Λίγες ταινίες αυτή την εβδομάδα, με την «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν να κερδίζει τις εντυπώσεις.
Στους κινηματογράφους και οι επαναπροβολές δυο αριστουργηματικών φιλμ: «Το άγγιγμα του κακού» του Όρσον Γουέλς και το «Σκιές και σιωπή» του Ρόμπερτ Μάλιγκαν.
Δουνκέρκη, (Dunkirk)
Σκηνοθεσία - Σενάριο: Κρίστοφερ Νόλαν
Παίζουν: Φιόν Γουάιτχεντ, Τομ Γκλιν-Κάρνι, Τζακ Λόουντεν, Χάρι Στάιλς, Ανιουρίν Μπαρνάρντ, Τζέιμς Ντ’Άρσι, Μπάρι Κέογκαν, Κένεθ Μπράνα, ΚίλιανΜέρφι, Μαρκ Ράιλανς, Τομ Χάρντι
Εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες των Βρετανών και των Συμμάχων είναι περικυκλωμένοι από δυνάμεις του εχθρού. Παγιδευμένοι στην παραλία της Δουνκέρκης, με τις πλάτες τους στην θάλασσα, περιμένουν τον εχθρό που πλησιάζει.
Αεροπλάνα spitfires της RAF (Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της Μεγάλης Βρετανίας) έρχονται αντιμέτωπα με τον εχθρό πάνω από το Κανάλι, προσπαθώντας να προστατεύσουν τους ανυπεράσπιστους άνδρες στην στεριά.
Την ίδια στιγμή,εκατοντάδες μικρές βάρκες, επανδρωμένες με απλούς πολίτες και στρατιώτες, κάνουν μια απέλπιδα προσπάθεια, με κίνδυνο της ζωής τους, σε μια μάχη ενάντια στο χρόνο, προσπαθώντας να σώσουν έστω και ένα μέρος του στρατού τους.
Ο Κρίστοφερ Νόλαν («Interstellar», «Inception», τριλογία «The Dark Knight») υπογράφει την καλύτερη ταινίας της καριέρας του και βάζει πλώρη, όπως όλα δείχνουν για τα Όσκαρ.
Με μια αιματηρή σελίδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καταπιάνεται αυτή τη φορά, δημιουργώντας ένα υποβλητικό, επικό πολεμικό δράμα , εστιάζοντας στις ανθρώπινες ιστορίες των στρατιωτών αλλά και των πατριωτών Βρετανών που με τις βάρκες τους και τα ιστιοφόρα πέτυχαν να μεταφέρουν τους συμπατριώτες στους στην Αγγλία, σταματώντας έτσι την προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων.
Τετρακόσιοι χιλιάδες άντρες παγιδευμένοι που περιμένουν τον αφανισμό είναι η βασική γραμμή του Νόλαν, ο οποίος επιλέγει να αφηγηθεί αυτή την σημαδιακή μάχη χωρίς ηρωικές εξάρσεις, αλλά προβάλλοντας κυρίως τον φόβο και τον αγώνα για τη ζωή μέσα στις τραγικές συνθήκες του πολέμου.
Έτσι κινείται σε τρεις αφηγηματικούς άξονες: η πρώτη ιστορία λαμβάνει χώρα στην παραλία με τους στρατιώτες να περιμένουν και τον πλοίαρχό τους να στέκεται στην αποβάθρα οργανώνοντας το χάος, η δεύτερη μέσα στη θάλασσα, στη βάρκα ενός ηλικιωμένου Βρετανού που προσπαθεί να φτάσει στην ακτή και να περισυλλέξει στρατιώτες, και η τρίτη είναι η περιπέτεια ενός αεροπόρου που ενώ μάχεται βλέπει την καταστροφή από τον ουρανό.
Ο Νόλαν κινηματογραφεί ανατριχιαστικά και με σκληρό ρεαλισμό μια μάχη επιβίωσης ουσιαστικά σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, επιμένοντας στις λεπτομέρειες, κάνοντας έτσι τη «Δουνκέρκη» του μια απόλυτη εμπειρία.
Εύστοχα επιλέγει να μειώσει τους διαλόγους, με αποτέλεσμα κάθε φράση που ακούγεται σε αυτή την εκκωφαντική σιωπή να γράφει στην καρδιά του θεατή, και ντύνει τις σκηνές του με ένα μοναδικό soundtrack (διά χειρός Ρίτσαρντ Κινγκ), που δημιουργεί στον θεατή συναισθηματικές εντάσεις.
Ο Νόλαν με σύμμαχό του την αριστοτεχνική φωτογραφία του Χόιτε βαν Χοϊτέμα περιγράφει την ήττα που βιώνουν οι Βρετανοί όταν επιστρέφουν με σκυμμένα τα κεφάλια στην πατρίδα, τονίζοντας τελικά ότι το να επιβιώσεις είναι η πιο σημαντική νίκη, αναλύοντας με τον δικό του τρόπο ένα ιστορικό γεγονός υψίστης σημασίας που έκρινε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Πυρετός της Τουλίπας, (Tulip Fever)
Σκηνοθεσία: Τζάστιν Τσάντγουικ
Παίζουν: Αλίσια Βικάντερ. Ντέιν Ντε Χάαν. Τζούντι Ντεντς. Κριστόφ Βαλτς. Τζακ Ο’ Κόνελ. Μάθιου Μόρισον, Κάρα Ντελεβίν, Χόλιντεϊ Γκρέιντζερ, Τομ Χόλαντερ, Ζακ Γαλιφιανάκης
Στην Ολλανδία του 17ου αιώνα, ένας καλλιτέχνης αναλαμβάνει να ζωγραφίσει το πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας μετά από πρόταση του συζύγου
της. Οι δύο νέοι όμως ερωτεύονται και αποφασίζουν να επενδύσουν στο εμπόριο τουλίπας, το οποίο τότε ήταν φοβερά επικερδές, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορέσουν να χτίσουν ένα μέλλον μαζί.
Ο Τζάστιν Τσάντγουικ διασκευάζει το ομώνυμο best-seller της Ντέμπορα Μόγκα και αφηγείται την ιστορία δυο ζευγαριών που προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτά τους σε έναν κόσμο που φλέγεται από τον πυρετό του χρήματος .
Στην Ολλανδία του 17ου αιώνα οι τουλίπες έχουν αξία χρυσού και όλοι επιδίδονται με πάθος στο εμπόριό τους.
Ένας πλούσιος άνδρας αγοράζει ουσιαστικά μια ορφανή κοπέλα . Όταν θα προσλάβει έναν νεαρό ζωγράφο για να της κάνει το πορτρέτο, θα ανάψει η σπίθα ένας φλογερού έρωτα. Ταυτόχρονα η υπηρέτρια του σπιτιού βιώνει την δική της ιστορία με έναν ιχθυοπώλη. Περίεργα παιχνίδια της Μοίρας θα συνδέσουν τις ζωές τους σε μια ιστορία πάθους και εκδίκησης.
Ο εξαιρετικός θεατρικός συγγραφέας σερ Τομ Στόπαρντ υπογραφεί το σενάριο και προκειμένου να αποφύγει το μελοδραματικό στοιχείο ενός καθαρού ερωτικού δράματος, το διανθίζει με κωμικοτραγικές καταστάσεις και με το ιδιόρρυθμο χιούμορ που κάνει τα θεατρικά του κείμενα μοναδικά.
Όμως εδώ η συμπαγής ιστορία του βιβλίου της Μόγκα δεν του αφήνει πολλά περιθώρια κι έτσι η μείξη που επιχειρεί συχνά δημιουργεί δραματουργικές ανισότητες. Ο Τσάντγουικ, από την άλλη με μια καλή αναπαράσταση της εποχής, εστιάζει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και αναζητάει συγκρούσεις και άκρα, που δεν του δίνει το σενάριο.
Το αποτέλεσμα είναι πως συχνά οι ηθοποιοί αναγκάζονται να παίζουν παθιασμένα σκηνές που δεν έχουν το ανάλογο υπόβαθρο, πράγμα που σε σημεία μοιάζει ως και υπερβολικό. Παρόλα αυτά η διεύθυνση φωτογραφίας, σκοτεινή κι υποβλητική, δίνει την ατμόσφαιρα που επιδιώκει ο Τσάντγουικ και τελικά το ρομαντικό στοιχείο επικρατεί..
Ο Ντέιν ντε Χάαν στον ρόλο του ζωγράφου αποδίδει την πυρετική κατάσταση του έρωτα και η πανέμορφη Αλίσια Βικάντερ υποδύεται με εσωτερικότητα την Σοφία, αν και σε κάποιες σκηνές μοιάζει περισσότερο με ένα σύγχρονο κορίτσι.
Σαφώς ξεχωρίζει ο Κριστόφ Βαλτς στον ρόλο του συζύγου - ο μονός που πετυχαίνει μια πολυεπίπεδη σύνθεση στην ερμηνεία του-, ενώ η Τζούντι Ντεντς και ο Ζακ Γαλιφιανάκης στους μικρούς τους ρόλους δίνουν το προσωπικό τους στίγμα.
Ταξίδι στην Ισπανία, (The Trip to Spain)
Σκηνοθεσία: Μάικλ Γουίντερμποτομ
Παίζουν: Στιβ Κούγκαν, Ρομπ Μπράιντον
Έχοντας πρόσφατα κλείσει τα 50, ο ηθοποιός και κωμικός Στιβ Κούγκαν, επιλέγεται για τον ρόλο ενός σεφ σε μια σημαντική τηλεοπτική σειρά της Αμερικάνικης τηλεόρασης. Ως μέρος της προώθησης της σειράς, συμφωνεί να περάσει μια βδομάδα περιδιαβαίνοντας την Ισπανία επισκεπτόμενος μερικά από τα καλύτερα εστιατόρια της χώρας.
Ακολουθώντας την παράδοση των προηγούμενων ταξιδιών του, προσκαλεί τον παλιό του φίλο Ρομπ Μπράιντον να τον συνοδέψει και σε αυτό το ταξίδι, το οποίο ακολουθεί μια διαδρομή που είχε κάνει στα νιάτα του.
Επίσης ηθοποιός και κωμικός, ο Ρομπ Μπράιντον έχει ζήσει για καιρό στη σκιά του φίλου του Στιβ, αλλά τώρα η καριέρα του έχει αρχίσει «να παίρνει τα πάνω της». Για τον Ρομπ, πατέρα δύο μικρών παιδιών, αυτή η ευκαιρία να κάνει ένα διάλλειμα μακριά από την οικογένεια, του ακούγεται πολύ ελκυστική.
Ακολουθώντας την ίδια λογική με τα δύο προηγούμενα ταξίδια ( στην Αγγλία και την Ιταλία), ο Στιβ Κούγκαν και ο Ρομπ Μπράιντον ερμηνεύουν τους εαυτούς τους μέσα από μια ιστορία όμως που δεν έχει σχέση με τις ζωές τους.
Εδώ ο Στιβ αναλαμβάνει μια εκπομπή γαστρονομίας, βλέπει τους νέους συναδέρφους του να έχουν περισσότερες ευκαιρίες από εκείνον, ενώ η σχέση του με τη σύντροφό του περνάει κρίση.
Ο Ρομπ, πατέρας δυο παιδιών, δέχεται την πρόσκληση του φίλου του σε αυτό το οδοιπορικό στη χώρα του Δον Κιχώτη, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία να κάνει ένα διάλλειμα από τη δουλειά του και την καθημερινότητα της οικογενειακής του ζωής.
Έτσι, οι δυο τους παίρνουν το φέρυ μπόουτ από το Πλίμουθ για το Σανταντέρ στην Ισπανία: επισκέπτονται αξιοθέατα, μένουν στα καλύτερα ξενοδοχεία, τρώνε στα καλύτερα εστιατόρια και κάνουν απολαυστικές – όπως κάθε φορά- μιμήσεις (μεταξύ άλλων του Μάρλον Μπράντο, του Σερ Ρότζερ Μουρ, του Μικ Τζάγκερ, του Ντέιβιντ Μπόουι).
Ο Μάικλ Γουίντερμποτομ φαίνεται πως ενθαρρύνει το αυτοσχεδιαστικό κομμάτι της ταινίας, αφήνοντας στην ουσία το τιμόνι στους δυο ηθοποιούς που η χημεία τους είναι αδιαμφισβήτητη, αν και αυτή τη φορά μοιάζουν κάπως κουρασμένοι.
Ο ίδιος περιορίζεται στην κινηματογράφηση τοπίων και γευστικών εδεσμάτων, επιτρέποντας στους πρωταγωνιστές του να απολαμβάνουν τα γυρίσματα.
Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα η διάρκεια της ταινίας να τραβάει σε μάκρος - δυο ώρες και δέκα λεπτά είναι πάρα πολλά για ένα φιλμ ντοκουμαντερίστικου χαρακτήρα, ενώ οι προσωπικές ιστορίες των δυο ανδρών μένουν σαφώς στη σκιά. Συχνά προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι δυο καλοί φίλοι σε ένα μοναχικό roadtrip ποτέ δεν μπαίνουν στη διαδικασία να εξομολογηθούν όσα τους βαραίνουν, αλλά συνεχίζουν ανενόχλητοι την πορεία τους, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Σίγουρα η αγγλική νοοτροπία διαφέρει από αυτή των μεσογειακών λαών, άλλα σε μια καλλιτεχνική δημιουργία ακόμα κι αν ο στόχος της είναι αποκλειστικά το ταξίδι, αυτή η έλλειψη συναισθηματικής φόρτισης ή η διάθεση εκμυστήρευσης, δημιουργεί ένα τεράστιο κενό.
Ο Κούγκαν και ο Μπράιντον αναμφίβολα διαθέτουν εξαιρετικό χιούμορ και βρετανικό φλέγμα, κάνουν απολαυστικές μιμήσεις και έχουν αίσθηση του ρυθμού, πράγμα στο οποίο στηρίζεται και όλη η ταινία.
Όμως αν γινόταν μια μεγαλύτερη επεξεργασία στο μοντάζ, ώστε να καθαρίσει το τοπίο από τις επαναλήψεις και τις αναπόφευκτες φλυαρίες του αυτοσχεδιασμού, σίγουρα το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο.
Επαναπροβολές:
Το άγγιγμα του κακού, (Touch of Evil)
Αμερική, 1958
Σκηνοθεσία: Όρσον Γουέλς
Παίζουν: Ορσον Γουέλς, Τσάρλτον Ιστον, Τζάνετ Λι, Τζόσεφ Καλλία, Τζοάνα Μουρ, Ρέυ Κόλινς, Μάρλεν Ντίτριχ, Ζα Ζα Γκαμπόρ, Ακίμ Ταμίροφ.
Ο Μάικ Βάργκας είναι ένας διακεκριμένος Μεξικάνος αστυνομικός, που υπηρετεί στο τμήμα δίωξης ναρκωτικών. Παντρεύεται τη Σούζαν, μία γοητευτική Αμερικανίδα, και αποφασίζουν να περάσουν το μήνα του μέλιτος στο Los Robles, που βρίσκεται στο Μεξικό, ακριβώς στα σύνορα με τις ΗΠΑ.
Η ηρεμία τους όμως διακόπτεται απότομα, όταν δολοφονείται με βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητο του ο αρχιμαφιόζος της πόλης.
Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αμερικάνος αστυνομικός Χανκ Κουίνλαν.
Ο Κουίνλαν είναι διαβόητος και φημίζεται για το γεγονός ότι εξιχνιάζει όλες τις υποθέσεις, αν και έιναι αμφίβολο κατά πόσο τις χειρίζεται πάντα με καθαρό τρόπο.
Επειδή όλα συμβαίνουν στα σύνορα, και κυρίως σε μεξικάνικο έδαφος, ο Βάργκας επιστρατεύεται στην υπόθεση. Ο Κουίνλαν αγανακτά γρήγορα βλέποντας πως θα έχει τον επίμονο Βάργκας μέσα στα πόδια του και «μαγειρεύει» τα πειστήρια, για να βρει έναν ένοχο και να κλείσει την υπόθεση.
Για να πετύχει το στόχο του, ο Κουίνλαν συνεργάζεται με έναν δευτεροκλασάτο μαφιόζο, τον Τζο Γκράντι , ο οποίος θέλει να τρομοκρατήσει τον Βάρκγας, που είναι ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του αδελφού του, σπιλώνοντας τη τιμή της συζύγου του Σούζαν.
Ένα κορυφαίο φιλμ νουάρ σαιξπηρικών διαστάσεων και για πολλούς η σπουδαιότερη ταινία του Όρσον Γουέλς.
Ο μεγάλος δημιουργός σκηνοθετεί αριστουργηματικά και ενσαρκώνει ιδανικά τον διεφθαρμένο αστυνομικό Κουίνλαν, τον διφορούμενο ηθικά και εκπληκτικό ερμηνευτικά χαρακτήρα της ταινίας, που στηρίζεται στην αέναη μάχη του καλού με το κακό .
Κυρίως όμως, το «Άγγιγμα του κακού» αναλύει τους κώδικες της εξουσίας, της δικαιοσύνης και της ηθικής, όπως η τελευταία διαγράφεται μέσα από τις πράξεις των χαρακτήρων.
Πρόκειται για την πέμπτη και τελευταία αμερικάνικη ταινία του Όρσον Γουέλς και είναι η μεταφορά στην μεγάλη οθόνη ενός μυθιστορήματος με τίτλο «Βadge of Εvil» του Whit Masterson, που γράφτηκε το 1956.
Την σεναριακή προσαρμογή έκανε ο Πολ Μόνας. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του Γουέλς στο σενάριο ήταν τόσες πολλές και ανατρεπτικές, που τελικά μετά βίας πιστώνεται η προσαρμογή του σεναρίου στον Μόνας.
Η εναρκτήρια σκηνή, το ενιαίο, τρίλεπτο πλάνο-σεκάνς, είναι ίσως το τεχνικά αρτιότερο και αισθητικά απολαυστικότερο της ιστορίας του κινηματογράφου. Πρόκειται για ένα μοναδικό μονοπλάνο, που διδάσκεται μέχρι και σήμερα σε όλα τα πανεπιστήμια και τις σχολές κινηματογράφου, ως σκηνή ιστορικής σημασίας και καινοφανούς τεχνικής.
Ο τρόπος μετακίνησης της κάμερας που βρίσκεται πάνω σε έναν γερανό και απογειώνεται από το έδαφος, κατεβαίνει, υψώνεται ξανά και συνεχίζει αυτές τις μεταβολές της κίνησής της, ενώ ταυτόχρονα, παραμένει «προσηλωμένη», να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους σκηνοθέτες.
Ο ίδιος ο Γουέλς στον ρόλο του διεφθαρμένου, μεσήλικα αστυνομικού, που παγιδεύει τους υπόπτους με ψεύτικα στοιχεία, δίνει σάρκα και οστά σε μία ψυχή χαμένη στα σκοτεινά και στα δαιδαλώδη μονοπάτια της διαφθοράς και της διαστροφής.
Το ζευγάρι Τσάρλτον ‘Ιστον- Τζάνετ Λι καταφέρνουν να αποτυπώσουν με εξαιρετική επιτυχία τις εσωτερικές συγκρούσεις δύο ανθρώπων αδύναμων να «αγγίξουν» ο ένας τον άλλον, και η Μάρλεν Ντίτριχ, σε ηλικία 60 ετών, παγιδεύει το κοινό με μία γοητεία, στην κυριολεξία αφοπλιστική.
Η εξαιρετική μουσική επένδυση είναι του Χένρι Μαντσίνι, ενώ έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ-μποξ, πιανόλα κλπ) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στη ταινία. Τέλος, ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός και η μαυρόασπρη φωτογραφία του Ράσελ Μέτι συμβάλλουν σημαντική στην ατμόσφαιρα νουάρ που ήθελε ο Γουέλς.
Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία γυρίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, δηλαδή σε χρόνο ρεκόρ, με κόστος μόλις 895.000 δολάρια. Τα γυρίσματα γίνονταν μόνο βράδυ, γιατί ο Γουέλς σιχαινόταν να ανακατεύονται στα πόδια του οι υπεύθυνοι της παραγωγής και έκανε ό, τι μπορούσε για να τους αποφεύγει.
« Το άγγιγμα του κακού» σήμερα πλέον περιλαμβάνεται σε αρκετές λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Το 1993 επιλέχτηκε για συντήρηση από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ως «πολιτιστικά, ιστορικά, και αισθητικά σημαντική ταινία».
Σκιές και Σιωπή, (To Kill a Mockingbird)
Aμερική, 1962
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μάλιγκαν
Παίζουν: Γκρέγκορι Πεκ, Μέρι Μπάνταμ, Φίλιπ Αλφορντ, Ρουθ Γουάιτ
Κάπου στις αρχές του 1930, ενώ το οικονομικό Κραχ έχει τσακίσει τα πάντα και η Αμερική ψάχνει τρόπους να ορθοποδήσει, σε μια μικρή κωμόπολη της Αλαμπάμα μένει ένας δικηγόρος, ο Άτικους, με τα δύο παιδιά του.
Η γυναίκα του δεν ζει πια και τα μικρά του είναι σε ευαίσθητη ηλικία. Η διάκριση λευκών και μαύρων υπάρχει ακόμα και είναι πολύ έντονη, αν και τα πράγματα είναι σχετικά ήρεμα στην πόλη.
Όταν ένας μαύρος εργάτης κατηγορείται για βιασμό, με ελάχιστες ενδείξεις ότι αυτός διέπραξε το έγκλημα, ο Άτικους αναλαμβάνει την υπεράσπισή του, προς
έκπληξη των υπόλοιπων κατοίκων. Ξαφνικά, ο ίδιος αλλά και τα μικρά του παιδιά θα βιώσουν την αποδοκιμασία της τοπικής κοινωνίας, η οποία και μετά το πέρας της δίκης δεν τον «συγχωρεί».
Ο Ρόμπερτ Μάλιγκαν μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο βιβλίο της Χάρπερ Λι, με το οποίο κέρδισε το Πούλιτζερ. Με βασικό άξονα μια δικαστική πλεκτάνη, καταδεικνύει ότι η έλλειψη σεβασμού, ίσων δικαιωμάτων και κατανόησης οδηγεί στον κανιβαλισμό και τη σύγκρουση, που λύνεται μόνο με τη βία.
H ιστορία αφηγείται την ενηλικίωση τριών παιδιών, εστιάζοντας στην εξάχρονη Σκάουτ.
Παρακολουθεί μέσα από τα μάτια του αθώου κοριτσιού τον τρόπο που αντιλαμβάνεται εκείνο την καλοσύνη και την κακία του κόσμου.
Ο Μάλιγκαν εικονογραφεί την μικρή επαρχιακή πόλη του Νότου στην οποία τοποθετείται η δράση, σαν μια παρηκμασμένη πόλη, γεμάτη σκονισμένους δρόμους.
Η Σκάουτ και ο αδελφός της ζουν μαζί με τον χήρο πατέρα τους Άτικους και την Καλπουρνία, τη μαύρη υπηρέτριά τους.
Ο Ντιλ, νιόφερτος φίλος τους, διαθέτει μικροκαμωμένο σώμα, εξεζητημένο λεξιλόγιο και μια αξιοθαύμαστη λατρεία για τον Τρούμαν Καπότε. Καθώς ο Άτικους ξεκινά κάθε πρωί για το δικηγορικό του γραφείο στο κέντρο, τα παιδιά περνάνε τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες, παίζοντας ώρες ατελείωτες.
Τότε συμβαίνει ένα γεγονός που ανατρέπει βίαια την καθημερινότητα των ηρώων. Ο δικαστής αναθέτει αυτεπάγγελτα στον Άτικους την υπεράσπιση ενός νεαρού μαύρου, που αντιμετωπίζει την κατηγορία του βιασμού.
Εκείνος αναλαμβάνει την υπόθεση, σκοπεύοντας να αποκαλύψει την αλήθεια. Η κοινότητα όμως θεωρεί απαράδεκτο το να θεωρείται αθώος ένας έγχρωμος. Μια ομάδα κατοίκων με μπροστάρη τον πατέρα του «θύματος» τρομοκρατούν όχι μόνο τον Άτικους, αλλά και τα ανήλικα παιδιά του. Εκείνος όμως δεν κάμπτεται. Με απίστευτο θάρρος και έχοντας μοναδικό γνώμονα το Δίκαιο προχωρά στην ουσιαστική υπεράσπιση του νεαρού.
Η σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν φωτίζει επιδέξια κάθε ουσιώδη λεπτομέρεια του δράματος, πετυχαίνοντας να κάνει ακόμη και την πιο δύσκολη και στατική σκηνή της ταινίας, πραγματικά συναρπαστική. Η σκηνή της δίκης, που ουσιαστικά οδηγεί τον θεατή αβίαστα στην προσωπική του ετυμηγορία, έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του σινεμά.
Η ταινία έκανε μεγάλη επιτυχία και συγκέντρωσε δεκάδες τιμητικές διακρίσεις. Προτάθηκε για οχτώ Όσκαρ μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας ενώ κέρδισε τα τρία από αυτά: Α’ Ανδρικού Ρόλου, Διασκευασμένου Σεναρίου και Καλλιτεχνικής Διεύθυνση.
Ο Γκρέγκορι Πεκ συγκεκριμένα, δίνοντας μια μνημειώδη ερμηνεία στην αγόρευσή του Άτικους στο δικαστήριο , απέσπασε το Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα Α’ Ανδρικού Ρόλου, καθώς και το Βραβείο Νταβίντ Ντι Ντονατέλο.