύναμη, η οποία απειλεί την ειρηνική συμβίωση της Πόλης των Χιλίων Πλανητών.
Ο Βαλέριαν με τη Λόρελιν πρέπει να αγωνιστούν προκειμένου να εντοπίσουν την απειλή και να προστατεύσουν, όχι μόνο την Ομοσπονδία τους, αλλά και ολόκληρο τον γαλαξία.
Ο Λικ Μπεσόν διασκευάζει το πρωτοποριακό graphic novel των Πιέρ Κριστέν και Ζαν- Κλοντ Μεζιέρ, «Βαλέριαν και Λόρελιν», κάνοντας ένα όνειρο ζωής πραγματικότητα και υπογράφοντας την πιο ακριβή γαλλική παραγωγή όλων των εποχών.
Βρισκόμαστε σε ένα μακρινό μέλλον, όπου οι άνθρωποι πλέον έχουν αποικήσει το διάστημα.
Η διοίκηση της Πόλης Άλφα, μιας πολυπολιτισμικής Μητρόπολης που συγκεντρώνει διαφορετικές φυλές, αναθέτει στους αξιωματικούς Βαλέριαν και τη Λόρελιν να ανακτήσουν την χαμένη περιουσία της Ομοσπονδίας.
Στην αποστολή τους οι δυο νέοι θα έρθουν αντιμέτωποι με τους εχθρούς της ειρήνης, ενώ θα ανακαλύψουν πως η ηγεσία της πατρίδας του ευθύνεται για την καταστροφή του πλανήτη των φιλήσυχων Μαργαριταριών, μιας φυλής που θυμίζει λευκούς ιθαγενείς.
Ο Βαλέριαν και η Λόρελιν πρέπει να υπερβούν τις δυσκολίες και να προστατεύσουν την σημαντική ειρήνη.
Ο φουτουριστής Μπεσόν στήνει ένα συμπαγές σύμπαν επιστημονικής φαντασίας με σαφείς αναφορές στον δικό μας κόσμο: η μητρόπολη Άλφα εύκολα παραπέμπει στις ΗΠΑ, η γενοκτονία των Μαργαριταριών δημιουργεί συνειρμούς με την εξόντωση των Ινδιάνων και την εξαθλίωση της Αφρικής, ενώ ταυτόχρονα θίγει θέματα ρατσισμού, μιλάει για τη θέση της γυναίκας διαμέσου της Λόρελιν που προσπαθεί να αποδείξει την δική της αξία, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Γάλλος δημιουργός μέσα από το διαγαλαξιακό του παραμύθι επιτίθεται με τον δικό του τρόπο στην πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.
Από αισθητικής άποψης, ο Μπεσόν ξέρει να δημιουργεί εντυπωσιακές εικόνες, χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία ευφάνταστα και φτιάχνει έναν κόσμο που ταξιδεύει τον θεατή.
Όμως από ένα σημείο και μετά η έλλειψη πλοκής καθώς και η μη εξέλιξη των χαρακτήρων προδίδουν τις προθέσεις του.
Ο Βαλέριαν και η Λόρελιν, το κεντρικό του ζευγάρι που μοιράζεται κι ένα ρομαντικό ειδύλλιο, αναλώνεται σε τετριμμένα μοτίβα, η σχέση τους δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες δύσκολα ξεπερνούν το επίπεδο της καρικατούρας με αποτέλεσμα τα κωδικοποιημένα μηνύματα που θα ήθελε να περάσει ο Μπεσόν να μην βρίσκουν εύκολα το δρόμο τους στον θεατή.
Οι καλές ιδέες του μοιάζουν να εξαντλούνται στα πρώτα είκοσι λεπτά και η μεγάλη διάρκεια της ταινίας δεν τον βοηθάει να συγκεντρωθεί στον στόχο του, με αποτέλεσμα να γεμίζει τον χρόνο με αδιάφορες σκηνές, που δεν προσφέρουν τίποτα σε δραματουργικό επίπεδο.
Ο Ντείν ντε Χάαν , ένας ηθοποιός με βλέμμα που μαγνητίζει, υποδύεται τον Βαλέριαν με χιούμορ, όχι όμως και τον απαιτούμενο ιδεαλισμό, ενώ η Κάρα Ντελβίν ανταποκρίνεται στον ρόλο της, χωρίς να εντυπωσιάζει. Ο Κλάιβ Όουεν, αν και εμπειρότερος δεν καταφέρνει επίσης πολλά, μιας και ο ρόλος του σαφώς τον αδικεί και δεν αξιοποιεί τις ικανότητές του. Χαριτωμένο πάντως είναι το πέρασμα της Ριάνα.
Τελικά ο Μπεσόν δεν καταφέρνει σε καμία περίπτωση να δημιουργήσει ένα έπος επιστημονικής φαντασίας, όπως μάλλον επιθυμούσε, και το υπεραπλουστευμένο σενάριό του περιορίζει το κοινό του σε μικρότερες ηλικίες.
Ένα Ενωμένο Βασίλειο, (A United Kingdom)
Σκηνοθεσία: Άμα Ασάντε
Παίζουν: Ντέιβιντ Ογιελόβο, Ρόζαμουντ Πάικ, Τέρι Φέτο, Τζακ Ντάβενπορτ
Ο Σερέτσε Χάμα, βασιλιάς της Μποτσουάνα, συναντά την Αγγλίδα Ρουθ Γουίλιαμς, το 1947 και η έλξη μεταξύ τους είναι μοιραία.
Εκείνη μαγεύεται από το όραμά του για έναν καλύτερο κόσμο, εκείνος από τη θέληση της να εμπλακεί μ’ αυτό.
Ήταν ιδανικοί ο ένας για τον άλλο, η σχέση τους όμως προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, οικογενειακές, αλλά και πολιτικές.
Η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής, που είχε μόλις εφαρμόσει την πολιτική του απαρτχάιντ, θεώρησε ανεπίτρεπτο η γειτονική χώρα να κυβερνάται από ένα ζεύγος διαφορετικών φυλών. Απείλησε τους Βρετανούς ότι αν δεν εμποδίσουν τον γάμο θα τους απαγορευτεί η πρόσβαση στο ουράνιο και τον χρυσό της Νοτίου Αφρικής, ρισκάροντας μια εισβολή στην Μποτσουάνα.
Παρά τις τεράστιες πιέσεις, ο Σερέτσε και η Ρουθ δεν αμφιταλαντεύτηκαν, αλλά αγωνίστηκαν για την αγάπη τους. Έτσι, άλλαξαν το έθνος τους και ενέπνευσαν ολόκληρο τον πλανήτη.
Η Άμα Ασάντε καταπιάνεται με μια όχι και τόσο γνωστή ιστορία, που όμως επηρέασε σημαντικά την πολιτική κατάσταση μιας ολόκληρης χώρας, αυτή του βασιλιά Σερέτσε Χάμα της Μποτσουάνα και της Αγγλίδας Ρουθ Γουίλιαμς.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν παράφορα στο Λονδίνο, όπου ο Χαμά σπούδαζε και προετοιμαζόταν να αναλάβει τη διακυβέρνηση της πατρίδας του. Όμως η απόφασή τους να παντρευτούν προκάλεσε μια πληθώρα αντιδράσεων .
Η Νότιος Αφρική που υιοθετούσε την πολιτική του απαρτχάιντ θεωρούσε απειλητική την ένωση δυο ατόμων από διαφορετικές φυλές και ασκούσε πιέσεις στην Αγγλία, να απαγορεύσει τον γάμο. Απ’ την πλευρά της το Ηνωμένο Βασίλειο, φοβούμενο ότι θα χάσει την πρόσβαση στο ουράνιο και τα διαμάντια της Αφρικής, έκανε τα πάντα για να αποτρέψει αυτό τον μεγάλο έρωτα.
Ο Σερετσέ όμως και η Ρουθ αγωνίστηκαν με σθένος και τελικά κατάφεραν όχι μόνο να πάρουν με το μέρος τους τον λαό της Μποτσουάνα , αλλά και να ανατρέψουν τη βασιλεία, εγκαθιδρύοντας το δημοκρατικό πολίτευμα.
Η Ασάντε περιγράφει αναλυτικά τόσο τη σχέση των δυο πρωταγωνιστών όσο και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αρκετές φορές υπεραναλύοντας τα γεγονότα, προκειμένου να παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες στον θεατή γι’ αυτή την παραγνωρισμένη σελίδα της ιστορίας.
Αν και ο Χάμα, υμνήθηκε από σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Νέλσον Μαντέλα η ζωή και το έργο του δεν είναι ευρέως γνωστά, οπότε σωστά η σκηνοθέτης αφιερώνει χρόνο στην ανάπτυξη της ιστορίας, αν και δεν αποφεύγει την παράθεση πολλών γεγονότων, χωρίς να προλαβαίνει πάντα να αναπτύξει τις σκηνές της σε βάθος.
Η αλήθεια όμως είναι πως η παραγωγή της δεν την βοηθάει, ειδικά στις σκηνές πλήθους, όποτε συχνά δίνεται η αίσθηση ότι η Μποτσουάνα είναι ένα μικρό χωρίο μερικών χιλιάδων κατοίκων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως η Ασάντε επιμένει στην ρομαντική πλευρά της ιστορίας, παραγνωρίζοντας την πολιτική της χροιά. Έτσι η θέση και η στάση των κεντρικών ηρώων μοιάζει περισσότερο να προκύπτει από την ανάγκη να υπερασπιστούν το γάμο τους, παρά από έναν γνήσιο ιδεαλισμό.
Με αυτό τον τρόπο ο Χάμα παρουσιάζεται περισσότερο ως ένας ευαίσθητος και τρυφερός άνδρας, παρά ως ένας ηγέτης με ουμανιστικές ιδέες και στιβαρή ιδεολογία.
Ο Ντέιβιντ Ογιελόβο ερμηνεύει με ευαισθησία τον ήρωα του, αν και κάποιες στιγμές δεν αποφεύγει το μελό. Δίπλα του η Ρόζαμουντ Πάικ ισορροπεί επιτυχημένα ανάμεσα στη θηλυκή της πλευρά και την αγωνιστική διάθεση της Ρουθ.
Μεγάλωσε αν Τολμάς, (Rock n’ Roll)
Σκηνοθεσία: Γκιγιόμ Κανέ
Πρωταγωνιστούν: Γκιγιόμ Κανέ, Μαριόν Κοτιγιάρ
Για τον 43χρονο Γκιγιόμ Κανέ, η ζωή δεν μπορεί να γίνει καλύτερη: είναι διάσημος, έχει σημαντική περιουσία, μια δουλειά που αγαπά και κυρίως μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Όλα όμως ανατρέπονται, όταν στα γυρίσματα της νέας του ταινίας, η όμορφη νεαρή συμπρωταγωνίστριά του, τον ενημερώνει ότι δεν έχει πια «πέραση» στους νέους και κυρίως στα νεαρά κορίτσια.
Η ήσυχη προσωπική ζωή του με τη Μαριόν Κοτιγιάρ, ο γιος τους, τα άλογα που εκτρέφει και το σπίτι τους στην εξοχή, δεν του δίνουν την εικόνα του «κουλ» και «σέξι» τύπου.
Ο Γκιγιόμ συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να πάρει δραστικά μέτρα για να αλλάξει την κατάσταση και μάλιστα γρήγορα.
Το «χρυσό ζευγάρι » του γαλλικού σινεμά υποδύεται τον εαυτό του σε μια απρόβλεπτη κωμωδία, που σατιρίζει το star-system , αλλά και τον φόβο του ανθρώπου για τον χρόνο που περνάει.
Ο Γκιγιόμ Κανέ έχοντας στο πλευρό του την σύντροφό του Μαριόν Κοτιγιάρ γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί με αυτοσαρκαστική διάθεση μια ταινία που σίγουρα θα προκαλέσει.
Ο Κανέ και η Κοτιγιάρ υποδύονται τους εαυτούς τους, δηλαδή εκείνος είναι ένας ηθοποιός που στα 43 του χρόνια δεν νιώθει πια και πολύ « ροκ», ενώ εκείνη είναι μια καταξιωμένη σταρ που η καριέρα της έχει εκτοξευθεί και πλέον ο ένας δυνατός ρόλος διαδέχεται τον άλλον.
Ο Γκιγιόμ όμως δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη φθορά κα να αποδεχτεί το νέο του πρόσωπο κι έτσι αποφασίζει να επέμβει δραστικά, φτάνοντας στα άκρα.
Μέχρι αυτό σημείο η ταινία θυμίζει μια τυπική κομεντί για την κρίση της μέσης ηλικίας, αν και τα inside jokes που αφορούν στον γαλλικό κινηματογράφο μειώνει σαφώς το ενδιαφέρον του θεατή που δεν είναι Γάλλος, ή έστω καλλιτέχνης,
Παρόλα αυτά παρακολουθείται ευχάριστα κυρίως χάρη στην καλή χημεία και την γοητεία των πρωταγωνιστών της, που αυτοσαρκάζονται ακομπλεξάριστοι και δείχνουν πώς είναι η ζωή τους στο σπίτι.
Από τη στιγμή όμως που ο Κανέ αρχίζει να μεταμορφώνεται , η ταινία αρχίζει να γίνεται σχεδόν cult.
Δεν μπορείς βέβαια να μην αναγνωρίσεις το θάρρος του δημοφιλούς πρωταγωνιστή να αποδημήσει την εικόνα του – σχεδόν μοιάζει με τέρας- όμως το αλαλούμ που ακολουθεί, αν και τολμηρό, συχνά πάσχει και από έλλειψη αισθητικής και από δραματουργική ένδεια.
Η τρομακτική του εμφάνιση δεν αρκεί για να περιγράψει την εξόντωση ουσιαστικά που επιβάλλει το σύστημα στους ηθοποιούς.
Επίσης το happy end με τους δυο σταρ να πρωταγωνιστούν σε ταινίες δεύτερης, για να μην πω τρίτης διαλογής, αγαπημένοι κι ερωτευμένοι όσο ποτέ, μάλλον δεν είναι ικανοποιητική απάντηση στις τακτικές της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ούτε στο αιώνιο και αναπάντητο ερώτημα του πώς μπορούμε να συμβιβαστούμε με τον χρόνο που περνάει.
Εγώ ο Απαισιότατος 3, (Despicable Me 3)
Σκηνοθεσία: Πιερ Κόφιν, Κάιλ Μπάλντα
Παίζουν: Στιβ Καρέλ, Κρίστεν Γουίιγκ, Τρέι Πάρκερ, Μιράντα Κόσγκροβ
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Γιάννης Ζουγανέλης, Λευτέρης Ελευθερίου , Ελένη Βογιατζή Μυρτώ Ορφανάκου, Έλενα Γιαννέτσου
O Γκρου έχει να αντιμετωπίσει τον Μπαλτάζαρ Μπρατ, ένα εμμονικό πρώην παιδί θαύμα της δεκαετίας του '80 που έχει εξελιχθεί σε παρανοϊκό κακοποιό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ξαφνικά μαθαίνει πως έχει ένα δίδυμο αδερφό, τον Ντρου, που είναι το ακριβώς αντίθετό του : όμορφος, πλούσιος, με μακριά, ξανθά μαλλιά και «επαγγελματίας» κακοποιός.
Τρίτο μέρος για την μεγάλη επιτυχία «Εγώ ο Απαισιότατος» με το Γκρου σε νέες περιπέτειες, συνοδευόμενο και πάλι από τα απολαυστικά και απρόβλεπτα Μίνιονς.
Είναι γεγονός ότι η πρώτη ταινία έδωσε μια νέα πνοή στο χώρο του animation, γι’ αυτό άλλωστε και έσπασε τα ταμεία.
Η δεύτερη κινήθηκε στην ίδια λογική, χωρίς όμως να είναι τόσο ξεκαρδιστική όσο η πρώτη, και τώρα με το τρίτο μέρος φαίνεται πως οι δημιουργοί του αγαπημένου σε μικρούς και μεγάλους Απαισιότατου, που αποφάσισε να αλλάξει ρότα στη ζωή, είναι κουρασμένοι και ανέμπνευστοι.
Αυτή τη φορά ο Γκρου, που μαζί με την Λούσυ έχουν υιοθετήσει τρία κοριτσάκια, έχει να αντιμετωπίσει ένα παρανοϊκό τύπο που την δεκαετία του ’80 είχε επιτυχία , όμως σήμερα πλέον βρίσκεται εκτός συστήματος γι’ αυτό και θέλει να καταστρέψει το Χόλιγουντ.
Ταυτόχρονα μαθαίνει πως έχει έναν δίδυμο αδερφό.
Πασίχαρης τον επισκέπτεται για να διαπιστώσει πως εκείνος, είναι όμορφος, πλούσιος και με φυσική ροπή στην παρανομία.
Εννοείται πως πάντα τον ακολουθούν τα Μίνιονς, που είναι και το σήμα κατατεθέν του Απαισιότατου.
Αν και δεν λείπουν κάποιες ευφάνταστες σκηνές, η ιστορία στο τρίτο μέρος παραείναι αναμενόμενη, τα αστεία μοιάζουν να επαναλαμβάνονται και παρά τις προσπάθειες των παραγωγών να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του ενήλικου κοινού - οι αναφορές στα 80΄s και το θέμα της μητρότητας που αντιμετωπίζει η Λούσυ σαφώς δηλώνουν αυτή τους την πρόθεση- αυτός ο «Απαισιότατος» μάλλον απευθύνεται σε πιο νεαρές ηλικίες και σίγουρα δεν διατηρεί τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της πρώτης ταινίας.
Επαναπροβολές:
Αλονζανφάν, (Allonsanfàn)
Ιταλία, 1974
Σκηνοθεσία: Πάολο και Βιττόριο Ταβιάνι
Σενάριο: Πάολο και Βιττόριο Ταβιάνι
Παίζουν: Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Λέα Μασάρι, Μίμσι Φάρμερ, Λάουρα Μπέτι, Σταύρος Τορνές
Μετά την εκδίωξη του Ναπολέοντα, ο αριστοκράτης Φούλβιο Ιμπριάνι, βρίσκεται στη Γαλλία τα χρόνια της Παλινόρθωσης για να βοηθήσει στη Γαλλική Επανάσταση και τις νέες ιδέες. Θα φυλακιστεί από τους Αυστριακούς, οι οποίοι όμως στη συνέχεια για να τον εκθέσουν ηθικά στους συντρόφους του, θα τον αφήσουν ελεύθερο.
Μετά την απελευθέρωσή του θα προσχωρήσει σε μια ομάδα επαναστατών. Μαζί θα συνεχίσουν τον αγώνα τους στην νότια Ιταλία, όπου και θα συντριβούν. Εκείνος τότε προδίδει την επανάσταση, στην οποία εντάσσεται ιδεολογικά, χωρίς όμως να της δίνει την καρδιά του.
Μια από τις σημαντικότερες πολιτικές ταινίες της δεκαετίας του ‘70, η ιστορία της οποίας διαδραματίζεται στην Ιταλία του 1816, στην εποχή της εξέγερσης του Γαριβάλδη.
Μέσα από ιστορικοπολιτικές παραβολές, οι αδερφοί Ταβιάνι ερευνούν το θέμα της το θέμα της επαναστατικής ουτοπίας και της αυτοθυσίας.
Σε επίπεδο φόρμας και αφηγηματικότητας, το «Αλονζανφάν» είναι μια κινηματογραφική σύνθεση μουσικότητας, όπου συνυπάρχουν ο εστετισμός και η απλότητα.
Ένα επιτηδευμένα αφελές, πρώτο μέρος δίνει τη θέση του σε μια σαφώς πιο πολυφωνική δράση, που απομονώνει τον Φούλβιο στη γωνία του προδότη και δημιουργεί προβληματισμούς στον θεατή.
Η μουσική του Μορικόνε αγκαλιάζει τη δομή και το ρυθμό της αφήγησης, στο βαθμό που μοιάζει να την ορίζει.
Ωστόσο, πολύ πριν τη μνημειώδη τελική έξοδο, οι Ταβιάνι ενσωματώνουν στη ρεαλιστική φιλμική κρούστα μια αλληλουχία προσωπικών ουτοπιών, προσδίδοντας στην ταινία μια ονειρική διάσταση.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι έναν από τους συντρόφους του ονειροπόλου Φούλβιο, τον υποδύεται ο σημαντικός Έλληνας σκηνοθέτης και ηθοποιός Σταύρος Τορνές.
Ο Περιθωριακός, (Le Marginal)
Γαλλία, 1983
Σκηνοθεσία: Ζακ Ντερέ
Παίζουν: Ζαν-Πολ Μπελμοντό, Χένρι Σίλβα, Τσέκι Κάριο
Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό σε ρόλο αστυνομικού επιθεωρητή αναζητάει παρανόμους στη Μασσαλία.
Μια από τις κορυφαίες ταινίες δράσης του Γάλλου σταρ, στοιχειωμένη από το υπέροχο soundtrack του Ένιο Μορικόνε και την αξιομνημόνευτη σκηνή καταδίωξης στην Λεωφόρο Μπαρμπέ- μία από τις εντυπωσιακότερες στην ιστορία του γαλλικού σινεμά.
O αστυνομικός επιθεωρητής Ζορντάν φτάνει στη Μασσαλία, μια πόλη βουτηγμένη στην παρανομία.
Είναι διάσημος για τις ανορθόδοξες μεθόδους που χρησιμοποιεί , προκειμένου να καταφέρει να αποδώσει τη δικαιοσύνη.
Στόχος του τώρα, να εξαρθρώσει ένα καρτέλ ναρκωτικών και να συλλάβει , ή ακόμα και να σκοτώσει τον βαρόνο του καρτέλ Μεκάτσι, που ελέγχει το Παρίσι, αλλά πιστεύει πως η έδρα του είναι η Μασσαλία.
Ο Μεκάτσι έχει τη φήμη του αθέατου γκάνγκστερ, αλλά όχι και του αθάνατου.
Ο Ζορντάν θα κάνει την πόλη άνω κάτω για να ανακαλύψει τον εγκληματία που κυνηγά και θα φέρει τέτοια αναστάτωση, ώστε ανακαλείται και να τοποθετείται σε μια ατιμωτική θέση γι’ αυτόν.
Ο πολυμήχανος όμως άντρας θα καταφέρει να βρει ένα μέλος της σπείρας πρόθυμο να καταδώσει το κρησφύγετο του Μεκάτσι.